«Είμαστε έτοιμοι να επιστρέψουμε στις ουσιαστικές συνομιλίες απ’ εκεί όπου σταμάτησαν στο Κραν Μοντανά και είμαστε οι μόνοι αυτή του στιγμή που έχουμε κάτι να προτείνουμε», υπογραμμίζει ο νέος υπουργός Εξωτερικών, Κωνσταντίνος Κόμπος. Στην πρώτη του αποκλειστική συνέντευξη στον «Φ» αναφέρεται στις κινήσεις της Λευκωσίας με στόχο την επανέναρξη των συνομιλιών στο Κυπριακό, υποδεικνύοντας πως αυτή τη στιγμή η ελληνοκυπριακή πλευρά βρίσκεται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και αναμένει την τουρκοκυπριακή πλευρά να καθίσει δίπλα της. 

– Ρίχνετε βάρος προς την κατεύθυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν υπάρχει όμως ο κίνδυνος η Κύπρος να βρεθεί σε δύσκολη θέση στην εφαρμογή αποφάσεων λαμβάνοντας υπόψη για παράδειγμα στο κεφάλαιο Τουρκία όπου η πλειοψηφία έχει μια διαφορετική αντίληψη των πραγμάτων;

– Δεν είναι κάτι το εύκολο, αλλά από την άλλη πλευρά πρέπει να προσαρμοζόμαστε και στα δεδομένα όπως διαμορφώνονται. Πλέον, μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, γίνεται αντιληπτό ότι αυτό το ζήτημα είναι προτεραιότητα και σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης. Υπάρχει παραλληλισμός με το Κυπριακό και την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο, υπάρχει το θέμα της στάσης της Δημοκρατίας ως προς τις κυρώσεις – όπου είναι απόλυτα εναρμονισμένη με αυτή της ΕΕ – και υπάρχει το ζήτημα εάν τρίτες χώρες, στην προκειμένη περίπτωση η Τουρκία, παρακάμπτουν αυτές τις κυρώσεις. Εδώ είναι ένα παράδειγμα της σημερινής περιόδου που ακριβώς δείχνει πως μπορεί να συνδυάζονται αυτά τα πράγματα. 

Σε άλλες περιπτώσεις μια διάσταση απόψεων με τους Ευρωπαίους εταίρους είναι πιθανή, και δεν νομίζω ότι είναι κάτι που πρέπει να μας φοβίζει, δεν είναι κάτι το μοναδικό ως προς την Κύπρο. Είναι κάτι που βλέπουμε σε μια σειρά από ζητήματα σε επίπεδο ΕΕ, όπου μέσα από τη διαφωνία και το διάλογο καταλήγουμε σε κάποιες συγκλίσεις και σε μια μορφή συνεννόησης. Η ΕΕ διέπεται και επηρεάζεται από τον τρόπο που επιδιώκουν να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους τα κράτη μέλη. Οπότε και εμείς ως κράτος μέλος με τα δικά μας συμφέροντα, και θα διαφωνήσουμε, και θα συμφωνήσουμε, και θα ευθυγραμμιστούμε, και θα βρούμε μια λύση η οποία δεν θα αγνοεί ούτε και το κοινό ευρωπαϊκό καλό, και δεν θα υποβαθμίζει τα δικά μας εθνικά συμφέροντα. 

 

– Κάτι που σημειώνεται με την ανάληψη της νέας κυβέρνησης είναι η προσπάθεια ενεργότερης εμπλοκής της ΕΕ στο Κυπριακό στη βάση μιας προσέγγισης να υπάρξει αμοιβαίο όφελος για όλους, ενώ πριν λίγο καιρό η στρατηγική ήταν η τιμωρία της Τουρκίας μέσω των διαδικασιών της ΕΕ. 

– Αυτό το οποίο αποτελεί τη βάση για μας είναι ότι είναι αδύνατο να συνεχίσουμε με την παρούσα κατάσταση. Το στάτους κβο είναι μια πλασματική κατάσταση η οποία μετακινείται συνεχώς προς το αρνητικότερο, οπότε αυτό δεν είναι επιλογή. Κατά δεύτερο, πρέπει να πείσουμε και αυτό προσπαθούμε όχι μόνο τους εταίρους μας στην ΕΕ αλλά ευρύτερα, ότι εμείς είμαστε έτοιμοι να επιστρέψουμε στις ουσιαστικές συνομιλίες απ’ εκεί όπου σταμάτησαν στο Κραν Μοντανά και είμαστε οι μόνοι αυτή τη στιγμή που ουσιαστικά έχουμε κάτι να προτείνουμε. 

Το γεγονός ότι παίρνουμε την πρωτοβουλία και προσπαθούμε ακριβώς να ενεργοποιήσουμε την ΕΕ ώστε αυτή να λειτουργήσει ως καταλύτης για να επιστρέψει η άλλη πλευρά στο τραπέζι των συνομιλιών, αυτό είναι νομίζω κάτι το οποίο αφενός έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον και αφετέρου βλέπουμε να υπάρχει και μια θετική ανταπόκριση. Το είδαμε στις διμερείς επαφές που είχαμε, τόσο εγώ όσο και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ότι υπήρξε ενδιαφέρον, υπήρξαν ερωτήσεις υπήρξε ανάγκη διευκρινίσεων. Οι συνομιλητές μας φαίνεται να αξιολογούν θετικά την πρωτοβουλία μας και ξεκινά τώρα μια συζήτηση πως βήμα-βήμα αυτό θα προχωρήσει. 

Αναφερθήκατε στη λογική των κυρώσεων.  Εγώ δεν θέλω να πάω πίσω και να δω εάν αυτή ήταν η πολιτική ή το ζητούμενο.  Αυτό το οποίο πρέπει να πούμε όμως είναι πως η ΚΔ αντιδρά σ’ αυτά που βρίσκει ενώπιόν της. Στην παρούσα φάση εμείς περιμένουμε να υπάρξει ένα ήπιο κλίμα, ένα θετικό κλίμα, χωρίς αντεγκλήσεις και προκλήσεις, ειδικά στα θέματα των Βαρωσίων και της ΑΟΖ. Εκεί έχουμε καταφέρει μέσα από τα συμπεράσματα του  Ευρωπαϊκού Συμβουλίου καθώς και σε επίπεδο Συμβουλίου Ασφαλείας να κατοχυρώσουμε τουλάχιστον ως θέμα αρχής το απαράδεκτο τέτοιων ενεργειών και επίσης δίδεται η δυνατότητα για αντίδραση, είτε της ΕΕ είτε σε επίπεδο Συμβουλίου Ασφαλείας, εάν υπάρχει επανάληψη. Αυτό υπάρχει εκεί, εμείς σήμερα αυτό το οποίο θέλουμε είναι να δημιουργήσουμε τις συνθήκες ώστε να επιστρέψει στο τραπέζι των συνομιλιών και να πάρει τη θέση της η άλλη πλευρά στο τραπέζι. Εμείς είμαστε εκεί και περιμένουμε την άλλη πλευρά, δίπλα μας.

– Όταν λέμε ενεργότερη εμπλοκή της ΕΕ πως ακριβώς θα γίνει;

– Αυτό θα πρέπει να το δει κάποιος ωσάν να έχει δύο αλληλένδετους πυλώνες. Αφενός χρειάζεται πολιτική παρουσία η οποία θα είναι αυτή που θα δώσει σε πρώτη φάση την ώθηση να επανεκκινήσουμε τις διαπραγματεύσεις, αφ’ ετέρου αφορά στην τεχνοκρατική παρουσία της Ένωσης η οποία θα πρέπει να είναι σαφώς πιο ενισχυμένη και ουσιαστική απ’ αυτή που υπήρξε στο παρελθόν. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι στο παρελθόν δεν ήταν χρήσιμος αυτός ο ρόλος, κάθε άλλο. 

Όμως η εμπειρία, μας δείχνει ότι θα μπορούσε να είναι πολύ πιο έντονη αυτή η παρουσία ή θα μπορούσε να είχε επιλύσει σειρά ζητημάτων τα οποία μπορεί να φαντάζουν τεχνικής φύσεως όμως αυτά ήταν ζητήματα τα οποία θα μπορούσε ευκολότερα να υπάρξει μια σύγκλιση απόψεων εάν η ΕΕ ήταν πιο παρεμβατική. Συνεπώς ο διορισμός ενός απεσταλμένου από την ΕΕ θα έχει να κάνει αφενός με την προσπάθεια επανέναρξης των συνομιλιών, και αφετέρου σαν μια παρουσία η οποία θα υποβοηθά όταν φτάσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, την τεχνοκρατική πτυχή της παρουσίας της Ένωσης.

Το ερώτημα είναι πως υλοποιείται αυτό στην πράξη. Η απάντηση είναι πως θα πρέπει να δούμε μέσα στο πλαίσιο το πως αναπτύσσονται πλέον διάφορα ζητήματα στην περιοχή μας, ο ρόλος της Τουρκίας, ο ρόλος της Τουρκίας σε σχέση με τη Ρωσία και το Ουκρανικό, η απομάκρυνσή της από την ΕΕ και ευρύτερα από τη Δύση, και το γεγονός ότι αυτό δεν είναι κάτι που ούτε η Ένωση, ούτε ο δυτικός κόσμος επιθυμεί. Άρα υπάρχει μια βούληση συγκράτησης της Τουρκίας προς το δυτικό κόσμο και την ΕΕ. 

Κατά δεύτερο, υπάρχουν στα ευρωτουρκικά διάφορα σημεία ενδιαφέροντος της Τουρκίας, τα οποία εάν μπορεί να εξεταστούν υπό το φως μιας αμοιβαίας επωφελούς κατάστασης, τόσο προς την Ένωση όσο και προς την Τουρκία, την ΚΔ και τους Τουρκοκύπριους, αυτό είναι κάτι το οποίο θα μπορούσε να λειτουργήσει θετικά. Και υπάρχει επιπρόσθετα το ζήτημα του θετικού κλίματος που είναι απόρροια της δρομολογούμενης εξομάλυνσης των σχέσεων Ελλάδας-Τουρκίας, τουλάχιστον την τελευταία περίοδο. Εμείς καλωσορίζουμε τη δημιουργία ενός θετικού κλίματος γιατί λειτουργεί επωφελώς και για την προσπάθεια επανέναρξης του διαλόγου για το Κυπριακό.  Ελπίζουμε ειλικρινά αυτό το κλίμα να διατηρηθεί.

– Οι σχέσεις Ελλάδας με Τουρκία και οι αποφάσεις αλληλοστήριξης σε διεθνείς οργανισμούς πόσο επηρεάζουν την Κύπρο; 

– Εμείς θεωρούμε πως η όποια ομαλοποίηση των σχέσεων απ’ αυτή προκύπτουν θετικά και για εμάς. Είναι προτιμότερο να λειτουργούμε σ’ ένα κλίμα ομαλότητας σχέσεων παρά σ’ ένα κλίμα προκλήσεων, αντεγκλήσεων κα αντιπαραθέσεων. Παρατηρούμε το τελευταίο διάστημα ένα μορατόριουμ, μια ανακωχή από προκλητικές ενέργειες οι οποίες να στοχεύουν την Ελλάδα από πλευράς Τουρκίας. Αυτό είναι μια εξέλιξη η οποία είναι σημαντική και εμείς θεωρούμε ότι θα μπορούσε να είναι επωφελής στο πλαίσιο του Κυπριακού, των διαπραγματεύσεων που θέλουμε να εκκινήσουν. Η σχέση μας με την Ελλάδα παραμένει άριστη, υπάρχει συντονισμός. Είμαστε ενήμεροι για τις κινήσεις στις οποίες προχωρούν, ενημερωθήκαμε και για το θέμα της αλληλοστήριξης για τον ΙΜΟ και Συμβούλιο Ασφαλείας αντίστοιχα. Δεν νομίζω ότι υπάρχει κανείς που θα επιθυμούσε να διατηρηθεί ένα κλίμα αρνητικό και συγκρουσιακό στις σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας. 

Επειδή δεν δέχονται εμείς πρέπει να μείνουμε αδρανείς;

– Βλέπουμε ότι η τουρκική πλευρά είναι κάθετα εναντίον της εμπλοκής της ΕΕ υποστηρίζοντας ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει ρόλο και λόγο. Αυτή η δυσκολία πως μπορεί να ξεπεραστεί;

– Είναι μια θέση την οποία βλέπουμε να αναβιώνει, ειδικά μετά την ανάληψη της τ/κ ηγεσίας από τον κ. Τατάρ. Ποια είναι όμως η εναλλακτική; Δηλαδή το γεγονός ότι διακηρύσσεται ότι δεν δέχονται κάτι τέτοιο, σημαίνει ότι εμείς πρέπει να μείνουμε αδρανείς; 

Αυτό μας παίρνει πίσω στο σημείο όπου ξεκινήσαμε, ότι το στάτους κβο δεν είναι βιώσιμο, είναι απαράδεκτο. Το γεγονός ότι η άλλη πλευρά προβάλλει με μια μορφή αναβίωσης την ντενκτασική λογική, αυτό δεν σημαίνει ότι εμείς δεν πρέπει να θέσουμε τα ζητήματα, να θέσουμε τα διλήμματα, να πείσουμε ότι εμείς πραγματικά πιστεύουμε και προσπαθούμε και όταν έρθει η ώρα ελπίζουμε η άλλη πλευρά να πάρει τις σωστές αποφάσεις, να εκφύγει από αυτή την ακραία επιχειρηματολογία και ρητορική και να επανέλθει στο τραπέζι του διαλόγου. Να είμαστε όμως ρεαλιστές, αυτό δεν θα γίνει απλά και μόνο διότι πείστηκαν, θα πρέπει να υπάρχουν τα κίνητρα για τα οποία η ΕΕ έχει σημαντικό ρόλο να διαδραματίσει.

* Αύριο στο Β’ μέρος: Οι κινήσεις αναβάθμισης του ψευδοκράτους και ο μετασχηματισμός στο ΥΠΕΞ.