Η κομψότητα, η χαλαρή διάθεση και το ενδιαφέρον concept συνθέτουν την ταυτότητα του δημοφιλούς gastro bar στην εντός των τειχών Λευκωσία. Με την κοσμοπολίτικη κουζίνα του και την ευφάνταστη μπάρα του, αποτελεί μια δυνατή πρόταση στην ατζέντα των εξόδων μας.
Έχουν περάσει έξι χρόνια από τότε που το «The Gym» άνοιξε για πρώτη φορά τις πόρτες του αλλά μπαίνοντας στη σάλα δεν τη νιώθω ούτε τόσο δα κουρασμένη ή ξεπερασμένη. Αυτό οφείλεται, μάλλον, στη δυναμική του χώρου που έχει δημιουργήσει η Έρικα Βασιλείου. Το επιβλητικό φωτιστικό στην κυρίως αίθουσα, το neon σλόγκαν στον τοίχο, οι vintage κρίκοι γυμναστικής, τα πλακάκια και η μικρή γκαλερί στο βάθος, όλα δημιουργούν ένα φιλόξενο χειροποίητο σύμπαν.
Αφού παραγγέλνουμε ένα ποτήρι Μωροκανέλα –μια ξεχασμένη ποικιλία που μετατράπηκε σε λευκή πριμαντόνα με προσωπικότητα, διάρκεια και αρώματα ξηρών καρπών και ώριμων φρούτων- βλέπουμε το μενού καθώς στο τραπέζι φτάνει ζεστό ψωμί με προζύμι. Πρόκειται για ένα υπέροχο καρβέλι που φτιάχνεται στην κουζίνα του εστιατορίου με νότες από κύμινο.
Την επιμέλεια του μενού την έχει ο εξ Ελλάδος chef Γκίκας Ξενάκης ενώ στην κουζίνα τις μαρμίτες στη φωτιά βάζει ο Λέανδρος Λεάνδρου. Στην κάρτα του φαγητού βρίσκει κανείς μια κοσμοπολίτικη μοντέρνα κουζίνα αλλά με δύο διαφορετικά στυλ αφού στα ορεκτικά υπάρχουν γιαπωνέζικες επιρροές, ενώ στα κυρίως οι συνταγές εμπνέονται απ’ τις κουζίνες της Ιταλίας και της Ελλάδας. Αυτός ο «διχασμός» άλλοτε παρουσιάζει αδυναμίες, κι άλλες φορές δίνει διαμαντάκια, δηλωτικά για το πού μπορεί να φτάσει το επίπεδο της κουζίνας του. Το σεβίτσε λαβράκι ανήκει στην πρώτη περίπτωση. Είναι μεν φτιαγμένο από ωραίο, φρέσκο ψάρι, αλλά δεν έχει την ηλεκτρισμένη ορεκτική οξύτητα του lime που θα το έκανε να ξεχωρίζει. Επίσης, τα αφράτα Bao buns είχαν μια ταιριαστή πικάντικη σάλτσα από μαύρα φασόλια αλλά η πάπια υστερούσε σε γευστικό βάθος και υγρασία.
Από την άλλη, υπάρχουν κάποιες εξεζητημένες σπεσιαλιτέ που προσπαθούν να πείσουν με τους τολμηρούς συνδυασμούς τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το ριζότο λαχανοντολμά με ταρτάρ μοσχάρι. Το ριζότο ήταν ένας ατίθασος χυλός με αρώματα από άνηθο ενώ με το ρύζι θα έπειθε με την εξαίρετη υφή του κάθε Ιταλό. Το ταρτάρ ήταν επίσης καλοφτιαγμένο αλλά μάλλον αδιάφορο αφού είτε υπήρχε στο πιάτο είτε όχι δεν θα άλλαζε τη νοστιμιά του ριζότο. Δοκιμάσαμε και το λαβράκι φιλέτο με ζεστή σαλάτα από αγριόχορτα, πουρέ σελινόριζα, σάλτσα καρότο-πορτοκάλι-τζίντζερ. Το ψάρι έρχεται με σάρκα λιγότερο ζουμερή απ’ ό,τι θα έπρεπε αλλά ως αντιστάθμισμα λειτουργεί η τραγανή πέτσα, έχοντας δίπλα του ξινούτσικα ωραία χόρτα. Κορυφαίο πιάτο εξ όσων δοκίμασα, τα χοιρινά μάγουλα μπρεζέ που φτάνουν με μια μετρημένη, άψογη σάλτσα κουμανδαρία-yuzu, σ’ έναν αρμονικό, λιτό συνδυασμό από ψητά καρότα και βελούδινο πουρέ παστινάκι.
Στα γλυκά, τώρα, το παλιομοδίτικο και ταλαιπωρημένο Banoffee εξευγενίζεται πανέμορφα με την πουπουλένια υφή, το αφράτο καραμελωμένο γάλα ενώ στη βάση το άκρως επιτυχημένο κοντράστ με crumble σοκολάτας και σορμπέ μπανάνας δίνει αξιοσημείωτη γεύση. Απ’ την άλλη το Cremeux σοκολάτας έχει ωραιότατη πικράδα, φινετσάτη υφή, ταιριαστές μαρέγκες εσπρέσο και παγωτό malt whisky. Πολύ καλά και τα cocktails που βγαίνουν απ’ την μπάρα και ταιριάζουν πολύ με το φαγητό.
*Η επίσκεψη στο εστιατόριο έγινε στις 21/6.
Περιοδικό Taste, τεύχος 133.