«Μετέφερε από την Αθήνα κρεβάτι, οι μεταλλικοί στύλοι του οποίου ήταν γεμάτοι πυροκροτητές», πρόκειται για τη φοιτήτρια Αντιγόνη Θεμιστοκλέους – Νικήτα. Μία από τις χιλιάδες γυναίκες της Κύπρου που συμμετείχαν στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα 1955-1959. Όπως ανέφεραν στον «Φ», η δρ ιστορίας και πολιτικών επιστημών, εκπαιδευτικός – ερευνήτρια, Αναστασία Χάμαστου καθώς και η ερευνήτρια Ιωάννα Αλεξάνδρου, οι γυναίκες ακόμη και με το αίμα τους πλήρωσαν για τα ιδανικά τους. Υπέφεραν φρυκτά βασανιστήρια, θυσιάστηκαν, λειτούργησαν ως σύνδεσμοι των ομάδων, μετέφεραν οπλισμό, φυγάδευσαν καταζητούμενους, λειτούργησαν αντιπερισπαστικά, εξασφάλισαν διαβατήρια για αγωνιστές, δαχτυλογραφούσαν και μετέφεραν προκηρύξεις και φυλλάδια, έγραφαν συνθήματα στους τοίχους.
Συνοψίζοντας τη συμμετοχή των γυναικών στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα 1955-1959 σε αριθμούς, μιλάμε για χιλιάδες που υπέγραψαν υπέρ της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, ανέφερε η δρ. Χάμαστου. Επιπλέον, είπε, 5.000 συμμετείχαν και συνέδραμαν στον αγώνα, έχοντας αναπτύξει κάποιου είδους σχέση με τις οργανώσεις του. Εκατοντάδες ανώνυμες συστρατεύονται μέσα στην καθημερινότητά τους με τους αγωνιστές και τους επιμέρους στόχους του αγώνα, όπως παθητική αντίσταση. Δεκάδες συλλαμβάνονται, βασανίζονται και κρατούνται στα βρετανικά κρατητήρια. Επιπλέον, ορισμένες διατελούν ως τομεάρχες, πρωτοστάτησαν στη διαφώτιση και τη δημοσιογραφία, ενώ τρεις γυναίκες συγκαταλέγονται ανάμεσα στους 132 ήρωες του αγώνα.
Όμως, εξηγεί η κ. Χάματσου, η συμμετοχή της Κυπρίας στον απελευθερωτικό αγώνα, ξεκίνησε μια δεκαετία πριν από αυτόν, με τη μαζική ένταξή τους στις οργανώσεις νέων ΟΧΕΝ, ΘΟΙ και ΠΕΟΝ, οι οποίες αποτέλεσαν τη μεγαλύτερη δεξαμενή άντλησης μελών της ΕΟΚΑ, της ΠΕΚΑ και της ΑΝΕ.
«Κορυφαία, δε, πολιτική και εθνική πράξη για τις γυναίκες της Κύπρου πριν από τον Αγώνα ήταν η συμμετοχή τους στο ενωτικό δημοψήφισμα, τον Ιανουάριο του 1950». Από τις 224.747 ψηφοφόρων, οι 215.108 (95,7%) ψήφισαν υπέρ της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, με το 50% από αυτούς να είναι γυναίκες.
Η έναρξη του αγώνα βρίσκει τη νεολαία της Κύπρου πνευματικά και ψυχικά προετοιμασμένη. Εκτιμάται ότι στις διάφορες οργανώσεις του απελευθερωτικού αγώνα, εντάχθηκαν ή συμμετείχαν συστηματικά πέραν από 55.000 άνθρωποι τη στιγμή που, σύμφωνα με την απογραφή του 1960, ο πληθυσμός των Ελληνοκύπριων ανέρχονταν στις 440.000. Στους αγώνες, δηλαδή, συμμετείχε ο ένας στους οκτώ. Από τους 55.000 αγωνιστές, πέραν από 5.000 υπολογίζεται ότι ήταν γυναίκες.
Η δράση των νεανίδων και γενικά των γυναικών ήταν πολύπλευρη, αναφέρει η δρ. Χάματσου. «Έδωσαν τον αγώνα τους στην μάχη της σημαίας, λειτούργησαν ως σύνδεσμοι των ομάδων, μετέφεραν οπλισμό, φυγάδευσαν αγωνιστές, λειτούργησαν αντιπερισπαστικά στους ελέγχους των Άγγλων. Διεκπεραίωναν την παραγωγή και διακίνηση φυλλαδίων, μια δουλειά επίπονη, επικίνδυνη και χρονοβόρα, αν αναλογιστεί κανείς ότι κάποια φυλλάδια ήταν μερικές σελίδες και ο αριθμός των αντιτύπων έφθανε στις 6.000. Επιπλέον, μετείχαν στις πομπές που ακολουθούσαν τα μνημόσυνα και τις κηδείες των ηρώων και γονυπετείς τους αποχαιρετούσαν. Συμμετείχαν και περιφρούρησαν την παθητική αντίσταση».
Όπως εξηγεί η δρ. Χάματσου, υπήρξαν γυναίκες που τους ανατέθηκαν καθήκοντα τομεάρχη Λάρνακας (Τούλα Χαραλάμπους και Ελενίτσα Σεραφείμ), άλλες που διετέλεσαν αρχηγοί των συνδέσμων της οργάνωσης, αναλαμβάνοντας ιδιαίτερα εμπιστευτικές και δύσκολες αποστολές (Λούλλα Κοκκίνου και Δήμητρα Κουρσουμπά – Γρηγορά). Εξασφάλισαν θεώρηση διαβατηρίων για τους αγωνιστές που μετέβαιναν στην Αθήνα για τη μεταφορά όπλων ή για άλλους λόγους. Δεκάδες γυναίκες μέλη της οργάνωσης μετείχαν στις ομάδες εξασφάλισης και διακίνησης οπλισμού, όπως η φοιτήτρια Αντιγόνη Θεμιστοκλέους – Νικήτα, η οποία μετέφερε από την Αθήνα κρεβάτι, οι μεταλλικοί στύλοι του οποίου ήταν γεμάτοι πυροκροτητές. Άλλες, πάλι, ήταν στις ομάδες του εκτελεστικού.
«Η γενναιότητα των γυναικών αποδείχθηκε και κατά την περίοδο σύλληψης και κράτησής τους. Δεκάδες γυναίκες ήταν επί μήνες στα κρατητήρια και αλύγιστες στην κτηνωδία των αποικιοκρατών, υπέμειναν φρικτά βασανιστήρια. Ανάμεσα τους η Λέλα Αναστασιάδου, η οποία είχε βασανιστεί φρικτά επί 84 ημέρες, και πέθανε από εγκεφαλική αιμορραγία, ως αποτέλεσμα της κακοποίησης που υπέστη, λίγους μήνες πριν από την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας», σημειώνει η δρ. Χάματσου.
Δεν παρέλειψε, να μιλήσει και για την περίπτωση της πρωτομάρτυρα του αγώνα από το Αυγόρου, Λουκίας Παπαγεωργίου – Λαουτάρη που ήταν 36 ετών, έγκυος και παράλληλα μητέρα έξι ανήλικων παιδιών, η οποία χάθηκε από βρετανικά πυρά κατά τη διάρκεια συμπλοκής.
Η επανάσταση μέρος της καθημερινότητας
«Παγκύπρια όλα τα χωριά δημιούργησαν τις ομάδες τους και η επανάσταση έγινε μέρος της καθημερινότητας τους», σημειώνει στον «Φ» η ερευνήτρια Ιωάννα Αλεξάνδρου και προσθέτει: «Αγκαλιάσθηκε από τον κόσμο με ένα απερίγραπτο ενθουσιασμό, έτσι ο αριθμός των αγωνιστών από το 1956 και εξής ολοένα και αυξανόταν».
Στην οργάνωση εντάχθηκαν νέοι και νέες γαλουχημένοι με τα ελληνοχριστιανικά ιδανικά, εξηγεί. Οι γυναίκες της ΕΟΚΑ βρίσκονταν σε διάφορους τομείς απασχόλησης. Ήταν δασκάλες, καθηγήτριες, αγρότισσες, οικοκυρές, δημόσιοι υπάλληλοι. Επίσης, η κάθε μια είχε τον δικό της ρόλο ως μητέρα, κόρη, συνάδελφος, αδερφή, σύζυγος.
Μεταξύ άλλων, οι γυναίκες αγωνίστριες μετέφεραν αλληλογραφία και οπλισμό, συνόδευαν μετακινούμενους αγωνιστές, φιλοξενούσαν καταζητούμενους στα σπίτια τους, δαχτυλογραφούσαν και μετέφεραν προκηρύξεις ή/και φυλλάδια, έγραφαν συνθήματα στους τοίχους.
Η κ. Αλεξάνδρου έκανε ιδιαίτερη μνεία στην δράση των δύο κωμοπόλεων, του Ριζοκαρπάσου και Γιαλούσας. «Η κοινότητα Ριζοκαρπάσου αριθμούσε συνολικά 1.120 εγγεγραμμένα μέλη στον αγώνα εκ των οποίων τα 468 ήταν γυναίκες, ενώ η κοινότητα Γιαλούσας αριθμούσε 390 μέλη εκ των οποίων τα 141 ήταν γυναίκες. Οι υπό εξέταση περιοχές αλλά και όλα τα χωριά δημιουργούσαν συστήματα επικοινωνίας μέσω των συνδέσμων και μετέφεραν με ασφάλεια τα μηνύματα τους, κατασκεύαζαν κρησφύγετα για καταζητούμενα πρόσωπα και κρυψώνες όπλων, όριζαν σε θέσεις κλειδιά γυναίκες οι οποίες ήταν υπεράνω υποψίας και έτσι κατόρθωναν να ελέγχουν ή να ξεγελούν τους Βρετανούς».
Το κίνημα της αλατζιάς
Σε ένα άρθρο τον Οκτώβριο του 1958 της αγωνίστριας και δημοσιογράφου Μαρούλας Βιολάρη Ιακωβίδου, γίνεται λόγος στην εκστρατεία της «Παθητικής Αντίστασης» και στο «κίνημα της αλατζιάς». Όπως σημειώνει η δρ. Χάματσου, καλούσε τις νεαρές να αντισταθούν. «Η πατρίδα προσμένει κι σας! Ο ρυθμικός ήχος του αργαλειού σας ας γίνει πολεμικός παιάνας! Εμπρός υφάνετε της λευτεριάς την πορφύρα!». Αυτό συνέβη. «Η ταπεινή αλατζιά επανήλθε στις ενδυματολογικές προτιμήσεις των Ελλήνων του νησιού, ως συμβολική αντίσταση κατά της βρετανικής αποικιοκρατίας. Οργανώθηκαν πολλά φεστιβάλ αλατζιάς με μεγάλη επιτυχία». Ένα από αυτά, είπε, διοργανώθηκε στη Σολέα και το παρακολούθησαν 5.000 άτομα. Στο διαγωνισμό ύφανσης έλαβαν μέρος 137 αργαλειοί, δηλαδή τουλάχιστον 137 υφάντρες και παρήχθησαν συνολικά 20.953 πήχεις αλατζιά.