Παρακολουθώ- συνήθως ενεός- την ντοπαρισμένη επικαιρότητα και τις τάσεις των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και διατηρώ τον σκεπτικισμό μου με την πραγματική δυναμική τους. Ο σκοτωμένος χρόνος, όμως, μ’ εκδικήθηκε φέρνοντας στο newsfeed μου δυο φαινομενικά άσχετα μεταξύ τους περιστατικά τα οποία απασχόλησαν και προβλημάτισαν τις προηγούμενες μέρες το ψηφιακό άβαταρ του κυρίαρχου λαού. Το ένα ήταν η on air γρονθοπατινάδα δύο ελαφροmacho εκπροσώπων της ελληνικής τραπ σκηνής σε μια τελετή μουσικών βραβείων απέλπιδος εμπορικού αυτολιβανισμού. Το έτερο ήταν η τυπολατρική πρεμούρα ενός διευθυντή γυμνασίου για μερικά χιλιοστά «ευπρέπειας» στην κόμη των μαθητών του.

Το νήμα που ενώνει τα δύο αυτά περιστατικά είναι ο εκπεφρασμένος γκαϊλές και η πατερναλιστική καταθορύβηση των μεστωμένων φεϊσμπουκομάχων για τη νεολαία μας, τη γαλούχησή της, τα πρότυπά της, τις επιρροές της, το «ζοφερό μέλλον» της. Θέλω να πιστεύω όμως ότι κατά βάθος υποψιάζονται ότι ουδεμία σημασία έχει για τους ίδιους τους νέους και τη δική τους πορεία συνειδητοποίησης στη ζωή η άποψη, τα ευχολόγια και το πατρονάρισμα των πρεσβυτέρων. Είναι δεδομένο ότι οι πρώην νέοι αδυνατούν να αφουγκραστούν τους νυν και θα το βρουν μπροστά τους, όπως ακριβώς συνέβαινε όταν ήταν κι οι ίδιοι νέοι στη σχέση με τους γενέτες τους.

Αυτές οι σκέψεις, που θα έπρεπε να είναι δεδομένες, έσκασαν σαν γκράντε αποκάλυψη στο μυαλό μου το βράδυ της Τετάρτης στις εγκαταστάσεις του Ολυμπιακού Αθλητικού Κέντρου Αθηνών λίγο πριν το πολυαναμενόμενο μουσικό –και-όχι-μόνο- υπερθέαμα των Muse στο Ejekt Festival. Δεν είχε τύχει στο παρελθόν να απολαύσω δια ζώσης την κατά κανόνα πανύψηλων προδιαγραφών συναυλιακή πρόταση του βρετανικού τρίο, ενός από τα πιο προβεβλημένα, επιδραστικά και επιτυχημένα συγκροτήματα της δικής μου γενιάς. Όμως αυτή η δεδομένη ανυπομονησία, η οποία δικαιώθηκε στην ώρα της, σίγησε περίπου δύο ώρες πριν τη μεγαλοπρεπή εμφάνιση των Muse. Αυτό συνέβη τη στιγμή που ανέβηκε στην κυκλώπεια σκηνή του Ejekt κάτι πιο ενδιαφέρον. Όχι μουσικά, ούτε συναυλιακά, ούτε και καλλιτεχνικά- για τα δικά μου τουλάχιστον γούστα: κοινωνιολογικά. Ήταν η αποκάλυψη που λέγαμε.

Είχε τύχει να σκαλώσει το αυτί και το μάτι μου στο παρελθόν πάνω στην περίπτωση του Yungblud, χωρίς να πω ότι έμεινα εντυπωσιασμένος ή ότι οσμίστηκα τη δυναμική που φέρει για να επιβεβαιώσει την αναγόρευσή του από τον πρώην «Nirvana» Ντέιβ Γκρολ σε «μέλλον του ροκ εν ρολ». Να όμως που η Γενιά Ζ (Gen-Z ή αλλιώς Μετά-Millennials) φαίνεται ότι έχει βρει τον κατεξοχήν εκπρόσωπό της: έναν καλτ ήρωα, έναν υπερκινητικό μουρλό, έναν σεληνιασμένο αθυρόστομο κλόουν που «ματώνει τη φανέλα» και διατείνεται ότι θέλει να αποκεφαλίσει την ατζέντα της μουσικής βιομηχανίας.

Σχεδόν νιώθεις στυφό στην άκρη της γλώσσας σου το «νεανικό αίμα», στο οποίο παραπέμπει το όνομα που διάλεξε για την καλλιτεχνική του περσόνα ο κατά κόσμον Ντομ Χάρισον. Ένα άγριο νιάτο που έτρεχε ή ανεβοκατέβαινε στη σκηνή, ενίοτε ανεβοκατέβαζε και τον κόσμο για να τραγουδήσει και να χορέψει μαζί του. Νιώθει ένας απ’ αυτούς. Δεν φοβάται. Άλλωστε, πριν κάποιον καιρό έτρεχε να περιθάλψει διαδηλωτές του Black Lives Matter στις ΗΠΑ με τις σφαίρες από καουτσούκ να σφυρίζουν γύρω του, ενώ τον Μάιο καλύφθηκε με την ουκρανική σημαία κι έβριζε επί σκηνής στην Αυστρία τον Βλαδίμηρο, ουρλιάζοντας ότι η γενιά του δεν ανέχεται πια αυτές τις «ταυροκουράδες».

Αυτός λοιπόν ο θρασύς 24χρονος τραγουδούσε με μια γρεζαρισμένη, αυθάδη, πανκ φωνή με προφορά του Ντονκάστερ, έχοντας βαμμένα μάτια, χείλη και νύχια, φορώντας τιράντες και ροζ κάλτσες, σαν φαντασίωση της Βίβιεν Γουέστγουντ αλλά με grunge chic πινελιές. Κάτι ανάμεσα στον Μέριλιν Μάνσον και τον Ρόμπερτ Σμιθ των Cure, με σαφείς μουσικές επιρροές από την πανκ σκηνή και ιδιαίτερα τους Sex Pistols και τους Clash, με αναφορές στον Ντέιβιντ Μπάουι, τον Κιθ Φλιντ και τον Κερτ Κομπέιν, με παρουσιαστικό που φέρνει στον νου τον Τζόκερ του Τοντ Φίλιπς. Η πανκ αισθητική συναντά μια δυστοπική scifi πτυχή της, με μια έντονη ποπ ευαισθησία να απαλύνει τις τραχιές γωνίες. Αν δεν προσωποποιεί αυτός ο τύπος το πνεύμα της ρευστής γενιάς του, τότε τι;

Θολώνοντας θεατρικά τα όρια σχετικά με το τι είναι παραδοσιακό και κανονικό, ο Yungblud εκφράζει την εγγενή πίστη των νέων για τη διεκδίκηση της ελευθερίας και του δικαίου. Μιας γενιάς ανυπότακτης που μοιάζει να μισεί τα σύνορα και τους διαχωρισμούς και επιζητεί να αψηφήσει την καταπίεση και το μίσος. Όπως κάθε νέα γενιά, θέλει να χτίσει έναν καινούριο κόσμο και το κάθε μέλος της να βρει τον εαυτό του –και να είναι ο εαυτός του- καθώς και τον ρόλο του πάνω σ’ αυτόν τον κόσμο. Η μουσική του εξωτερικεύει μια ενωτική κραυγή. Γι’ αυτό στο παρόν στάδιο μοιάζει αυθεντική. Οπωσδήποτε κάποια στιγμή θα ξεφτίσει, θα ξεπουληθεί στην εμπορικότητα την οποία προς το παρόν χρησιμοποιεί ως όχημα. Έτσι δεν συμβαίνει πάντα;

Όμως, πριν εμείς οι μεγαλύτεροι βιαστούμε να κρίνουμε και να θρηνήσουμε για την «αποπροσανατολισμένη νέα γενιά» ας ρίξουμε πρώτα μια ματιά στον καθρέφτη. Το καζάνι κοχλάζει κι είναι θέμα χρόνου να ξεχειλίσει. Η ασχήμια ως αισθητική δεν είναι παρά ένας αντικατοπτρισμός της κοινωνίας όπου ζουν. Η νεανική οργή είναι μια εναλλακτική, ανακλαστική πρόταση στην απάθεια, μια άρνηση στην αλλοτρίωση, τον πατερναλισμό, την εμπορευματοποίηση των πάντων, τη συμβατικότητα, τον τεχνοκρατισμό, την πολιτική ορθότητα.

Οι νέοι μπούχτισαν. Φύσει απροσάρμοστοι, αναπόφευκτα αναζητούν τον εαυτό τους κόντρα σ’ έναν κόσμο που φλέγεται από βαρεμάρα και υποκρισία. Είτε μας αρέσει είτε όχι, αυτή η κραυγή αντιπροσωπεύει την αναπόφευκτη ορμή του αύριο. Ας καθίσουμε αναπαυτικά στον καναπέ μας, εκεί που καταντήσαμε να καθόμαστε αλλάζοντας κανάλια κάποια χρόνια μετά τη δική μας νεανική επανάσταση, για να το απολαύσουμε. Η Gen-Z, η γενιά που γεννήθηκε μέσα στον ψηφιακό πανζουρλισμό, αναλαμβάνει τα ηνία. Ο Yungblud είναι το προειδοποιητικό της κορνάρισμα.

Ελεύθερα, 3.7.2022