Σπάει τη σιωπή της η κόρη του ζεύγους Δημήτρη Φιλιππίδη και Μάρως Φιλιππίδη για τον τραγικό θάνατο των γονιών της, που κάηκαν στη φονική πυρκαγιά της ορεινής Λεμεσού το βράδυ της 23ης Ιουλίου 2025, προσπαθώντας να ξεφύγουν από την πύρινη λαίλαπα. Η Μαρία Ερωτοκρίτου μιλά για πρώτη φορά στον «Φ» με οργή και πόνο για όλα όσα έχουν ειπωθεί και δημοσιοποιηθεί σχετικά με τις συνθήκες θανάτου των γονιών της, αλλά και για τις έμμεσες ευθύνες που -όπως λέει- τους επέρριψε ο Αρχηγός Αστυνομίας μιλώντας στη Βουλή.

Η ίδια, μετά την τραγωδία, ήρθε στην Κύπρο μαζί με τα παιδιά και την οικογένειά της για να αντιμετωπίσουν αυτό το τραγικό γεγονός και να θάψουν τους γονείς της. Παράλληλα με την προσπάθεια να θρηνήσει και να διαχειριστεί το τραύμα της απώλειας, αναζητεί την αλήθεια πίσω από τον άδικο χαμό των γονιών της. Ψάχνει να βρει απαντήσεις για το τι ακριβώς συνέβη εκείνη τη τραγική νύχτα. 

«Δεν θα αφήσω την υπόθεση. Από τις πληροφορίες που συγκέντρωσα, κάποιοι άκουσαν τις καμπάνες, άλλοι όχι. Κάποιοι έφυγαν με τη βοήθεια των οικογενειών τους, ενώ άλλοι παρέμειναν ή έφυγαν αργά. Επικρατούσε πλήρες χάος. Δεν υπήρχαν καθαρές οδηγίες για την εκκένωση». 

Η Μαρία ψάχνει την αλήθεια. Πιστεύει ακράδαντα ότι, εάν οι γονείς της είχαν ενημερωθεί σωστά, δεν θα είχαν πάρει την πρωτοβουλία να ακολουθήσουν έναν επικίνδυνο δρόμο για να διαφύγουν.  «Η εκκένωση δεν ήταν ελεγχόμενη. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι, σύμφωνα με πληροφορίες της Αστυνομίας, έχουμε στοιχεία ότι έφυγαν από το χωριό πριν τις 8 το βράδυ. Επίσης, κάμερα ασφαλείας κατέγραψε το αυτοκίνητό τους στις 8.06. Από εκεί μέχρι το σημείο όπου βρέθηκαν νεκροί είναι πέντε λεπτά απόσταση. Εάν οι επίσημες εντολές εκκένωσης δόθηκαν στις 8 μ.μ., πώς ήταν δυνατόν να ενημερωθούν οι γονείς μου;», διερωτάται.  

Η κόρη των θυμάτων αμφισβητεί δημόσια όσα έχουν δημοσιοποιηθεί. «Οι ώρες δεν δένουν με τα όσα έχουμε διαβάσει στα δημοσιεύματα και στα πορίσματα. Οι κινήσεις των γονιών μου δεν ταιριάζουν. Διάβασα όλες τις ανακοινώσεις και έχω μελετήσει προσεκτικά όλες τις επίσημες αναφορές από κάθε κυβερνητική Αρχή. Δεν υπήρχε επίσημη διαδρομή διαφυγής για τη Σιλίκου. Ο δρόμος που πήραν ήταν ο δρόμος που έπαιρναν πάντα».

Η Μαρία δηλώνει ότι, σύμφωνα με τις καταθέσεις που δόθηκαν στην Αστυνομία, το ζευγάρι, πριν φύγει από το χωριό, είχε τηλεφωνική επικοινωνία με γειτόνισσά τους στη Λεμεσό και με τις δύο αδελφές της μεταξύ 19.52 και 20.05 το βράδυ της 23ης Ιουλίου. Σε όλες τις κλήσεις ανέφεραν απλώς: «Φύγαμε». Δεν υπήρξε καμία αναφορά ότι τους δόθηκε διαφορετική διαδρομή, όπως είχε ισχυριστεί κάποιος. Γνωρίζοντας τη μητέρα της, η Μαρία υποστηρίζει ότι θα είχε αναφέρει τέτοια πληροφορία αν υπήρχε.

Αναφέρεται επίσης στον κοινοτάρχη, λέγοντας ότι παραβρέθηκε στην κηδεία των γονιών της αλλά δεν πλησίασε ούτε για συλλυπητήρια και, «παρόλο που προσπαθήσαμε να επικοινωνήσουμε μαζί του τις πρώτες μέρες, έχει αποφύγει οποιαδήποτε επαφή ή συζήτηση μαζί μας».

Η ίδια υποστηρίζει με έμφαση ότι οι γονείς της ήταν μεγάλοι σε ηλικία, αλλά ο πατέρας της ήταν ένας έξυπνος άνθρωπος με οξύ μυαλό και δεν θα έθετε ποτέ τη ζωή τους σε κίνδυνο.

«Ο πατέρας μου δεν θα είχε πάρει άλλο δρόμο, αν του είχαν πει να ακολουθήσει διαφορετικό. Δεν ήταν ανεύθυνοι. Δεν φταίνε αυτοί που πέθαναν αλλά οι παραλείψεις και οι αδυναμίες του συστήματος. Πονάει όλη μας η οικογένεια. Δεν μπορούμε να το δεχτούμε. Ο δρόμος δεν είχε κλείσει εγκαίρως, αυτό συνέβη. Οι Αρχές βασίζονται σε μία μαρτυρία, αντί να λάβουν υπόψη όλα τα γεγονότα, τα στοιχεία και την ισορροπία πιθανοτήτων. Οι γονείς μου δεν είναι εδώ για να υπερασπιστούν τον εαυτό τους», προσθέτει.

Η Μαρία εξηγεί ότι στην αρχή είχε δώσει στην Αστυνομία όλες τις πληροφορίες που είχε συγκεντρώσει. Γνωρίζει ότι η έρευνα συνεχίζεται, αλλά δεν έχει ενημερωθεί για την υπόθεση και βασίζεται σε ρεπορτάζ και ενημερώσεις από τη Βουλή σχετικά με τα αποτελέσματα, τα οποία προκαλούν μεγάλη δυσφορία στην οικογένειά της.

«Ο Πρόεδρος μίλησε για λάθη, ελλείψεις και παραλείψεις. Αυτές οι παραλείψεις στοίχισαν τη ζωή των γονιών μου. Δεν ήταν μικρά λάθη. Ήταν μεγάλα. Μπορεί να ήταν μόνο δύο ζωές, αλλά για εμάς, ήταν οι άνθρωποί μας».

«Θα έρχονταν μόνιμα στην Κύπρο»

Φανερά συγκινημένη, περιγράφει το πένθος και την απώλεια. «Ερχόμαστε στην Κύπρο τακτικά. Είχαμε πει ότι του χρόνου θα μετακομίζαμε μόνιμα στην Κύπρο και είχαμε ξεκινήσει τη διαδικασία. Οι γονείς μου ήθελαν πραγματικά να είμαστε εδώ. Δεν σταματούσαν να λένε, «έχουμε 5–10 χρόνια να ζήσουμε, ελάτε να τα περάσετε μαζί μας». Και τώρα… Τώρα πηγαίνω στο σπίτι τους και νιώθω ένα βάρος. Πηγαίνω στο κοιμητήριο, αλλά για μένα είναι άδειο. Οι γονείς μου είναι εκεί που κάηκαν…»

Οι ίδιοι δηλώνουν τραυματισμένοι και πλέον μετέωροι. «Ήταν λάθος του Αρχηγού Αστυνομίας να πει δημόσια στη Βουλή ότι έφταιγαν οι γονείς μου χωρίς να παρουσιαστεί όλο το πλαίσιο της έρευνας και οι συνθήκες. Ο κόσμος το πιστεύει πια. Ακούω να λένε “οι ηλικιωμένοι φταίνε”», προσθέτει. «Η τραγωδία των γονιών μου πρέπει να αντιμετωπιστεί με πλήρη διαφάνεια. Καλώ την Αστυνομία να συνεχίσει με αμερόληπτο τρόπο την ενδελεχή εξέταση της υπόθεσης», σημειώνει καταληκτικά.