Η Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης για το 2030 είναι ίσως η ευκαιρία της Λάρνακας ή η αφορμή που ψάχναμε για να ξαναδούμε την πόλη με ειλικρίνεια και θάρρος. Όχι για να ωραιοποιήσουμε προβλήματα, αλλά για να τα αντιμετωπίσουμε μέσα από ένα σχέδιο που συνδέει τον πολιτισμό με την καθημερινή ζωή και την οικονομία. Το 2030 δημιουργεί προσδοκία αλλά και λόγο να συνεργαστούν φορείς που συνήθως λειτουργούν παράλληλα. Αν η Λάρνακα το δει έτσι, μπορεί να πετύχει κάτι σπάνιο, δηλαδή να χρησιμοποιήσει τον πολιτισμό ως εργαλείο αστικής και οικονομικής αναγέννησης.
Για να γίνει αυτό, χρειάζεται μια καθαρή επιλογή. Η Λάρνακα να αποφασίσει ότι το κέντρο της δεν είναι μόνο ένα ακόμα έργο ανάπλασης αλλά η καρδιά της οικονομικής και κοινωνικής ζωής της πόλης. Σήμερα το κέντρο δείχνει μια αντίφαση που όλοι βλέπουμε. Έγιναν δρόμοι, έγιναν πλατείες, όμως η καθημερινή κίνηση παραμένει εξαιρετικά χαμηλή, τα καταστήματα κλείνουν, οι λόγοι επίσκεψης είναι λίγοι και συχνά περιστασιακοί. Αυτό δεν είναι θέμα αισθητικής αλλά θέμα λειτουργίας. Όταν μια πόλη δεν παράγει καθημερινή ζωή στο κέντρο της, χάνει και οικονομικά, και σε ασφάλεια, και σε επενδυτική προοπτική.
Το 1ο βήμα είναι να μιλήσουμε ρεαλιστικά. Το κέντρο δεν θα ζωντανέψει μόνο του. Θέλει σχέδιο που θα αλλάξει την εμπειρία του ανθρώπου που περπατά, ψωνίζει, κάθεται, εργάζεται, επισκέπτεται. Χρειάζεται σταθερή καθαριότητα, φωτισμός που δίνει αίσθηση φροντίδας και ασφάλειας, πράσινο που ξεκουράζει το μάτι, και μια ενεργή πολιτική για τα κενά καταστήματα, με πρακτικές λύσεις. Ο δήμος μπορεί να φωτίσει βιτρίνες κλειστών καταστημάτων, να τα ντύσει με εικαστικές παρεμβάσεις, οθόνες ή πίνακες που αφηγούνται ιστορίες της πόλης. Αυτό θα είναι το μήνυμα ότι η πόλη δεν εγκαταλείπει το κέντρο της. Είναι επίσης ένας τρόπος να δημιουργηθεί ενδιαφέρον, κίνηση και περιέργεια. Και όταν υπάρχει κίνηση, υπάρχει λόγος να ανοίξουν ξανά επιχειρήσεις.
Παράλληλα, τα διατηρητέα κτίρια σήμερα παραμένουν ένα ανεκμετάλλευτο κεφάλαιο. Με στοχευμένα κίνητρα και με σοβαρή τεχνική υποστήριξη, μπορούν να γίνουν γραφεία νέων επαγγελματιών, μικρά και διαφορετικά concept καταστήματα. Σε πολλές πόλεις του εξωτερικού, αυτή η λογική λειτούργησε γιατί δεν αντιμετώπισαν τα κτίρια ως ακίνητα, αλλά ως υποδομή ταυτότητας και οικονομίας.
Και εδώ μπαίνει το 2ο σημαντικό θέμα, το στίγμα της πόλης και επαρχίας. Η Λάρνακα χρειάζεται να απαντήσει με καθαρό τρόπο στο ερώτημα γιατί να έρθει κάποιος εδώ; Και να έρθει όχι μία φορά, αλλά κάθε εποχή. Αυτό δεν χτίζεται με μια απλή καμπάνια. Χτίζεται με συνέπεια, με επιλογές και με εμπειρίες που επαναλαμβάνονται. Η διαφοροποίηση της Λάρνακας δεν είναι να γίνει μια απομίμηση άλλων πόλεων. Είναι να αναδείξει αυτό που ήδη έχει και που συχνά θεωρούμε δεδομένο.. τους ανθρώπους της, την αυθεντικότητα, την απλότητα της. Αυτή είναι η βάση ενός σύγχρονου, ήπιου τουρισμού και μιας βιώσιμης οικονομίας εμπειριών.
Άρα, ο πολιτισμός του 2030 δεν πρέπει να περιοριστεί σε μεγάλες εκδηλώσεις. Πρέπει να γίνει πλατφόρμα που ανεβάζει τους τοπικούς δημιουργούς και όλη την επαρχία. Μικρά φεστιβάλ γειτονιάς, διαδρομές τέχνης που ενώνουν σημεία της πόλης και κάνουν τον επισκέπτη συμμέτοχο. Μια πόλη κερδίζει όταν ο άνθρωπος νιώθει ότι μπαίνει σε μια ιστορία, όχι σε ένα πρόγραμμα εκδηλώσεων.
3ο καθοριστικό ζήτημα, προσβασιμότητα και χώροι στάθμευσεις, με λιγότερη ταλαιπωρία για τον επισκέπτη. Η τεχνολογία εδώ μπορεί να δώσει άμεσα αποτελέσματα με εύκολη πληροφόρηση για χώρους στάθμευσης σε πραγματικό χρόνο. Όχι για να εκσυγχρονιστούμε στα χαρτιά, αλλά για να διευκολύνουμε την απόφαση του άλλου να έρθει.
Το όραμα λοιπόν για τη Λάρνακα 2030 πρέπει να είναι ξεκάθαρο. Μια πόλη που ξαναχτίζει την καρδιά της, το κέντρο της, όχι απλά για να φαίνεται ωραίο αλλά για να λειτουργεί καλύτερα. Μια πόλη που μετατρέπει τα κενά και τα εγκαταλελειμμένα κτήρια σε χώρους ζωής. Μια πόλη που δεν πουλάει εικόνα, αλλά προσφέρει εμπειρία βασισμένη στους ανθρώπους της. Μια Λάρνακα που δίνει λόγο στον νέο επαγγελματία να μείνει, στον επισκέπτη να επιστρέψει και στον κάτοικο να περπατά το κέντρο με χαρά.