Στην ουσία εισέρχεται μεθαύριο Δευτέρα η υπόθεση της ένστασης της Δικαστού Ντόριας Βαρωσιώτου που καταχώρησε κατά του τερματισμού του διορισμού της από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο (ΑΔΣ), σε μια πρωτοφανή υπόθεση για τα δικαστικά δεδομένα.

Αναμφίβολα, οι δυο πλευρές έχουν επιστρατεύσει όλα τα νομικά όπλα που έχουν στη διάθεσή τους, εξ ου και οι γραπτές αγορεύσεις τους ξεπερνούν τις 100 σελίδες έκαστη. Οι αγορεύσεις τόσο του δικηγόρου της δικαστού, Αχιλλέα Δημητριάδη, όσο και του δικηγόρου Πόλυ Πολυβίου που εκπροσωπεί το Ανώτατο Δικαστήριο, είναι εκ διαμέτρου αντίθετες, γι’ αυτό και το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο που συνέρχεται ως Συμβούλιο, ενώπιον του οποίου κατατέθηκε η ένσταση, έχει σημαντικό και δύσκολο έργο.

Πρόσφατα, ο κ. Πολυβίου κατέθεσε τη δική του αγόρευση επί της υπόθεσης με την οποία επιχειρείται η ανατροπή όλων των λόγων ένστασης της κ. Βαρωσιώτου στην απόλυσή της. Όπως ισχυρίζεται, προκύπτει από το σύνολο της γραπτής αγόρευσης της ενιστάμενης, καθώς και από τους βασικούς ισχυρισμούς της, ότι αυτοί διαπνέονται και/ή βασίζονται στη λανθασμένη εντύπωση και λανθασμένη αντίληψη αναφορικά με το περιεχόμενο και τη φύση της προσβαλλόμενης απόφασης του ΑΔΣ

Συγκεκριμένα, τονίζει ότι η κ. Βαρωσιώτου θεωρεί ότι τερματίστηκαν οι υπηρεσίες της ως Επαρχιακός Δικαστής, σε αντίθεση με το λεκτικό της Απόφασης του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου ημερ. 27/06/2025, από το οποίο προκύπτει ξεκάθαρα ότι αντικείμενο αυτής είναι η μη επικύρωση του διορισμού της στη μόνιμη θέση του Επαρχιακού Δικαστή. Περαιτέρω, ο δικηγόρος του Ανωτάτου, αποδίδει στη δικαστή εμμονή όσον αφορά στο να αποδίδει διαφορετικό περιεχόμενο στην απόφαση του, ήτοι ότι με αυτή αποφασίστηκε ο τερματισμός της υπηρεσίας της και καλεί το Συνταγματικό Δικαστικό Συμβούλιο να απορρίψει τη θέση αυτή.

Ο κ. Πολυβίου καλεί το Συνταγματικό Δικαστήριο να απορρίψει την ένσταση για μια σειρά από λόγους που αναλύει λεπτομερώς, αρχής γενομένης με τον τρόπο διορισμού των Δικαστών. Η ειδοποιός διαφορά των δυο πλευρών έγκειται στο σημείο αυτό, ότι η μεν Δικαστής Βαρωσιώτου υποστηρίζει ότι με την αποδοχή του διορισμού της και τον όρκο της, έχει διοριστεί ως κανονική δικαστής, ενώ το Ανώτατο Δικαστήριο θεωρεί ότι στη βάση της πρακτικής, όλοι οι νεοδιορισθέντες Δικαστές είναι επί δοκιμασία δύο ετών.

«Ευσεβάστως υποβάλλω», αναφέρει ο δικηγόρος του Ανωτάτου, «ότι η απόφαση και/ή πράξη διορισμού της Ενιστάμενης αποτελεί την πράξη στην οποία περιλαμβάνεται ρητά ο όρος και/ή η πρόνοια για τον διορισμό της με δοκιμασία διάρκειας 2 ετών. Με άλλα λόγια, ο όρος για τον υπό δοκιμασία διορισμό περιλήφθηκε ρητά στον αρχικό διορισμό της Ενιστάμενης –και ουδέποτε αμφισβητήθηκε κατά το στάδιο αποδοχής του από την Ενιστάμενη– με αποτέλεσμα να μην μπορεί σ’ αυτό το στάδιο να αποτελέσει αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας». 

Στη συνέχεια της αγόρευσης, γίνεται αναφορά στην πρακτική που ακολούθησε η κ. Βαρωσιώτου όσον αφορά δυο θανατικές ανακρίσεις, σημειώνοντας ότι η επιλογή της να προβεί σε διαδικασίες που δεν προβλέπονται από τον Νόμο δεν μπορεί να αποδοθεί σε άγνοια. Ακόμα αποδίδεται στη Δικαστή ότι υπέπεσε σε σοβαρά σφάλματα «που αποκαλύπτουν από μόνα τους, πέραν από ανεπάρκεια στο χειρισμό της ενώπιον της διαδικασίας, ελλιπή από μέρους της νομική κατάρτιση και αντίληψη». Επί τούτου, γίνεται αναφορά στην απόφασή της να μην επιτρέψει στον ιατροδικαστή Σταυριανό να καταθέσει στη θανατική ανάκριση για τον Θανάση Νικολάου.

Τέλος, απορρίπτεται η θέση της ότι δεν ακολούθησε μια καθ’ όλα ορθή και δίκαιη διαδικασία έναντι της Ενιστάμενης και πως ουδεμία παραβίαση των ατομικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων της έχει συντελεστεί με την απόφαση του Ανωτάτου.

«Δικαστές δύο ταχυτήτων»

Στη γραπτή απάντησή του, ο δικηγόρος της κ. Βαρωσιώτου, επαναλαμβάνει ότι έχει τρωθεί από τη λήψη της απόφασης, το τεκμήριο της αμεροληψίας, διότι δυο Δικαστές του Ανωτάτου ενεργούσαν σαν κατήγοροι, μάρτυρες και κριτές στην όλη διαδικασία, ενώ απορρίπτει ότι υπήρχε στους όρους υπηρεσίας «δοκιμασία διάρκειας δύο ετών», αφού κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται από το Σύνταγμα, τον Νόμο, τους Κανονισμούς ή την προκήρυξη διαδικασίας πλήρωσης 25 θέσεων Επαρχιακού Δικαστή.

Ο δικηγόρος Αχιλλέας Δημητριάδης τονίζει ότι η ενιστάμενη, που προσλήφθηκε σε μόνιμη θέση στη Δικαστική Υπηρεσία ως Επαρχιακή Δικαστής με πλήρη καθήκοντα, υπό καθεστώς έκδηλης πλάνης και/ή στη βάση αντισυνταγματικής και παράνομης αντίληψης και/ή πρακτικής, αντιμετωπίστηκε άνισα και δυσμενώς, δημιουργώντας, μάλιστα, την εντύπωση ότι υπάρχουν Δικαστές δυο ταχυτήτων στην Κύπρο. «Αυτοί, με τη συνταγματική προστασία και τα εχέγγυα ανεξαρτησίας και αυτοί, που μπορούν να τερματισθούν με συνοπτικές διαδικασίες για λόγους που δεν είναι σαφώς προκαθορισμένοι και που, μάλιστα, αντίκεινται στο πυρήνα των βασικών αρχών της ανεξαρτησίας του Δικαστή». Αναφέρει τέλος, ότι οποιαδήποτε αμφιβολία περί τούτου θα πρέπει να οδηγήσει σε παραπομπή Προδικαστικού Ερωτήματος στο Διεθνές Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.