Η συζήτηση με αφορμή το στίγμα της Μπιενάλε απέδειξε ότι κάθε άλλο παρά γλωσσική αδιαφορία υπάρχει. Η σημασία του ενδιαφέροντος αυτού είναι ζωτική. Ο πολύς κόσμος έδειξε πως ενδιαφέρεται για την γλώσσα παρόλο που η νωχελική μας παιδεία και ο εφησυχασμός που σπέρνει η κομματική νομενκλατούρα έχουν δημιουργήσει μια επιδερμική γραφή και ένα ασπόνδυλο φραστικό κατεστημένο. Μέσα στην αφασική όμως πραγματικότητα καταδεικνύεται πως η έγνοια για τον ελληνικό λόγο υπάρχει, είναι ζωντανή και απαιτητική.
Πολλοί επιτήδειοι και κάποιοι αθώοι, θέλησαν να θολώσουν την συζήτηση. Ορισμένοι επιχείρησαν να παρουσιάσουν τους καταγγέλλοντες την ντροπή της Μπιενάλε, ως αντίθετους με την χρήση της ελληνικής διαλέκτου της Κύπρου. Εντούτοις ουδείς στράφηκε κατά της κυπριακής διαλέκτου, κανείς δεν ζήτησε την κατάργηση της. Η ντοπιολαλιά είναι για εμάς τους Κύπριους ο πυρήνας της ελληνικότητας μας. Γιατί την χωρίζει λιγότερη απόσταση από την αρχέτυπη που έφεραν στο νησί οι χαλκοχίτωνεςΑχαιοί. Παρόλο τούτο υπήρξαν άτομα τα οποία με φανατισμό διαστρέβλωσαν τη προσπάθεια των πολλών να καταγγείλουν την καταισχύνη και όχι την ντοπιολαλιά. Την θύελλα δεν προκάλεσε η χρήση της κυπριακής διαλέκτου αλλά τα όσα απαράδεκτα και ανιστόρητα γράφτηκαν. Αυτό υπήρξε η αιτία του αντίλογου. Όλα τα υπόλοιπα είναι εκ του πονηρού.
Ποιο το πονηρό; Μα ασφαλώς η υφέρπουσα, πλην συστηματική προσπάθεια συγκεκριμένων αφασικών κύκλων να αναγάγουν την ντόπια διάλεκτο σε γλώσσα και ως εκ τούτου την ιδιαιτερότητα της Κύπρου σε νέα εθνική οντότητα. Η επιχείρηση αυτή, αλλοίωσης της ιστορίας, παραχάραξης της εθνικής ταυτότητας και της ιδιοπροσωπίας του Έλληνα της Κύπρου, δεν ξεκίνησε από την Βενετία. Ανέλαβε συστηματικό και εργολαβικό χαρακτήρα μετά το προδοτικό πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή. Είναι προϊόν λιποψυχίας, δειλίας και ηττοπάθειας. Το εντυπωσιακό είναι πως το εύφορο έδαφος πάνω στο οποίο αναπτύσσεται το προσφέρουν πλουσιοπάροχα τόσο η δεξιά, όσο και η αριστερά. Δεδομένου δε πως, τα δύο αυτά παραδοσιακά κόμματα συγκεντρώνουν περίπου τα δύο τρίτα των ψηφοφόρων της νήσου το ζήτημα γίνεται τραγικό. Το χειρότερο βέβαια είναι πως η αντίληψη αυτή ελέγχει την σκέψη στα Πανεπιστημιακά μας ιδρύματα, στην δημοσιογραφία, και στο διαδίκτυο.
Να θυμίσω την υπόθεση του «γλωσσαρίου»; την προσπάθεια να αφαιρεθούν από τα βιβλία της ιστορίας τα εγκλήματα και τα αίσχη της Τουρκίας; τα συνθήματα τύπου «εκάμαμεν κι εμείς πολλά» (ωσάν να λέμε: καλά μας εκάμαν); την βιβλιογραφία με την οποία απλοποιούνται πολυσύνθετα ιστορικά ζητήματα με τον προθύστερο στόχο υπεράσπισης του ιδεολογήματος ότι για όλα φταίμε εμείς; για όλα φταίει η Ελλάδα; Δύο παράδοξα γεννήθηκαν από αυτή την πνευματική λιποψυχία. Ότι οι ίδιοι άνθρωποι που λένε πως για όλα φταίει η πλευρά μας, ταυτοχρόνως προωθούν και το σύνθημα πως για όλα φταίνε οι ξένοι, ο ιμπεριαλισμός.
Κάθε αντιφωνία καταντά ατελέσφορη βαβούρα εάν δεν υπάρχει εκείνη η κάποια βαθύτερη συμφωνία, στην οποία αναφέρεται ο Σεφέρης στο κείμενο του για τον Έλιοτ. Βάση κάθε συζητήσεως είναι ένα «σιωπηρό συμβόλαιο, χωρίς το οποίο έχουμε ίσως πολλούς παράλληλους μονολόγους, αλλά δεν έχουμε διάλογο», γράφει ο ποιητής για να συνεχίσει πως για την ώρα «είμαστε η χώρα των παράλληλων μονολόγων».
Τι θέλω να πω; Το ότι δεν συμφωνούμε όλοι πως είμαστε Έλληνες και το ότι, αυτό, το κάνουμε μόνο προς κατευνασμό του φονιά είναι υψηλότερης σημασίας ακόμα και από αυτή τούτη την κατοχή. Υπονομεύει, η στάση αυτή, όχι μόνο τον αγώνα για ελευθερία αλλά και μια ταυτοτική συνείδηση τριών χιλιάδων ετών.
Παρατηρώ πως η όλη συζήτηση, με αφορμή την Μπιενάλε, τα είχε όλα. Είχε τόσο το σιωπηρό συμβόλαιο όσο και το αντίθετο του. Πολλοί «μονόλογοι» εν τούτοις δεν υπήρξαν παράλληλοι αλλά διαλεκτικοί. Άλλοι βέβαια απέδειξαν την ισχύ που δεσμεύει πολλούς στο ιδεολόγημα και στην προπαγάνδα. Μια βαθιά προκατάληψη δεσμεύει την σκέψη. Συνήθως κρίνουμε…άκριτα. Είναι αλήθεια πως συχνά ξεχνούμε το αισχύλειο χρη λέγειν τα καίρια. Ακολουθώντας ο καθένας μια προσχηματική θεωρία (ιδεολογία) νομίζει πως κρίνει.
Η άγνοια και κυρίως η μισαλλόδοξη προκατάληψη οδηγεί σε αφορισμούς, δαιμονοποιήσεις και άλλους επιθετικούς προσδιορισμούς. Ορισμένοι, διερωτήθηκαν ακόμα και για την ειλικρίνειά του εν λόγω διαλόγου ή και μονολόγου… πόσο ειλικρινείς είμαστε. Κάποιοι μίλησαν και για τη ροπή των Κύπριων προς την υποκρισία. Προσωπική μου άποψη είναι πως η συζήτηση στο μεγαλύτερο της μέρος υπήρξε ειλικρινής και ευπρεπής. Κάποιοι βέβαια, αδιόρθωτοι και από κακή συνήθεια, περιορίστηκαν μόνο σε συνθήματα και ατάκες.
Πίσω από το ζωηρό ενδιαφέρον που φανερώνει η πολυλογία γύρω από το ζήτημα της γλώσσας υπάρχει μια βαθύτερη αιτία. Η ανασφάλεια. Ο τρόπος που βιώνει ο καθένας τον φόβο, την ανησυχία και την έγνοια του για τη ζωή. Μια αγωνία δεσμεύει τον καθένα μας, διαφορετική συχνά, απέναντι στις ανισότητες που επικρατούν στις ανθρώπινες σχέσεις, ανισότητες που δεν φαίνεται να είναι δυνατόν ποτέ οριστικώς να ρυθμιστούν. Η ανισότητα στην Κύπρο της κατοχής και της εγκατάλειψης αποκτά ακραίες αιχμές γιατί το ανισοζύγιο είναι όντως (αριθμητικά μόνο) πραγματικό. Όμως αυτό δεν δικαιολογεί τον πανικό, πόσο δε μάλλον, το πάθος με το οποίο ορισμένοι επιμένουν να μην κατανοούν πως προ-δίδοντας συνεχώς στον κατακτητή δεν τον σταματάς αλλά του ανοίγεις την όρεξη και για περισσότερα.
Οι άνθρωποι πάντα θα συναθροίζονται και πάντα θα διασπώνται, θερμώς θα αγκαλιάζονται και διακαώς θα απωθούνται. Ισόποσα είναι το πυξ λαξ και η αγκάλη στην ιστορία. Όπως και πάντα θα μετακινούνται, θα αλλάζουν θέση, θα αναμιγνύονται και θα διαλύονται. Μια παράδοξη φυσική νομοτέλεια επιτρέπει στους συλλογικούς φορείς – εκκλησία, κόμματα, οργανώσεις – να ρέπουν προς το ψέμα, την απόκρυψη της αλήθειας, και την διαστρέβλωσή της. Τα άτομα, είτε ανήκουν είτε όχι σε συλλογικά σχήματα, και παρόλο που επηρεάζονται από αυτά, εν τούτοις όταν προφέρουν τον δικό τους λόγο το κάνουν κατά βάση ειλικρινώς.
Άποψη μου είναι πως ο κόσμος, που εκφράστηκε κατά πρόσωπο στις συζητήσεις αυτές, ήταν ειλικρινής. Το έκανε γιατί το πίστευε. Υπήρξε υποκρισία; Βεβαίως και μεγάλη μάλιστα. Δέχομαι όμως πως η θέση που εξέφρασε ο καθένας είχε ως αφετηρία ένα ενδιαφέρον για τα κοινά και μια έγνοια για το μέλλον, ανεξαρτήτως σε ποια πλευρά γέρνει το δίκιο.
Γιατί είναι τόσο δύσκολο να συμφωνήσουμε ότι υπάρχει το σωστό και το λάθος, γιατί είναι τόσο δύσκολο να επιλέξουμε ανάμεσα στο ποιό είναι το καλό και ποιό το κακό;
Είναι μήπως το γεγονός πως ως κοινωνία επιτρέψαμε να ανέβουν πλήθος ατάλαντα μέλη στον πλανόδιο θίασο που μας σέρνει;