Κατά τους τρεις σκοτεινούς αιώνες της τουρκοκρατίας στην Κύπρο, εκτός από το πλήθος των ανώνυμων και «αθέατων» γυναικών, αναφάνηκαν και επώνυμες, ηρωικές μορφές, ορατές στο ιστορικό προσκήνιο, οι οποίες μέσα σε εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες, υπερβαίνοντας τον φόβο και τη μοιρολατρία, ύψωσαν το ανάστημά τους και αντιστάθηκαν με σθένος στη βία του Οθωμανού κατακτητή.
Σε μια άγνωστη, ανδρεία γυναίκα των χρόνων αυτών, την Ελένη τη Δράκαινα, από το χωριό Καλοπαναγιώτης, θα αναφερθούμε σήμερα, αντλώντας πληροφορίες από κείμενα της μεγάλης παιδαγωγού και λογίας Πολυξένης Λοϊζιάδος και από μαρτυρίες απογόνων της οικογένειας Δράκου αλλά και από προφορικές μαρτυρίες υπερηλίκων κατοίκων του χωριού, οι οποίοι διηγούνται ακόμα και σήμερα την ιστορία της Δράκαινας με μικρές παραλλαγές.
Η Πολυξένη Λοϊζιάς (1853-1942), διευθύντρια για δεκαετίες του Παρθεναγωγείου Λεμεσού, κατά τις θερινές διακοπές, συνήθιζε να περιηγείται την κυπριακή ύπαιθρο απ’ όπου συνέλεγε και κατέγραφε λαογραφικό υλικό και ιστορικές παραδόσεις. Διέμενε δε συχνά στο χωριό Καλοπαναγιώτης, που το ονομάζει «ευεργετικόν», εξαιτίας των ιαματικών πηγών του, και το οποίο της ενέπνευσε διάφορα λογοτεχνικά κείμενα, όπως το ποίημα «Εσπερινός εις την Παναγίαν την Θεοσκέπαστην» και το πεζό «Ο αιώνιος Καλοπαναγιώτης».
Στο χωριό αυτό της Μαραθάσας η Λοϊζιάς γνώρισε την Ελένη τη Δράκαινα, «εκατονταέτδα περίπου γραία», που ήταν πηγή πληροφοριών για τα ζοφερά χρόνια της τουρκοκρατίας, αλλά της αφηγήθηκε και τη δική της ηρωική όσο και τραγική «ιστορία», που εκτυλίχθηκε μάλλον στα χρόνια μετά το 1821.
Η πρώτη αναφορά της Λοϊζιάδος στη Δράκαινα συναντάται σε κείμενο που δημοσίευσε τον Μάιο του 1914 στις Εστιάδες, τη γυναικεία εφημερίδα που εξέδιδε στην Αμμόχωστο η Περσεφόνη Παπαδοπούλου: «Ζη ακόμη και σήμερον μια ηρωίς, η ονομαζομένη Δράκαινα, εις χωρίον Καλοπαναγιώτη, η οποία διηγείται ότι εις τοιαύτας περιστάσεις που εφυγάδευον τους άνδρας οι Τούρκοι, διά να κακοποιήσουν τας γυναίκας και αρπάξουν την περιουσίαν των, ωπλίζοντο αι γυναίκες με ό,τι εύρισκον, αξίνες, τσαπιά και ξύλα και κατεδίωκον τους εχθρούς αυτούς του χωρίου των». Και στο βιβλίο της Κυπριακή κυψέλη (1912-1920) η Λεμεσιανή λογία σημειώνει για την ίδια γυναίκα: «Ούτως εν Καλοπαναγιώτη Μαραθάσας ζη ακόμη εκατονταέτις περίπου γραία, η Δράκαινα, η οποία […] απαγγέλλει και το εξής σχετικόν δίστιχον με βραχνήν φωνήν και δακρυσμένους οφθαλμούς: Στον Μάραθον και Τρουλλινόν/ευρέθησαν έναν πορνόν/χίλιες γυναίκες χήρες». Αλλά και στα 1930, όταν είχε ήδη πεθάνει η Δράκαινα, η Λοϊζιάς επανέρχεται στην «φημισμένην διά την ανδρείαν της Ελένην Δράκαιναν» σε κείμενο που δημοσιεύει στο περιοδικό της Παλλάδιον, όπου εγκιβωτίζει αυτούσια την αφήγηση της γυναίκας αυτής για την περιπέτειά της κατά την Τουρκοκρατία, διατηρώντας την κυπριακή διάλεκτο, ενώ σε παρένθεση επεξηγεί μερικές ιδιωματικές λέξεις:
«Αυτήν την εποχήν ακριβώς η φημισμένη διά την ανδρείαν της Ελένη Δράκαινα, η προ ολίγων ετών αποθανούσα, έγινεν ακουσίως φόνισσα, καθώς έμαθα από αυτήν την ιδίαν. Αποτόμως δύο Τούρκοι εμβήκαν στο σπιτάκι της με σκοπόν να αιχμαλωτίσουν την ωραίαν άγαμον αδελφήν της και την εζήτουν εις όλα τα μέρη του σπιτιού. Η χηρεμένη Δράκαινα εκαμώθη, ότι δεν τους φοβείται· τους επρόσφερε και εδείπνησαν καλά φαγητά, έβαλεν άφθονην τροφήν των δύο ζώων τους και κάθισε μαζί τους: “Ελένη, Ελένη” της είπαν έπειτα, φοβεροί και οι δύο, “για να φέρης δω, τώρα, την αδελφή σου, για την κεφαλή σου”. Εκαμώθηκα, – διηγείται μου η Δράκαινα,- πώς πηγαίνω στο σσώσπιτο κάτω να την φέρω τζαι γιάλι-γιάλι αρπάσσω την αξίνην μου, βουρώ πάνω του νου (ενός) τραβώ του μιαν στον σβέρκον τζαι να σου τον κάτω σκοτωμένον! στη σταμήν (στιγμήν) εβούρησα κατά το σπήλιον του βουνού, τζειπάνω στην μούττην (κορυφήν) τζ’ έμεινα δυό μέρες τζει μέσα νηστική τζαι λιερή ως τι που εφύαν, που δα μέσα ούλοι οι Τούρτζοι».
(Τα αποσπάσματα κειμένων της Λοϊζιάδος είναι από τον τόμο, Θεοδόσης Πυλαρινός–Γιώτα Παρασκευά-Χατζηκώστα, Πολυξένης Λοϊζιάδος, Τα έργα, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, αρ. LIII, Λευκωσία 2011).
Όπως συνάγεται, λοιπόν, από τα πιο πάνω, στα τέλη του 19ου ή στις αρχές του 20ού αιώνα η Λοϊζιάς συνάντησε την υπέργηρη Δράκαινα στον Καλοπαναγιώτη, και από αυτήν έμαθε για την αξιοθαύμαστη αντίσταση των γυναικών του χωριού, πιθανότατα και της ίδιας, σε περιπτώσεις τουρκικών επιδρομών, επίσης, για μίαν «ζωηράν και πένθιμον παράδοσιν» περί μαζικής σφαγής των γυναικοπαίδων των χωριών Τρουλλινός και Μάραθος, πλησίον του Καλοπαναγιώτη, τα οποία είχαν καταστραφεί ολοσχερώς από τους Τούρκους, αλλά και για τη δική της ενδιαφέρουσα «ιστορία». Η χήρα Ελένη, η οποία σε εποχές μεγάλης δυσπραγίας μεγάλωνε μόνη τα παιδιά της και συντηρούσε και τη νεότερη αδελφή της, με τόλμη ασυνήθη, μεγάλη ψυχραιμία αλλά και ευστροφία κατάφερε να σκοτώσει τον έναν από τους δύο Τούρκους που επιβουλεύονταν την τιμή της αδελφής της και να τρέψει τον άλλον σε φυγή, ενώ η ίδια αναγκάστηκε να κρυφτεί για μέρες σε σπηλιά στην κορυφή ενός βουνού, για να γλυτώσει. Για όλα αυτά η Λοϊζιάς την αποκαλεί ηρωίδα και νιώθει την ανάγκη να της απονείμει την προσήκουσα τιμή, διασώζοντας το όνομά της από το καταλυτικό πέρασμα του χρόνου και τη λήθη.
Η Μαρία Δράκου-Μαρκίδου, δισεγγονή της Δράκαινας, αναφέρει: Η Ελένη η Δράκαινα ή Χατζηλένα είναι ένα πρόσωπο σεβαστό, σχεδόν μυθικό μέσα στην οικογενειακή μας παράδοση. Ο πατέρας μου, Κυριάκος Δράκος, εγγονός της, διηγόταν συχνά ιστορίες γι’ αυτήν και όλοι ακούγαμε προσεκτικά, ιδιαίτερα ο αδελφός μου ο Μάρκος. Η Ελένη έχασε νωρίς τον άντρα της και έμεινε χήρα με τέσσερεις γιους και μια κόρη, τη Μεγαλύνη (το όνομά της, από τη φράση του Ευαγγελίου «Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον»), που πέθανε νέα και έτσι η Δράκαινα μεγάλωσε μόνη της και τα τρία ορφανά εγγόνια της. Ήταν άξια, δυναμική και ατρόμητη. Πήγαινε μόνη της νύχτα, που ερχόταν το νερό, στα χωράφια της στην περιοχή Τρουλλινός, για να ποτίσει, ενώ ήταν σε πολύ καλή φυσική και διανοητική κατάσταση μέχρι τα βαθιά γεράματα. Ένα βράδυ στον Τρουλλινό απέδειξε πάλι πως ήταν γενναιόψυχη, όταν συνάντησε τα διαβόητα Χασαμπουλιά, τουρκοκύπριους φυγόδικους και ληστές που δρούσαν από το 1887 – μέχρι το 1896 στις ορεινές περιοχές, απασχολώντας για αρκετά χρόνια τις αγγλικές Αρχές. Όταν η σωματώδης Δράκαινα τούς αντιλήφθηκε, φώναξε με πολύ δυνατή φωνή: «Αν είστε φίλοι, ελάτε, αν είστε οχτροί, χαθείτε». Δεν την πείραξαν και γύρισε στο χωριό της σώα και αβλαβής. Το σπίτι της υπάρχει μέχρι σήμερα στον δρόμο προς τη Μονή του Αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή, ενώ η μνήμη της ίδιας και των ανδραγαθημάτων της παραμένει άσβεστη ανάμεσα στους κατοίκους του Καλοπαναγιώτη και των γύρω χωριών.
Το σπίτι της στον Καλοπαναγιώτη
Όπως έχει αποκαλύψει, λοιπόν, η έρευνά μας, η Ελένη η Δράκαινα ή Χατζηλένα, μια ηρωίδα της περιόδου της τουρκοκρατίας, ήταν προγιαγιά του Μάρκου Δράκου, ηγετικού στελέχους της ΕΟΚΑ. Ο Μάρκος, μια από τις πιο ευγενικές και ηρωικές μορφές του αγώνα 1955-59, χαρισματικός ηγέτης, με τεράστιες αντοχές και απαράμιλλη ψυχραιμία, εξήλθε αλώβητος από πολλούς κλοιούς και επικίνδυνες αποστολές, φυλάκιση, βασανιστήρια, δραπέτευση, και άπειρες κακουχίες, έχοντας βαθιά πνευματική καλλιέργεια και πίστη στον Θεό.
Ο Δράκος, με καταγωγή από τον Καλοπαναγιώτη, από την πλευρά του πατέρα του, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα είχε το λημέρι του στην ερειπωμένη παλιά θρυλική πολιτεία του Τρουλλινού, όπου η προγιαγιά του, Ελένη, είχε τα χωράφια της. Το κρησφύγετό του στην τοποθεσία αυτή βρισκόταν στη ρίζα μια καρυδιάς, πολύ κοντά στα κατάλοιπα ερειπωμένης εκκλησίας του Αγίου Κυριακού, και σε μικρή απόσταση από το τοπωνύμιο Ματζελειό, όπου σύμφωνα με την παράδοση έγινε η μεγάλη σφαγή των ανδρών του Τρουλλινού και του Μάραθου, κατόπιν σθεναρής αντίστασής τους. Γνώριζε καλά τα πατρικά τούτα χώματα, γεμάτα θρύλους και παραδόσεις. Αναμφίβολα, στον Τρουλλινό, θα έφερνε στη σκέψη την προγιαγιά του, περιδιαβάζοντας στη γη που εκείνη πότισε με τον ιδρώτα και τον μόχθο της. Η ηρωική μορφή της λειτουργούσε μέσα του ως πηγή έμπνευσης και δύναμης, όπως και ο ανυποχώρητος αγώνας της για προσωπική και εθνική αξιοπρέπεια σε χρόνια εξίσου σκληρά και δίσεκτα, σε μια άλλη κρίσιμη καμπή της κυπριακής Ιστορίας…
Στο κρησφύγετο του Τρουλλινού κατέφυγε και ο Διγενής από τον Γενάρη μέχρι τον Μάιο του 1956. Ο Μάρκος Δράκος μαζί με τους αντάρτες του, τον επόμενο χρόνο, έφυγαν από εκεί, κυκλωμένοι από προδοσία. Ήταν το τελευταίο λημέρι του, ο χώρος όπου αναμετρήθηκε με το προγονικό χρέος και την Ιστορία, ετοιμάζοντας τον εαυτό του με προσευχή, πριν συναντήσει τον θάνατο στην τοποθεσία «αρκάτζιν του Δράκου» στα βουνά της Ευρύχου, στις 18 του Γενάρη 1957, περνώντας στην αθανασία.
.