Απέναντι στην έντονη δημόσια κριτική για την επιχειρησιακή διαχείριση της μεγάλης πυρκαγιάς στη Λεμεσό, πυροσβέστρια της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Κύπρου δίνει απαντήσεις στα όσα γράφτηκαν και λέχθηκαν την τελευταία εβδομάδα, σε ανάρτηση της στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης.

 Η Αυγή Τρυφωνίδου, περιγράφει τις δραματικές στιγμές που έζησε η ίδια αλλά και συνάδελφοι της στο πεδίο της φωτιάς και απαιτεί σεβασμό, όχι χειροκροτήματα.

Αυτούσια η ανάρτηση της πυροσβέστριας Αυγής Τρυφωνίδου:

«Δεν είχαν νερό τα πυροσβεστικά».
Σε μια πυρκαγιά τέτοιας έκτασης και έντασης, φυσικά και θα υπάρξουν στιγμές που τα οχήματα χρειάζονται ανεφοδιασμό. Δεν κυκλοφορούμε με… διάτρηση. Ο ανεφοδιασμός παίρνει χρόνο — κι αυτό δημιουργεί ένα προσωρινό κενό. Δεν είναι video game. Είναι πραγματικότητα. Και μέσα σ’ αυτή, προσπαθούμε το καλύτερο.

«Πήραν οδηγίες να αφήσουν να καούν τα σπίτια του κόσμου».
Όχι, κύριοι. Οι οδηγίες ήταν σαφείς: προτεραιότητα στη διάσωση ανθρώπινων ζωών. Όταν καλείσαι να διαλέξεις ανάμεσα σε ένα σπίτι και μια ζωή, δεν υπάρχει δίλημμα.
Κι αν νομίζετε πως η δουλειά μας είναι ψυχρή, ελάτε μια μέρα στο πεδίο — να δείτε στα μάτια εκείνον που πρέπει να πάρει τέτοιες αποφάσεις. Μόνο να ξέρατε πόσα μηνύματα ακούστηκαν στους ασύρματους: «έχουμε εγκλωβισμένους – προτεραιότητα στην εκκένωση».

«Πληρώθηκαν για να σώσουν συγκεκριμένες οικίες».
Αυτή η κατηγορία δεν αξίζει απάντηση. Μόνο ντροπή. Δεν θα ανεχτούμε να ρίχνεται λάσπη σε ανθρώπους που μπήκαν στη φωτιά χωρίς να υπολογίσουν τίποτα. Δεν δουλεύουμε με μίζες. Δουλεύουμε με την ψυχή μας. Και όποιος έχει γνωρίσει πυροσβέστη από κοντά, το ξέρει.

«Δεν ήξεραν πού βρίσκονταν / Δεν υπήρχε οργάνωση επικοινωνία».
Ήρθαν συνάδελφοι από κάθε άκρη της Κύπρου. Από Λάρνακα, Πάφο, Αμμόχωστο. Σε άγνωστα χωριά, σε απάτητα μονοπάτια. Και μπήκαν στον αγώνα σαν να ήταν δίπλα στο σπίτι τους. Αντί να τους κρίνουμε, ας τους ευχαριστούμε. Οι ασύρματοι δεν δούλευαν παντού. Ούτε το σήμα υπήρχε παντού. Και δυστυχώς, δεν είμαστε σε εκπαιδευτική άσκηση. Ήμασταν μέσα σε μια κόλαση.

«Η Πυροσβεστική είναι υποχρεωμένη, γιατί πληρώνεται».
Ναι, είμαστε δημόσιοι υπάλληλοι. Όχι όμως μηχανές. Έχουμε σώμα, έχουμε όρια. Κουβαλάμε βάρος, θερμοκρασία, εξάντληση, κίνδυνο. Κι όμως — δώσαμε. Περισσότερο απ’ όσο αντέχαμε. Μην απαιτείτε να κάνουν 10 τη δουλειά 100. 12 ώρες στο μέτωπο, άλλες 12 στον σταθμό — άυπνοι, ιδρωμένοι, αφοσιωμένοι. Αυτό δεν είναι απλά υποχρέωση. Είναι τιμή. Και είμαι περήφανη για κάθε έναν συνάδελφο που την τίμησε!

Μπορεί να μην είχαμε όσα χρειαζόμασταν. Μπορεί να μην ήμασταν αρκετοί. Αλλά όσοι ήμασταν εκεί, σταθήκαμε. Όρθιοι. Μαζί. Δεν ψάχναμε για χειροκρότημα. Ψάχναμε για τρόπο να τελειώσει όλο αυτό.

Κι εσείς που κρίνετε εκ του ασφαλούς: Άποψη δικαιούσαι να έχεις, όχι από την καρέκλα. Από το πεδίο.

Η φωτιά δεν ξεκινά από μόνη της. Η πρόληψη δεν είναι δουλειά μόνο της Πυροσβεστικής.

Είναι ευθύνη όλων: των κοινοτήτων, των πολιτών, των αρχών, των ίδιων των κατοίκων. Αν ο καθένας έκανε το κομμάτι που του αναλογεί, ίσως να μην χρειαζόταν να θρηνούμε κάθε καλοκαίρι.

Το «μπράβο στους πυροσβέστες» που κάποιοι το λένε και μετά το χαλάνε με ένα «αλλά»… ας το κρατήσουν.

Δεν δουλέψαμε για τα εύσημα. Αλλά ούτε και για να απολογούμαστε.

Το “μπράβο” δεν το ζητάμε. Τον σεβασμό όμως — τον απαιτούμε».