Η πρόσφατη Έκθεση Εκπαίδευσης και Κατάρτισης 2025 της Ε.Ε. για την Κύπρο δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνειών. Όσα χρόνια κι αν ξοδέψαμε συζητώντας για μεταρρυθμίσεις, όσες επιτροπές κι αν στήθηκαν, όσες υποσχέσεις κι αν δόθηκαν, μια αλήθεια προκύπτει πλέον αδιάψευστη: το εκπαιδευτικό μας σύστημα βρίσκεται σε βαθιά κρίση. Και η κρίση αυτή δεν είναι ούτε συγκυριακή ούτε τεχνική∙ είναι συστημική, χρόνια, και απολύτως υπεύθυνη για τη μειωμένη ανταγωνιστικότητα της χώρας.

Η έκθεση σημειώνει ότι, παρά την τελευταία δεκαετία μεταρρυθμιστικών εξαγγελιών, «ο αντίκτυπος δεν έχει ακόμη γίνει αισθητός». Οι Κύπριοι μαθητές καταγράφουν τη μεγαλύτερη επιδείνωση βασικών δεξιοτήτων σε ολόκληρη την Ε.Ε., με τα ποσοστά χαμηλής επίδοσης να ξεπερνούν το 50%. Αν μάλιστα συνυπολογίσουμε τις χαμηλές ψηφιακές δεξιότητες και τις μειωμένες δεξιότητες πολιτότητας, γίνεται ξεκάθαρο ότι η χώρα κινδυνεύει να μείνει πίσω σε έναν κόσμο που αλλάζει με ιλιγγιώδη ταχύτητα.

Η εικόνα δεν γίνεται καλύτερη όσο προχωρούμε. Ναι, έχει γίνει πρόοδος στην προσχολική εκπαίδευση, αλλά παραμένουν ελλείψεις σε δυναμικότητα. Ναι, αυξάνεται η συμμετοχή, αλλά η πρόωρη εγκατάλειψη της εκπαίδευσης αυξάνεται, ιδίως μεταξύ παιδιών που γεννήθηκαν στο εξωτερικό. Ναι, έχουμε από τα υψηλότερα ποσοστά ολοκλήρωσης τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αλλά η αγορά εργασίας δείχνει να μην ξέρει τι να κάνει με αυτούς τους πτυχιούχους. Κι όσο για τις σπουδές STEM, παραμένουμε ουραγοί στην Ευρώπη- και όχι επειδή οι νέοι δεν ενδιαφέρονται, αλλά επειδή το εκπαιδευτικό υπόβαθρο στα μαθηματικά και τις θετικές επιστήμες είναι απελπιστικά αδύναμο.

Και μέσα σε όλα αυτά, η συμμετοχή ενηλίκων σε διαδικασίες κατάρτισης παραμένει από τις χαμηλότερες στην Ε.Ε., με έλλειψη νομοθεσίας, ευελιξίας και πραγματικών κινήτρων. Πώς, λοιπόν, θα μιλήσουμε για σύγχρονη οικονομία και ανταγωνιστικότητα όταν η χώρα δεν δημιουργεί ούτε διατηρεί δεξιότητες;

Την ώρα που η Ευρώπη μάς παραδίδει δεκάδες σελίδες ανησυχητικών στοιχείων, η δημόσια συζήτηση στην Κύπρο -για ακόμη μια φορά- περιστρέφεται γύρω από το ποιος και πώς θα αξιολογεί τους εκπαιδευτικούς. Οι συντεχνίες βρίσκονται στα χαρακώματα, η Κυβέρνηση προσπαθεί να ισορροπήσει και η Βουλή μετρά πολιτικό κόστος. Κανείς δεν συζητά το ουσιαστικό: ότι έχουμε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που καταρρέει και κανείς δεν θέλει να το παραδεχθεί.

Η διαχρονική εικόνα είναι γνωστή. Ένα κράτος εγκλωβισμένο στη λογική του «κεκτημένου», θύμα ενός βαθέως συστήματος συνδικαλιστικών ηγεσιών που αντιμετωπίζουν κάθε αλλαγή ως απειλή. Μια νοοτροπία που δεν επιτρέπει αξιολόγηση, δεν επιτρέπει ευελιξία, δεν επιτρέπει ανανέωση. Ένας δημόσιος τομέας -και ειδικά ο τομέας της Εκπαίδευσης- που θεωρεί ότι οποιαδήποτε μεταρρύθμιση είναι εκ προοιμίου εχθρική.

Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η πρόσφατη αναφορά ότι «βρέθηκε μια γυναίκα υπουργός μετά από 50 χρόνια να αλλάξει το σύστημα». Μια φράση που δεν φανερώνει μόνο τον βαθύ σεξισμό ορισμένων, αλλά και την παγιωμένη αλαζονεία ενός μηχανισμού που θεωρεί πως κανείς δεν πρέπει να αγγίζει τα προνόμιά του. Ειδικά τώρα που έρχονται εκλογές- ποιος, άλλωστε, θα τολμήσει να συγκρουστεί με τους πανίσχυρους συνδικαλιστικούς μηχανισμούς;

Η αλήθεια είναι ότι τίποτε δεν θα αλλάξει αν συνεχίσουμε να συζητούμε τα λάθος πράγματα. Η ουσία δεν βρίσκεται στο ποιος αξιολογεί ποιον. Βρίσκεται στα δεδομένα που μας εκθέτει η Ευρώπη, στα κενά δεξιοτήτων, στις χαμηλές επιδόσεις, στη χαμένη ανταγωνιστικότητα. Βρίσκεται στην ανάγκη να παραδεχθούμε ότι το σύστημα δεν λειτουργεί. Κι αν δεν το δούμε κατάματα, αν δεν ξεπεράσουμε τις συντεχνιακές νοοτροπίες που κρατούν καθηλωμένη την Παιδεία, τότε η επόμενη έκθεση -και η επόμενη μετά από αυτή- θα μας βρίσκουν στο ίδιο σημείο.

Ίσως, λοιπόν, είναι καιρός να δούμε επιτέλους τα χάλια μας. Όχι για να τα διαπιστώσουμε ξανά, αλλά για να τα διορθώσουμε.