Όπως είναι γνωστό και όπως πολλές φορές έχω αναφέρει στο παρελθόν η έρευνα και κυρίως η αρχειακή μας επιφυλάσσει εκπλήξεις, σε  κάποιες  μάλιστα  περιπτώσεις  είναι σε τέτοιο βαθμό  ισχυρές που δεν παραμένουν απλώς  εκπλήξεις αλλά προκαλούν και μεγάλες  ανατροπές. Το γεγονός αυτό έχει ως επακόλουθο   ολόκληρο οικοδόμημα στοιχείων, ειδήσεων και πληροφοριών, τα οποία πέρασαν στην ιστορία, καταγράφηκαν και εμπεδώθηκαν ως ασφαλή, αδιαμφισβήτητα  και θέσφατα  μετά από αιώνες  καταρρίπτονται. 

Αναφέρω απλώς ενδεικτικά ότι η αρχειακή έρευνα αλλά και η αφοσίωση   σ’ αυτή μου αποκάλυψε την ταυτότητα της Ακυλίνας Σμερλίνου, της οποίας η επιτύμβια πλάκα  βρίσκεται στο Μεσαιωνικό Κάστρο της Λεμεσού, παρέμενε για αιώνες άγνωστη. Η  ίδια η αρχειακή έρευνα βοήθησε στην ακριβή ταύτιση των οικοσήμων στον πύργο Κιτίου   και ιδιαίτερα του οικοσήμου του Zuan Mattio Bembo,  που βρίσκεται και στη loggia της Αμμοχώστου, το οποίο  είχε εσφαλμένα ταυτιστεί  στο παρελθόν ως οικόσημο της οικογένειας Ragazzoni. 

Πριν  από δέκα χρόνια ή και περισσότερο η μελέτη των πηγών και η αρχειακή έρευνα με οδήγησαν στα Κούκλια στην αποκαλούμενη βασιλική αγρέπαυλη, όπως χαρακτηρίστηκε στο παρελθόν και  είχε χρονολογηθεί στον 13ο αιώνα. Ήταν ένα οικοδόμημα πάνω σε αρχαία ερείπια και συγκεκριμένα, όπως απεφάνθη η αρχαιολογική σκαπάνη,  στον ναό της θεάς του κάλλους, της Παφίας Αφροδίτης, το όνομα της οποίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένο  με τη μεγαλόνησο. Οι πηγές υποδείκνυαν καθαρά στοιχεία γι’ αυτό το μέγαρο ή αγρέπαυλη στα Κούκλια, ωστόσο όφειλα να μελετήσω και να ερευνήσω στο πέρασμα των αιώνων τι ειπώθηκε και τι είχε γραφτεί για το εν λόγω μεσαιωνικό μέγαρο, το οποίο φέρει  έντονα γοτθικά στοιχεία. Όφειλα να αποδυθώ σε ένα νέο αγώνα και μία εξ υπαρχής έρευνα ώστε αυτά που μου αποκάλυψε η έρευνα να τα κοινοποιήσω, γιατί η γνώση πρέπει να διαχέεται, και, πρωτίστως,  στοιχεία για ένα μνημείο, το οποίο θεωρείται τόσο  σημαντικό  και του οποίου η ιστορία, είτε από έλλειψη πηγών στο παρελθόν είτε γιατί ξένοι διαχειρίστηκαν την ιστορία μας, επειδή η περίκλειστη Κύπρος ήταν έως το 1960 υπό ξένη κατοχή, είτε γιατί δεν διενεργήθηκαν εκτεταμένες ανασκαφές  στην εν λόγω περιοχή, η ιστορία του παραχαράχτηκε  και συνεχίζει να αναπαράγεται ως τέτοια από τον 19ο αιώνα. 

        Ποίες όμως είναι οι πηγές οι οποίες προβλημάτισαν και έδωσαν ώθηση ώστε να καταλήξω σε όσα θα υποστηρίξω μετ’ επιτάσεως στην παρούσα ανακοίνωσή μου. Τρεις είναι οι πηγές, δύο από τις οποίες  προέρχονται από Κυπρίους  που υπήρξαν σημαντικές προσωπικότητες, μας κληροδότησαν έργο και τιμήθηκαν δεόντως από τη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου. Πρόκειται για τον ιστορικό Φλώριο Βουστρώνιο, από τη γνωστή και μεγάλη κυπριακή οικογένεια των Βουστρωνίων, που υπηρέτησε στη γραμματεία της βενετικής διοίκησης στην Κύπρο και επαινείται για το έργο του από τους βενετούς αξιωματούχους, μετέφρασε  όταν χρειάστηκε πληθώρα εγγράφων από τη γαλλική στην ιταλική, όπως επίσης τις  Ασσίζες (Νόμους) της Κύπρου  από την παλαιά γαλλική στην ιταλική, και βέβαια μας κληροδότησε την περίφημη ιστορία του. Σύμφωνα με τον Ιωάννη Σωζόμενο έπεσε κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Λευκωσίας από τους Οθωμανούς το 1570. 

Η άλλη πηγή είναι ο περίφημος Κύπριος μηχανικός και χαρτογράφος  Λεωνίδας Αττάρ της γνωστής επίσης  κυπριακής οικογένειας  Αττάρ  με απώτερη καταγωγή   από τη Συρία. Συνεργάστηκε με τον σπουδαίο στρατιωτικό μηχανικό Ιωάννη Ιερώνυμο Sanmicheli  στις επισκευές των οχυρώσεων της Αμμοχώστου και της Κερύνειας, ήταν βοηθός στο έργο του  Βενετού Φραγκίσκου Bembo  για την οριοθέτηση των χωριών της Κύπρου και στη συνέχεια διορίστηκε στην τεναγίτιδα πόλη ως ειδικός για την κατασκευή γεφυρών.

 Η τρίτη πηγή είναι το χειρόγραφο του Λεονάρδου Dona της οικογένειας dalle Rose,  που είχε συνοδεύσει τον πατέρα του στην Κύπρο όταν διορίστηκε τοποτηρητής και έζησε στη μεγαλόνησο για δύο χρόνια, από το 1556-1558. Περιηγήθηκε όλη την Κύπρο και κατέγραψε, διέσωσε πολύτιμα στοιχεία και αντέγραψε και μετέφερε μαζί του  από τη βενετική γραμματεία της Κύπρου κώδικες, χειρόγραφα, έγγραφα  και πληθώρα άλλων στοιχείων για την πιο ανατολική αποικία της πατρίδας του. Στη συνέχεια η πορεία του φωτισμένου αυτού Βενετού ήταν λαμπρή: βάιλος στην Κωνσταντινούπολη, πρέσβης στον Φίλιππο Β’ της Ισπανίας, εκπρόσωπος της Γαληνοτάτης στην Αγία Έδρα και, τέλος, εξελέγη στο ύπατο αξίωμα της Γαληνοτάτης, αυτό του δόγη. Κατά συνέπεια, σε τρεις πηγές θεμελιώνεται η ανακοίνωσή μου: στον χάρτη της  Κύπρου του 1542 του Λεωνίδα Αττάρ, στην Ιστορία του Φλωρίου  Βουστρωνίου που πρέπει να συντάχθηκε γύρω στα 1550 και στο  χειρόγραφο του Λεονάρδου Dona,Memorie  per le cose di Cipro  και τα συγκεκριμένα στοιχεία φέρουν χρονολογία 1556. Δύο Κύπριοι και ένας Βενετός αλλά και οι τρεις αυτόπτες μάρτυρες του κυπριακού χώρου. Οι δύο πηγές είναι γνωστές στους ειδήμονες, το χειρόγραφο,  ωστόσο, του Dona, το οποίο μελέτησα και μελετώ εδώ και δεκαετίες, είναι ελάχιστα γνωστό ή παντελώς άγνωστο. Οι πηγές αυτές θα σχολιαστούν στη συνέχεια, αφού πρώτα παρουσιάσω  ποια στοιχεία έχουμε για την εν λόγω αγρέπαυλη  από το 1541 έως και τον 20ο  αιώνα οπότε γίνονται και έργα από το Τμήμα Αρχαιοτήτων για αποκατάσταση του ερειπωμένου μεγάρου. 

Ο χώρος στον οποίο βρίσκεται το μεσαιωνικό μέγαρο  δεσπόζει σε  λόφο στο χωριό Κούκλια της Πάφου ή Κοβούκλια, όπως απαντά στις μεσαιωνικές πηγές, το οποίο αποτελεί διάδοχο οικισμό  της Παλαιπάφου και συνδέεται άμεσα με τη λατρεία της Κύπριδος Αφροδίτης. Στα Κούκλια, λόγω της εύφορης περιοχής γύρω  και ένεκα των πλούσιων υδάτων, αναπτύχθηκε  ήδη από τα πρώτα χρόνια της Φραγκοκρατίας η καλλιέργεια του ζαχαροκάλαμου. Η περιοχή αυτή ανήκε ως φέουδο στη βασιλική ιδιοκτησία εφόσον η ζάχαρη αποτελούσε μονοπώλιο των Lusignan. Τούτο μαρτυρείται και από τα υφιστάμενα εκεί κατάλοιπα ζαχαρόμυλων. 

Κατά τα χρόνια της βενετικής κυριαρχίας η περιοχή πέρασε ως φέουδο στην βενετική διοίκηση της Κύπρου και εκμισθωνόταν κατά καιρούς από Κύπριους φεουδάρχες. Στο παρελθόν, όπως μαρτυρείται στις γνωστές πηγές, είχε προβληματίσει τόσο ο χώρος ανοικοδόμησής όσο και η χρονολόγηση του μεγάρου,  γιατί εύλογα δεν υπήρχαν επαρκή σχετικά στοιχεία. Πριν ακριβώς  από τριάντα χρόνια ο Γερμανός αρχαιολόγος Franz Georg Maier διατύπωνε τις δυσκολίες που υπήρχαν ώστε να φωτιστεί η ιστορία του εν λόγω μεγάρου το οποίο, ας σημειωθεί, ελλείψει πηγών χαρακτηρίστηκε ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα ως βασιλική κατοικία (royal manor) και η οικοδόμησή του χρονολογήθηκε  τον 13ο αιώνα. Δικαιολογημένη τότε  η  εικασία ότι επρόκειτο για βασιλική αγρέπαυλη και η χρονολόγησή της κατά τον 13ο αιώνα αφού, όπως μας διαφωτίζουν οι πηγές, υπήρχε ανάπτυξη της καλλιέργειας ζαχαροκάλαμου στην περιοχή που αποτελούσε βασιλική ιδιοκτησία. H εφυαλωμένη μεσαιωνική κεραμική, έγραφε ο Maier, ήταν πολύ σπάνια μεταξύ των ευρημάτων και τα νομίσματα ή άλλα ευρήματα που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στη χρονολόγηση  ανύπαρκτα. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την απουσία γραπτών τεκμηρίων, τα οποία να αναφέρονται στο βασιλικό μέγαρο ή βασιλική αγρέπαυλη, καθιστούσαν αδύνατη μια ακριβή  χρονολόγηση του οικοδομήματος και τυχόν κάποιων φάσεών τoυ.  Επιπρόσθετα, δεν είχαν γίνει στον χώρο  εκτεταμένες ή επαρκείς αρχαιολογικές ανασκαφές.

Οι εγκαταστάσεις παραγωγής ζάχαρης στη γειτνιάζουσα θέση Σταυρός φαίνεται ότι ανάγονται στην πρώιμη Φραγκοκρατία και συγκεκριμένα στον 13ο αιώνα, αλλά στις αρχές της βενετικής κυριαρχίας, δηλαδή τέλη 15ου με αρχές 16ου αιώνα,  πρέπει μάλλον να σχετίζονται με τον κτήτορα του μεγάρου ή με τον φεουδάρχη της περιοχής. Η κατοικία αυτή προσείλκυε εύλογα τους περιηγητές αλλά και τον απλό κόσμο με  την επιβλητικότητά της και τα έντονα γοτθικά στοιχεία, που παραπέμπουν ακόμη και σήμερα στους Φράγκους βασιλείς. Η παλαιότερη έως σήμερα αναφορά στο μέγαρο από ξένο περιηγητή  ανάγεται στα 1541. 

Αναφέρω ότι το 1541 σε ένα προσκυνηματικό ταξίδι έφθασε στην Κύπρο  ο Jodokus von Meggen, πατρίκιος από τη Λουκέρνη, επισκέφθηκε τα Κούκλια και έχουμε  από τον ίδιο την πρώτη σχετική αναφορά  για το μέγαρο. Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνουν, πιστεύω, και τις πηγές τις οποίες προανέφερα για τη χρονολόγηση του μεγάρου και κυρίως της αίθουσας στην ανατολική πτέρυγα με τα γοτθικά στοιχεία. 

Η επόμενη περιγραφή τoυ μεγάρου στα Κούκλια έγινε το 1806 από τον Ισπανό Don Badia y Leiblich, που ταξίδευε με το ψευδώνυμο Ali Bey και ο οποίος το χαρακτήρισε ως αρχαίο ανάκτορο αλλά ερειπωμένο. Ο Camille Enlart, επίσης, τον 19ου αιώνα χρονολόγησε την αίθουσα της ανατολικής πτέρυγα στον 13ο αιώνα συγκρίνοντάς την με άλλα οικοδομήματα στη Γαλλία με ανάλογα γοτθικά αρχιτεκτονικά στοιχεία. Η νότια πτέρυγα, με βάση τα γραφόμενα του Λεοντίου Μαχαιρά για την επιδρομή των Μαμελούκων το 1426 στην Κύπρο, υποστηρίχθηκε ότι μετά ξανακτίστηκε. Οπωσδήποτε γύρω στα 1950 το Τμήμα Αρχαιοτήτων προέβη σε εργασίες αποκατάστασης και το μνημείο έχει αυτή την όψη έως  σήμερα.

Και τώρα στις τρεις πηγές  οι οποίες με οδήγησαν, επιτυχώς όπως ακράδαντα πιστεύω, στην ανατροπή μετά από αιώνες των δεδομένων για την αποκαλούμενη βασιλική αγρέπαυλη στα Κούκλια, η οποία χρονολογήθηκε στον 13ο αιώνα. Ο Αττάρ στο χάρτη του με τα σχηματοποιημένα οικοδομήματα, που είναι σχεδόν όλα πανομοιότυπα,  κοντά στο ναό της Αφροδίτης σημειώνει και το μέγαρο με ένα D. Badoer, προφανέστατα το D. ερμηνεύεται ως Domus, δηλαδή κατοικία Badoer. Ο σοφός Κύπριος ιστορικός Φλώριος Βουστρώνιος γίνεται πιο σαφής σημειώνοντας περίπου το 1550 τα εξής όταν αναφέρεται στην Πάφο και στον ναό της Αφροδίτης:  «… στο μέρος  που ήταν οικοδομημένος ο ναός της Αφροδίτης, ο  βενετός ευγενής  Giovanni Badoer οικοδόμησε ένα ωραιότατο μέγαρο στην εποχή μας» -δηλαδή κατά τη Βενετοκρατία τέλη 15ου αρχές 16ου  αιώνα-  «το οποίο υφίσταται μέχρι σήμερα, αλλά είναι εγκαταλελειμμένo».         

 Και η τρίτη  και πιο σημαντική πηγή είναι το χειρόγραφο του 20ετούς φωτισμένου Βενετού Λεονάρδου Dona,  που επιθυμούσε να συντάξει μια ιστορία της Κύπρου. Συγκενrρώνοντας υλικό και φθάνοντας από την Ακραία Καρπασία έως την απομακρυσμένη Αλεξανδρέττα, τη σημερινή Τηλλυρία, ο Dona γίνεται ακόμη σαφέστερος και ακριβής για το μέγαρο στα Κούκλια.

Αναφερόμενος στο έργο του για την Πάφο όταν έφθασε έως εκεί ως αυτόπτης μάρτυρας το 1556 μεταξύ άλλων αναφέρει τα εξής για τον ναό της Αφροδίτης: «Σχετικά με τον ναό της Αφροδίτης δεν φαίνονται αρκετά κατάλοιπα αλλά μόνο  μερικά θεμέλια με ογκώδεις  τοίχους και ακριβώς επάνω από αυτά οικοδομήθηκε μια κατοικία της οικογένειας Badoeri, η οποία ωστόσο είναι έρημη».

Ποία είναι όμως η  βενετική οικογένεια Badoer και ποίος συγκεκριμένα ο Ιωάννης Badoer, όπως προσδιορίζει ο ιστορικός μας Φλώριος Βουστρώνιος. Η βενετική αυτή οικογένεια αναφέρεται στις πηγές ήδη από τον 9ο αιώνα, γίνεται πιο γνωστή  από τον 13ο αιώνα και πρόκειται για ευγενή οίκο πατρικίων. Ένας κλάδος της κατοικούσε στην ενορία του Αγίου Θωμά στη Βενετία όπου εκεί μέχρι σήμερα υπάρχει ένας δρόμος που φέρει το όνομα Badoer. Ένα μέλος της οικογένειας Badoer ήταν η Donata Badoer (1280-1333/6), σύζυγος του μεγάλου εξερευνητή Μάρκο Πόλο.

Πολλά μέλη της οικογένειας Badoer υπηρέτησαν στην Κύπρο σε υψηλές διοικητικές θέσεις.  Αναφέρω ενδεικτικά τον Σεβαστιανό Badoer,  γιο του Ιάκωβου,  που είχε υπηρετήσει ως καπιτάνος των Αλυκών Λάρνακος το 1500, ως σύμβουλος το 1515  και το 1518 απαντά στις πηγές ως τοποτηρητής Κύπρου. Το 1539 διορίστηκε στην Κύπρο τοποτηρητής ο Ιωάννης Φραγκίσκος Badoer,  γιος του Ιάκωβου. Καπιτάνοι στις Αλυκές υπηρέτησαν επίσης το 1518 ο Alvise Badoer του Ιάκωβου και το 1543 ο Αυγουστίνος  Badoer του Ιωάννη. Ο Ιάκωβος Badoer του Σεβαστιανού υπηρέτησε επίσης το 1504 ως σύμβουλος της βενετικής διοίκησης στην Κύπρο. Πιο διάσημος ίσως είναι ο  Giovanni Badoer  (1465-1535) που ήταν ποιητής, πολιτικός και διπλωμάτης για τον οποίο δεν απαντά κάποια πηγή ώστε να συνδέεται με την Κύπρο. 

Εάν o Ιωάννης Badoer, κατά τα τέλη του 15ου  με αρχές του 16ου αιώνα οικοδόμησε στα Κούκλια το μέγαρό του, σημειώνω ότι κατά τα μέσα του 16ου αιώνα ένα άλλο μέλος  της ίδιας οικογένειας ο Φραγκίσκος  Badoer, πολιτικός και διοικητής του Pergamo,  οικοδόμησε ένα άλλο σημαντικό μέγαρο, τη γνωστή  villa  Badoera,  στη Fratta Polesina, στη Βόρεια Ιταλία  με τον σπουδαίο αρχιτέκτονα  Pietro della Gondola, γνωστό ως Αndrea Palladio.

Η  σχέση όμως του Ιωάννη Badoer  με την περιοχή της Πάφου, που οικοδόμησε επί των ερειπίων του ναού της Αφροδίτης στα Κούκλια τη δική του έπαυλη Badoera,  τεκμηριώνεται  από ένα άλλο σημαντικό στοιχείο, το ίδιο το οικόσημό του. Στην εκκλησία της  Παναγίας  της Χρυσελεούσας στην Έμπα, η οποία  ανάγεται  στον 12ο ή 13 αιώνα, υπάρχει το οικόσημο του Ιωάννη Badoer με  τα αρχικά του ονόματός  του Z. B.  δηλαδή Zuan Badoer, στην εικόνα των Δώδεκα  Αποστόλων. Συγκεκριμένα, το οικόσημό του βρίσκεται στο αριστερό τεμάχιο  της εικόνας των Δώδεκα Αποστόλων  και  εύλογα δίπλα στην εικόνα του Ιωάννη Θεολόγου, του οποίου ο Badoer φέρει το όνομα.  Ο κτήτορας του μεγάρου και δωρητής στον ναό της Έμπας πρέπει να ήταν μάλλον έμπορος  ή και φεουδάρχης της περιοχής,  αλλά και με καλλιτεχνικές ευαισθησίες για να θέλει να συνδέσει το άτομό του με την Κύπριδα.

Ωστόσο σήμερα, μετά από πέντε σχεδόν αιώνες, η αρχειακή και εν γένει η έρευνα μας  προσέφερε, φρονώ, μια διεξοδική απάντηση τόσο για τη χρονολόγηση της αποκαλούμενης βασιλικής αγρέπαυλης  όσο και για τον κτήτορα, την οικογένεια και το έμβλημά του. Οι πηγές και το χειρόγραφο του Λεονάρδου Donà σχετικά με την  αποκαλούμενη βασιλική αγρέπαυλη στα Κούκλια, η οποία χρονολογήθηκε στον 13ο αιώνα, προκάλεσαν μία όντως ισχυρή  ανατροπή των μέχρι πρότινος  δεδομένων. 

Συμπερασματικά, σημειώνω ότι το μέγαρο αυτό στα Κούκλια αδιαμφισβήτητα και τελεσίδικα δεν είναι άλλο παρά  το μέγαρο του ευγενούς Βενετού Ιωάννη Badoer, το οποίο  οικοδομήθηκε στις αρχές της  βενετικής κυριαρχίας στην Κύπρο.   

>>> ΑΦΙΕΡΩΣΗ –

Του Ανδρέα Πίττα hominis universalis.

*Ιστορικός-ερευνήτρια.