Πριν από μερικές μέρες, ο Πρωθυπουργός του Ισραήλ Βενιαμίν Νετανιάχου επανέλαβε ότι σκοπεύει να εξαντλήσει πλήρως τη θητεία του η οποία λήγει το Οκτώβριο του 2026. 

Το ξεκαθάρισμα αφορούσε κυρίως την – απολύτως υποθετική πάντοτε – πιθανότητα αποχώρησής του από την εξουσία, κάτι που θα πρέπει βεβαίως να θεωρείται απίθανο, εξαιρούμενης της εξίσου απομακρυσμένης όπως εκτιμάται αμνήστευσής του για τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει δικαστικά.

Πριν από κάποιες εβδομάδες, ωστόσο, μετά από μια συνεδρία των κομμάτων του δικού της χώρου, η αντιπολίτευση είχε καταστήσει σαφές ότι ξεκινάει μία προσπάθεια για να ανατρέψει την κυβέρνηση μέσω της ψήφισης του προϋπολογισμού. Και εδώ είναι που το πράγμα γίνεται εξαιρετικά ενδιαφέρον, ιδιαίτερα καθώς οι πιθανότητες να συμβεί κάτι τέτοιο έχουν αυξηθεί κατά πολύ.

Η εφημερίδα «Μααρίβ» στην έκδοσή της για το Σαββατοκύριακο – το οποίο στο Ισραήλ είναι βέβαια το «Παρασκευοσάββατο» – παρουσιάζει μια κυλιόμενη δημοσκόπηση για το τι θα ψήφιζε ο κόσμος εάν είχαμε σήμερα εκλογές. Στην τελευταία δημοσκόπηση, την περασμένη Παρασκευή, η αντιπολίτευση θα συγκέντρωνε εξήντα πέντε (65) έδρες, δηλαδή τέσσερις περισσότερες από το όριο των εξήντα μίας (61) εδρών για το σχηματισμό κυβέρνησης, το δε κυβερνητικό μπλοκ θα έπεφτε στις 45. Η αντιπολίτευση δηλαδή θα κέρδιζε με άνεση τις εκλογές.

Γιατί είναι αυτό σημαντικό; Διότι είναι η κορύφωση μιας φθοράς η οποία είναι εκ των πραγμάτων δύσκολο να αναστραφεί. Το 65 – 45 της Παρασκευής ήταν 62 – 48 πριν από ένα μήνα. Ήταν 58 – 52 πριν από δύο μήνες ενώ στο τέλος Αυγούστου ήταν 55 – 55.

Θα μπορούσε κάποιος βέβαια να παρατηρήσει, ορθά, ότι εάν δεν συμβεί κάτι θεαματικό εντός της ίδιας της κυβέρνησης τίποτα δεν αλλάζει αφού, αυτό που μετρά είναι η σημερινή σύνθεση της Κνέσετ.

Το σενάριο το οποίο προωθεί η αντιπολίτευση για να «ρίξει» την κυβέρνηση Νετανιάχου είναι να μην περάσει ο προϋπολογισμός μέχρι την 31η Μαρτίου. Για την έγκρισή του απαιτείται απλή πλειοψηφία 61 εδρών αλλά, εάν τεθεί σε ψηφοφορία και αποτύχει έστω και κατά μία ψήφο ή δεν τεθεί καθόλου ελλείψει συναίνεσης, τότε η Κνέσετ διαλύεται αυτόματα και η χώρα πάει σε εκλογές εντός 90 ημερών. 

Και πάλι μπορεί κάποιος να πει πως το κυβερνητικό μπλοκ πιθανότατα θα εξασφαλίσει τις απαιτούμενες έδρες. 

Εδώ ακριβώς είναι το λάθος στην εξίσωση. 

Το παρελθόν υπενθυμίζει ότι υπήρξαν τέτοια περιστατικά. Σπάνια μεν αλλά υπήρξαν από το 1992 όταν εισήχθη ο νόμος περί αυτόματης διάλυσης της Κνέσετ. Δύο για την ακρίβεια περιστατικά. Το πιο πρόσφατο ήταν η κυβέρνηση Μπένετ (- Λαπίντ) τον Ιούνιο του 2022, η 36η κυβέρνηση του Ισραήλ η οποία έζησε μόνο ένα χρόνο και αυτοδιαλύθηκε προκειμένου να αποφύγει την ήττα κατά την ψήφιση του προϋπολογισμού. Το άλλο περιστατικό ήταν η αμέσως προηγούμενη κυβέρνηση, υπό τον Νετανιάχου (και τον Γκαντζ), η 35η η οποία επίσης αν και τεχνικά με άλλον τρόπο, «έπεσε» έτσι.

Και τότε, όπως και σήμερα, υπήρξαν βουλευτές οι οποίοι διαφοροποιήθηκαν λόγω αλλαγών στις δημοσκοπήσεις οι οποίες παρέπεμπαν σε πίεση την οποία ασκούσε η κοινωνία και σε έντονη διάθεση για των δύο εκείνων κυβερνήσεων ήταν πολύ μικρότερες από αυτήν που καταγράφουν οι μετρήσεις σε μόλις δυόμισι μήνες για την κυβέρνηση Νετανιάχου.

Βεβαίως, εκτός από εκείνη της «Μααρίβ» γίνονται και άλλες έρευνες οι οποίες παρουσιάζουν «αποκλίσεις» από την κυλιόμενη έρευνα της εφημερίδας. Η τάση όμως είναι παντού η ίδια. Όλες καταγράφουν την κυβέρνηση σταθερά κάτω από την πλειοψηφία των εξήντα μίας (61) εδρών και σταθερά ένα ποσοστό 55%-65% του κόσμου το οποίο ζητά πρόωρες εκλογές. Και εάν ο Ναφτάλι Μπένετ όντως κατέβει με δικό του κόμμα (σ.σ. δεν είναι στη Βουλή από το 2022) τότε φαίνεται πως θα αποσπάσει από το σημερινό μπλοκ 10 – 15 έδρες.

Όλα αυτά καθιστούν πολύ επισφαλή την πορεία του Νετανιάχου προς το Μάρτιο και τη λήξη της προθεσμίας για έγκριση του προϋπολογισμού η οποία με ευρήματα των δημοσκοπήσεων τουλάχιστον και την επιθυμία της κοινής γνώμης, γίνεται μέρα με τη μέρα όλο και πιο δύσκολη.