Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Στα σχολεία μας υπάρχει σοβαρό πρόβλημα — και πρέπει να το παραδεχτούμε. Έχουμε αποτύχει, τόσο ως κοινωνία όσο και ως Πολιτεία. Το πρόσφατο περιστατικό ξυλοδαρμού παιδιού και γονιού στην Αγλαντζιά δεν ήταν ένα μεμονωμένο γεγονός. Ήταν η έκρηξη που ήρθε να μας ταρακουνήσει και να δείξει το βάθος του προβλήματος.

Το ζήτημα είναι πολυδιάστατο. Από τη μια, αφορά την ασφάλεια εντός των σχολικών μονάδων και από την άλλη, αγγίζει το ευρύτερο φαινόμενο της νεανικής παραβατικότητας, που εκδηλώνεται με ανησυχητική ένταση τα τελευταία χρόνια. Μέχρι η κοινωνία και το κράτος να βρουν ουσιαστικούς τρόπους αντιμετώπισης αυτής της κατάστασης και των κοινωνικών αιτιών που τη γεννούν την νεανική παραβατικότητα, ας επικεντρωθούμε στο πιο άμεσο και καίριο. Τη διασφάλιση της ασφάλειας των παιδιών μας μέσα και γύρω από το σχολείο.

Το σχολείο πρέπει να είναι χώρος γνώσης, ασφάλειας και σεβασμού — όχι βίας, ναρκωτικών, εκβιασμών ή οποιασδήποτε άλλης μορφής εγκληματικής συμπεριφοράς. Κάθε γονιός στέλνει το παιδί του στο σχολείο με την προσδοκία ότι εκεί θα βρίσκεται σε ένα υγιές και προστατευμένο περιβάλλον, όχι σε ένα χώρο όπου κινδυνεύει να γίνει θύμα επιθέσεων ή εκφοβισμού.

Τα στοιχεία που βλέπουν το φως της δημοσιότητας για την Αγλαντζιά είναι σοκαριστικά. Αν δεν σημάνουν συναγερμό, τότε πραγματικά έχουμε πρόβλημα. Όπως ανέφερε ο πρόεδρος του Συνδέσμου Γονέων του σχολείου, Ανδρέας Πιερίδης, στην περιοχή δρουν δύο ή τρεις ομάδες νεαρών, οι οποίες καθημερινά παρενοχλούν μαθητές έξω από το σχολείο. Οι γονείς καταγγέλλουν πως πέρα από το πρόσφατο περιστατικό υπήρξαν άλλες εννέα με δέκα επιθέσεις σε μαθητές. Πολλά περιστατικά, όμως, δεν καταγγέλλονται, γιατί παιδιά και γονείς φοβούνται τα αντίποινα.

Πού φτάσαμε λοιπόν; Να τρομοκρατούνται ανήλικοι από ομάδες ατόμων —ανεξαρτήτως εθνικότητας— και να σιωπούν επειδή φοβούνται χειρότερες συνέπειες;

Δεν πρόκειται για ένα τοπικό φαινόμενο. Σε πολλά σχολεία της χώρας παρατηρούνται περιστατικά που απαιτούν άμεση και συντονισμένη αντίδραση. Η χρήση ναρκωτικών στις σχολικές μονάδες έχει μετατραπεί σε μάστιγα.

Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε η υπεύθυνη του Γραφείου Πρόληψης και Κοινωνικής Παρέμβασης της ΥΚΑΝ, Σοφία Κουσαρίδου, κατά την τελευταία διετία (2023 – 30 Σεπτεμβρίου 2025), 91 ανήλικοι παραπέμφθηκαν σε Θεραπευτικά Κέντρα μέσω του σχετικού πρωτοκόλλου συνεργασίας. Το στοιχείο αυτό από μόνο του αρκεί για να δείξει ότι το πρόβλημα έχει λάβει ανησυχητικές διαστάσεις.

Παράλληλα, δεν είναι σπάνια τα φαινόμενα βανδαλισμών, κλοπών και καταστροφών σε σχολικές εγκαταστάσεις, κυρίως εκτός ωραρίου λειτουργίας. Εκπαιδευτικοί βρίσκουν το πρωί στις αυλές σύριγγες, προφυλακτικά και ίχνη παράνομων δραστηριοτήτων, ενώ δεν λείπουν και οι κλοπές εξοπλισμού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι περιπτώσεις όπου ηλιακά πλαίσια ξηλώνονται τη νύχτα από σπείρες, οι οποίες στη συνέχεια πωλούν τον χαλκό των σωληνώσεων. Πρόκειται για τεράστια οικονομική ζημιά, την οποία καλείται να καλύψει το κράτος — δηλαδή οι ίδιοι οι πολίτες.

Η εικόνα αυτή δεν μας τιμά. Αντιθέτως, μας εκθέτει ως κοινωνία που αδυνατεί να προστατεύσει το μέλλον της — τα παιδιά της.

Η ανάγκη για λήψη ουσιαστικών μέτρων είναι επιτακτική και αδιαπραγμάτευτη. Δεν αρκούν οι περιστασιακές παρεμβάσεις ούτε τα λόγια συμπάθειας μετά από κάθε περιστατικό βίας. Χρειάζεται ολιστική στρατηγική: με ενισχυμένη αστυνόμευση γύρω από τα σχολεία, κοινωνικούς λειτουργούς και ψυχολόγους σε κάθε μονάδα, εκπαίδευση στην ενσυναίσθηση και τον σεβασμό, αλλά και στήριξη όσων αντιμετωπίζουν προβλήματα είτε συμπεριφοράς, είτε άλλης φύσεως.

Αν θέλουμε τα σχολεία μας να παραμείνουν χώροι μάθησης και ελπίδας, πρέπει να δράσουμε τώρα. Αλλιώς, πολύ σύντομα, φοβάμαι ότι θα έχουμε να διαχειριστούμε πολύ σοβαρότερα προβλήματα.