Οι αγωνιστές των υποδοχέων GLP-1 βρίσκονται τα τελευταία χρόνια στο επίκεντρο του επιστημονικού ενδιαφέροντος, καθώς χρησιμοποιούνται ευρέως τόσο για τη θεραπεία του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 όσο και για τη διαχείριση της παχυσαρκίας. Η αυξανόμενη χρήση τους έχει προκαλέσει προβληματισμό σχετικά με τη μακροχρόνια ασφάλειά τους και ειδικότερα με το αν σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο καρκίνου.
Νεότερα δεδομένα από συστηματική ανασκόπηση και μετα-ανάλυση που δημοσιεύθηκε στο Annals of Internal Medicine δείχνουν ότι οι φόβοι αυτοί δεν επιβεβαιώνονται. Οι ερευνητές ανέλυσαν 48 τυχαιοποιημένες κλινικές μελέτες με συνολικά 94.245 συμμετέχοντες, εξετάζοντας την επίδραση των GLP-1 αγωνιστών σε ένα ευρύ φάσμα κακοηθειών, μεταξύ των οποίων καρκίνος του θυρεοειδούς, του παγκρέατος, του μαστού, του παχέος εντέρου και των νεφρών.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, η χρήση των συγκεκριμένων φαρμάκων φαίνεται να έχει μικρή ή μηδενική επίδραση στον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου που σχετίζεται με την παχυσαρκία. Για τις πιο συχνές μορφές καρκίνου δεν διαπιστώθηκε στατιστικά σημαντική αύξηση ή μείωση του κινδύνου, ενώ οι όποιες διαφοροποιήσεις θεωρούνται κλινικά αμελητέες.
Τα ευρήματα ήταν συνεπή ανεξάρτητα από το είδος του φαρμάκου, τη δόση, τη διάρκεια θεραπείας ή τον βαθμό απώλειας βάρους, ενισχύοντας την αξιοπιστία των συμπερασμάτων. Οι ερευνητές επισημαίνουν, ωστόσο, ότι απαιτούνται μακροχρόνιες μελέτες για την πλήρη αποσαφήνιση πιθανών μακροπρόθεσμων επιδράσεων.
Συμπερασματικά, οι αγωνιστές GLP-1 θεωρούνται ογκολογικά ασφαλείς, προσφέροντας καθησυχαστικά δεδομένα για ασθενείς και επαγγελματίες υγείας. Παράλληλα, υπογραμμίζεται ότι δεν αποτελούν «μαγική λύση» και πρέπει να εντάσσονται σε ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο φροντίδας, που περιλαμβάνει υγιεινή διατροφή, άσκηση και ιατρική παρακολούθηση.