Πριν τον γνωρίσω, ο Πρωταράς –όμοια και η Αγία Νάπα- ήταν για μένα οι ορδές των τουριστών στα εστιατόρια με τους «πλαστικούς» φωτογραφημένους μουσακάδες, ήταν πιτσιρικάδες μεθυσμένοι που παραπατούσαν στο πεζοδρόμιο κρατώντας φτηνά ποτά στο χέρι, ήταν κακόγουστα rooms to let και πολυτελή ξενοδοχεία. Ήταν επίσης τα θλιβερά neon lights που έκαναν τη νύχτα μέρα, τα αμέτρητα souvenir shops, το φωτισμένο λούνα παρκ –αλά Λας Βέγκας- με τη βροχή από λαμπιόνια που σαν πεφταστέρια συνόδευαν κραυγές στο κέντρο της Αγίας Νάπας. Εκεί, πίστευα μέχρι πρότινος, ότι πηγαίνεις παραλία μόνο εάν κάνεις κράτηση ή αν έχεις κονέ για να κλείσεις μια απ’ τις ξαπλώστρες σε δεκαπλάσια τιμή και ότι τα σώματα των surfers συναγωνίζονται σε σμιλεμένους κοιλιακούς.
Όλα αυτά, μέχρι μια βδομάδα πριν. Η Κάτια και ο Κώστας, ένα ερωτευμένο, δοτικό, ζευγάρι που μετρά περισσότερες από 3 δεκαετίες γάμου μας άνοιξαν φιλόξενα το σπίτι τους. Ένα υπέροχο, χειροποίητο σύμπαν με θέα τη θάλασσα. Αυτοί ανέλαβαν να μας ξεναγήσουν στο δικό τους Πρωταρά, φανερώνοντάς μας τα κρυμμένα μυστικά της περιοχής. Ήταν μια ανέλπιστα ενδιαφέρουσα εναλλαγή, σαν να περνάγαμε από τη μια σεκάνς στην άλλη ταινιών που δεν έχουν τίποτα κοινό μεταξύ τους. Από τις βουτιές στο τραχύ Κάβο Γκρέκο με τις ερημικές παραλίες, στον μικρό κόλπο του Μιμόζα. Και από κει, βρεγμένοι ακόμα και με το μαγιό να στάζει, σκαρφαλώσαμε στο ανεμοδαρμένο ξωκλήσι των Αγίων Σαράντα σ’ ένα τοπίο απόκοσμο, τόσο κοντά αλλά και τόσο μακριά από τις θορυβώδεις παραλίες.
Η αλμύρα και η κάψα του ήλιου ανοίγουν την όρεξη, έτσι βρεθήκαμε στο Μαειρκό της Αγίας Νάπας με τις σπιτικές γεύσεις της κυρίας Μαρούλας. Κάθε μεσημέρι, τα τραπέζια με τις τόνενες καρέκλες μοσχοβολάνε γεμιστά, μακαρόνια του φούρνου, μουσακά και κολοκάσι καπαμά. Πάνω απ’ τον Κόννο είναι ο Σπαρτιάτης που σερβίρει ζεστό ψητό ψωμάκι, ολόφρεσκο ψάρι, τραγανό τηγανητό κολοκύθι -θεϊκό στην απόλυτη λιτότητά του- χταπόδι στη σχάρα ενώ η ευγένεια των παιδιών του service είναι υποδειγματική. Το βράδυ, στον Δημήτριο, στον Ποταμό του Λιοπετρίου, είναι σαν να κάνεις βουτιά θαλασσινή σε χρονοκάψουλα. Σε αυτό βοηθούν οι ανόθευτες γεύσεις -η νόστιμη σπιτική ταραμοσαλάτα, υπέροχη τηγανητή μαρίδα και φρεσκότατο μπαρμπούνι- αλλά και τα τραπέζια λίγα μέτρα πιο πάνω απ’ το κύμα.
Φεύγοντας πήρα μαζί μου τη θέα της θάλασσας απ’ το παλιό μονοπάτι, το φεγγάρι που αντανακλάται μέσα στο νερό, τη μυρωδιά του ανθισμένου θυμαριού στον ήλιο του μεσημεριού, τις καυτές πέτρες του καλοκαιριού, το βόμβο ενός ζουζουνιού που λιάζεται σε κάποιο θάμνο, τον ήχο του νερού που σκάει στα βότσαλα. Ένα ολοστρόγγυλο, ολοκληρωμένο σενάριο ευτυχίας.
Φεύγοντας πήρα μαζί μου τη θέα της θάλασσας απ’ το παλιό μονοπάτι, το φεγγάρι που αντανακλάται μέσα στο νερό, τη μυρωδιά του ανθισμένου θυμαριού στον ήλιο του μεσημεριού, τις καυτές πέτρες του καλοκαιριού, το βόμβο ενός ζουζουνιού που λιάζεται σε κάποιο θάμνο, τον ήχο του νερού που σκάει στα βότσαλα. Ένα ολοστρόγγυλο, ολοκληρωμένο σενάριο ευτυχίας.
Περιοδικό Taste, τεύχος 133.