Όταν φεύγει ένας μεγάλος, η μνήμη γίνεται βαθύτερη, μας καλεί σε αναστοχασμό κι εσωτερική συναρμολόγηση. Τιμώντας τη μνήμη του Διονύση Σαββόπουλου, ο ποιητής Κυριάκος Χαραλαμπίδης, αναστοχάζεται τι έφερε και τι κατέλειπε ο μοναδικός καλλιτέχνης.
Το κείμενο αποκλειστικά για το philenews ακολουθεί:
Η πρώτη μου συνάντηση με τον Διονύση Σαββόπουλο ήταν στο κρατικό ραδιόφωνο της Κύπρου, δεκαετία του ’80. Ήρθε, θυμάμαι, μαζί με τον Χρήστο Γιανναρά. Πήρα συνεντεύξεις κι από τους δυο. Από κείνες τις συνεντεύξεις συγκρατώ καταρχάς την σταθερή άποψη του Γιανναρά για την Ελλάδα (και την συνακόλουθη Ορθοδοξία της), πως δεν αποτελεί έναν τόπο παρά έναν τρόπο.
Παράλληλα με γοήτευσε η ποιητική αντίληψη του Σαββόπουλου για τη μορφή των πραγμάτων που προσδιορίζονται από το κενό, όπως ακριβώς το φως μέσα από ανοίγματα που καθιστούν ορατές τις φιγούρες του Καραγκιόζη. Ορθοδοξία και Καραγκιόζης είναι δύο ασύμβατες έννοιες απόλυτα ωστόσο συμβατές, αρκεί να εννοήσουμε πως η πρώτη αποκτά το βαθύτερο νόημά της χάρη στη δυνατότητα μιας εγγενούς αυτοϋπέρβασης.
Εν προκειμένω θα μπορούσα να παραθέσω βέβαια προς σκανδαλισμό και τη δικιά μου θεώρηση, όταν επιχείρησα να μεταφράσω Ρωμανό τον Μελωδό. Το έπραττα, έλεγα, παρακινούμενος από τη διάθεση να παίξω μαζί του τάβλι! Βαθιά μέσα μου τον ένιωθα ως… ταβλαδόρο, εννοώντας με αυτό πως ο Ρωμανός έχει μια λαϊκότητα, είναι παιδί του λαού, η αύρα του λόγου του είναι αυθεντική και ανθρώπινη, γεμάτη ζουμερή πραγματικότητα, πλημμύρισμα ζωής και οικειότητας.
Αν αναφέρομαι σ’ αυτό, είναι γιατί ο Διονύσης Σαββόπουλος, μέσα από την απεικόνισή του ως εκφραστή μιας λαϊκής, ας πούμε, αριστοκρατίας, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερης προσέγγισης, που ανατρέπει, κατά παράλληλο τρόπο, την καθεστηκυία λογική. Γενικά η αλήθεια δεν παύει να είναι πολυπρισματική και να εκπέμπει ποικίλους ιριδισμούς ή αποχρώσεις, που εξαρτώνται από την οπτική μας γωνία – εν τέλει από το σημείο όπου στεκόμαστε.
Ο βαθμός θέασης εξαρτάται και από τη νοητική επεξεργασία, που τελείται φυσικά από εμάς. Λόγου χάρη, ο Παπαδιαμάντης: στη συνείδησή μας θα μπορούσε να είναι κατ’ ουσία δημοτικιστής –κατ’ ακρίβεια δημοτικιστής της καθαρεύουσας– υπό την έννοια ότι χρησιμοποιεί τη γλώσσα για τα ηχοχρώματά της και όχι βέβαια ωθούμενος από συντηρητικές εμμονές. Η έδρα δηλαδή της γλώσσας του είναι στην ψυχή του, με χαρακτήρα λαϊκής καταγωγής. Έτσι, μαζί του ξανακερδίζουμε την αναστύλωση της μουσικότητας, την ποίηση του ρυθμού, την ίδια τη ρυθμική μιας συνείδησης που έχει τις ρίζες της στη λαϊκή αίσθηση των πραγμάτων.
Τηρουμένων των αναλογιών, μπορούμε να αναγνωρίσουμε στον Σαββόπουλο στοιχεία ανατροπής ή διεύρυνσης αυτού που καλούμε πραγματικότητα. Και τι εστί πραγματικότητα; Υπάρχει άραγε κάποια άλλη, διαφορετική, που ν’ αποκλίνει από τη δικιά μας; Μήπως τελικά η πραγματικότητα είμαστε εμείς και η σχέση μας με τον εν εξελίξει εαυτό μας; Τις απαντήσεις θα τις δώσει ο ίδιος: «Δεν αντιπροσωπεύω παρά τον εαυτό μου. Προσπαθώ να εξηγώ τα εξελισσόμενα στοιχεία που τον αποτελούν. Ακόμα και αυτή την εξωτερική πραγματικότητα, προσπαθώ να την ανακαλύπτω με τον δικό μου τρόπο».
Το ουσιώδες ωστόσο είναι αλλού, ότι παραμένει διαθέσιμος να αλλάζει ιδέες, και ίσως αυτό να οφείλεται στο δεδομένο πως δεν γνωρίζει, όπως λέει, «πιο βάναυσο πράγμα από την πραγματικότητα».
Εδώ η έννοια της εξέλιξης μπορεί να ταυτιστεί με την μεταμόρφωση τόσο του ιδίου όσο και της ίδιας της πραγματικότητας, που αποκαλύπτει καθ’ οδόν άλλες όψεις της δικής της μυθολογίας. Σε τελευταία ανάλυση, ο Σαββόπουλος διεκδικεί την αυτονόμησή του και το δικαίωμα του στοχασμού έξω από το ιστορικό και γεωγραφικό περιβάλλον. Με πρόσχημα τους ακροατές και αφετηρία ένα σύμπλεγμα γεγονότων και ιδεών που προκύπτουν καλλιτεχνικά μέσα από ενδιάθετες, αν μη και παρορμητικά αιφνιδιαστικές, ποιητικές συνάψεις, παραμένει μοναχικός ανάμεσα σε πιστούς φίλους και στον κόσμο που τον αποθεώνει.
Η διάθεσή του να «διασκεδάσει» τον εαυτό του από τις υποψίες μιας συντεταγμένης επιτυχίας συμφύρεται με την επιστήμη και τη σοφία ενός δοτού «ερασιτεχνισμού». Και βέβαια ο «ερασιτεχνισμός» που αναφέραμε αποδίδει θαυμάσια έργα φυσικής ψυχικής καλλιέργειας κι εμπιστοσύνης σ’ αυτό που είναι η ζωή. Πρόκειται για «το συναρπαστικό τραγούδι ενός παιδιού προς την ενηλικίωση». Η τελευταία φράση γράφτηκε σε εφημερίδα, όταν αυτός ανέλαβε κάποια χρονιά τα Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα.
Μένουμε τελικά με την εντύπωση πως ο Σαββόπουλος επιμένει να παραμένει παιδί, χωρίς να απαρνιέται ασφαλώς την πείρα, τη διορατικότητα, τη λογική των πραγμάτων, την αίσθηση της ευθύνης του καλλιτέχνη μπροστά σε ό,τι συμβαίνει ή ό,τι είναι να έρθει. Το να παίζει κανείς με τα πράγματα και να καλλιεργεί συνειδητά μια καλλιτεχνική «αφέλεια», όπως τουλάχιστον την προσδιόρισε παλαιότερα ο Σίλλερ, είναι κάτι που ανάγεται απόλυτα στο πλαίσιο της δημιουργικής διαδικασίας. Ίσως με αυτό να διατηρεί ο Σαββόπουλος και τη γραμμή μιας ακουστικής καθαρότητας, που τον εισάγει στον σφυγμό παράδοξων μεταφορών. Για την ακρίβεια, τα τραγούδια του λειτουργούν σε δύο επίπεδα. Το πρώτο είναι αυτό της κρούστας που τα καθιστά προσιτά και αγαπητικά στο κοινό, το δεύτερο είναι αυτό που ανήκει αποκλειστικά στον ποιητή-καλλιτέχνη, η ψίχα που είναι αναπόσπαστο μέρος του μυητικού πλαισίου, όπου εκτυλίσσεται το μυστήριο της μοναξιάς. Και τούτο εντείνεται ολοένα και περισσότερο από την καλλιτεχνική του πολυμορφία, τις ιδέες, τα καπέλα, το κούρεμα, τη στολή που αλλάζει για να εισέλθει στον νυμφώνα της προσωπικής του σχέσης με το θείο, διατηρώντας το δικαίωμα μη αποκοπής από τη γήινη φύση του. Το χρειάζεται το σώμα του ο Διονύσης, τουλάχιστον για να παρέχει μια στέρεη βάση στην πεποίθησή του ότι «ο άνθρωπος στη ζωή δεν ήρθε για να ευχαριστηθεί, αλλά για να αντέχει την πραγματικότητα». Σε μια Ελλάδα τόσο ελαφρολαϊκή, «ένας ποιητής που τραγουδά, ένας μάγιστρος, ένας κάντορ, είναι μια τραγωδία, ένα τραγώδιον». Λόγια του ίδιου του Σαββόπουλου για τον νομπελίστα Bob Dylan, που θα μπορούσαν έμμεσα να αποτελέσουν αυτοαναφορά και συσχέτιση με τον μεγάλο τροβαδούρο. Είναι και οι δύο ποιητές που το έργο τους συντίθεται στη βάση της ακοής και όχι του διαβάσματος, καθώς αντλεί την φυσική του υπόσταση από το οργανικό και αδιαίρετο πλέξιμο του λόγου και της μουσικής. Πρόκειται για παράλληλους δρόμους, όπου εκδηλώνεται μέσω του τραγουδιού το αίτημα της ζωής και η κοινωνική ευαισθησία, μακριά από στρατευμένες διαμαρτυρίες. Η πρόσθετη λατρεία και η περιστασιακή απόρριψη του Σαββόπουλου από δυνάμει «οπαδούς» προσθέτει στον χαρακτηριστικό τύπο της εικόνας του, τον οποίο έτσι κι αλλιώς αναζητεί να προσδιορίσει και ο ίδιος. Το «ποιος είμαι και πού πάω» είναι μοτίβο ανοικτό σε κάθε εξήγηση και παρεξήγηση. Υποσυνείδητα κουβαλεί μέσα του έναν ελληνισμό «μετά χαρίτων», το βάρος και το άχθος (στην ελληνική του πάντα εκδοχή) ενός μοντερνισμού που ανατρέπει εαυτόν και αλλήλους στην προσπάθειά του για μεταμόρφωση με στόχο κάτι ακατανόητο και ουσιαστικά οντολογικό.
Θα έλεγε κανείς ότι μια φωνή από τα βάθη διαπερνά τους πόρους των αισθήσεών του και του ψιθυρίζει πως «ο λόγος αυτός δεν είναι αστόχαστος μήτε παραμύθι» (ου γαρ μύθος απόσκοπος ουδ’ αδαήμων, έτσι το διατυπώνει ο Σιμπλίκιος). Διάτρητος από παρεμβολές ερμηνειών και ιστορήσεων επιστρατεύει τα τραγούδια του ως μέρος της δικής του ομολογίας πίστεως και αδυναμίας να υπάρξει και να εκφραστεί. Κοντολογίς παραμένει ανθρώπινος και μη μας ξεγελά η εικόνα του «σαλού», που ως ένα βαθμό, με πεντζίκειο τρόπο προσπαθεί να υποβάλει, δημιουργώντας, μέσα από τόση θεατρικότητα και φαντασμαγορία, το αναγκαίο –και μη βλεπτέον– προπέτασμα καπνού. Τυχεροί όσοι μπορούν να ανατρέψουν την εικόνα του με νέα θεώρηση του έργου του. Να καταλάβουν δηλαδή ότι αυτός, που τόσο πολύ λαχτάρησε την έξαρση και δημιούργησε πράγματα με δική τους ζωή, είναι και μοιραίος μεταφορέας ενός ρόλου, στον οποίο παραδίδεται αλλά κι επιχειρεί ν’ αυτονομηθεί από αυτόν.
Δεν είμαι ειδικός ώστε να μιλήσω με επάρκεια για τον θαυμαστό μας τραγουδοποιό, που αντιστρέφει τα λάθη, τα πάθη και τον καταναλωτικό χαρακτήρα κάθε πεδίου ζωής με την υψηλότατη στάθμη των ποιημάτων του. Με ασφάλεια μπορώ να ακουμπήσω σ’ αυτό το τελευταίο που αποτελεί και το άρωμα μιας μοναδικής, σαββοπούλειας ευαισθησίας, πλημμυρισμένης από τον γρήγορο νου και τον σώφρονα λογισμό του. «Διανύουμε ήδη μια μεταπολίτευση του αισθήματος», θα πει ο ίδιος. «Δεν είναι δυνατόν να συνεχίσουμε να αυταπατώμεθα από διαλυμένες θεωρίες και ρητορείες κα υποκατάστατα μύθου. Αίσθημα, λοιπόν, εναντίον ολοκληρωτισμού και ιδεοληψίας». Η δική του επανάσταση ξεκίνησε από χρόνια: «Δεν είναι δουλειά μου εγώ να ανήκω. Δουλειά μου είναι να παρατηρώ». Για να συλλαμβάνει μετά τέχνης και να γίνεται ψυχαγωγός, με την αρχαία του όρου σημασία: αγωγός της ψυχής. Και με τούτο να συμβάλλει στο καθ’ ομοίωσιν και την ενότητα με τους άλλους. «Απέχουμε ακόμη από το να συγχωρούμε ο ένας τον άλλο. Κάτι ενωτικό που να δείχνει αλληλεγγύη». Είναι κι αυτό μια επείγουσα ανάγκη των καιρών μας, διότι άλλο είναι η αγάπη της πατρίδας και άλλο η αγάπη του κόμματος. Χωρίς την ποίηση, όμως, αυτά δεν μπορούν να νοηθούν, να χωνευτούν και να περάσουν σε τραγούδι, να γίνουν ένα με τον ρυθμό της ψυχής. Ιδού γιατί ο εξαρσιακός Διονύσης και ο στοχαστικός Σαββόπουλος συμπίπτουν επί τω αυτώ. Η οπτική γωνία, από όπου παρατηρούν και αγκαλιάζουν τα πράγματα και τους ανθρώπους, ταυτίζεται με τον οικουμενικό εν τέλει ρυθμό μιας πατρίδας που δεν συλλαμβάνεται ερήμην του προσώπου. Τα τρελά και τα σοφά, που ακούμε στο καθημερινό μας «θέατρο σκιών», μετέρχονται τρόπους αληθείας, προοικονομούν την έξοχη ποιητική ουσία που δόθηκε ως χάρη στον διαμεσολαβητή Διονύση Σαββόπουλο.
Η περιπέτεια του ταξιδιού κάποια στιγμή θα τελειώσει. Οι φίλοι θα αναχωρήσουν, τα νέα παιδιά θα έρθουν και, αυτό που λέμε ζωή θα εξακολουθήσει να αντλεί νόημα και διάρκεια από το έργο του. Το μυστικό είναι απλό: ο Διονύσης Σαββόπουλος μαγεύτηκε από αυτό που είναι ο λόγος ο ελληνικός. Μούσα με όλα τα φουσάτα της και τα φουντώματά της. Θα μας το πει και αυτός με τον δικό του τρόπο, καθώς μιλά ως δάσκαλος κι εξομολογείται ως μαθητής: «Τα ελληνικά ως τραγούδι είναι ανυπόφορα δύσκολα. Κανείς δεν τα βγάζει πέρα με τα ελληνικά. Απέναντι στα ελληνικά θα είμαστε πάντα φάλτσοι και αγράμματοι. Αλλά τι να γίνει; Σημασία έχει η συνείδηση ότι μιλάμε όχι για να γίνουμε δεξιοτέχνες, αλλά για να γίνουμε άνθρωποι». Επί της πέτρας ταύτης θα πρέπει να οικοδομήσουμε την καθοριστική μας άποψη για τον Σαββόπουλο. Γιατί το έργο του τεκμηριώνεται και αληθεύει χάρη στην ανοικτή του πρόσκληση: να ξαναβρούμε τον δρόμο προς το ανθρώπινο στοιχείο μας, να αποκτήσουμε συνείδηση της ανθρώπινης αξίας μέσα από τα διόλου μισαλλόδοξα και πάντα ανεξίθρησκα, κατορθωμένα ελληνικά τραγούδια του.
*Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Νέα Εστία”, στο ειδικό αφιέρωμα σ’ αυτόν, τεύχος 1880, Μάρτιος 2019