Άλλες δύο προϋποθέσεις αφαίρεσης κυνηγετικού όπλου προστίθενται στις υφιστάμενες, ώστε οι παραβάτες να έχουν επιπτώσεις. Σύμφωνα με τον υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως Μάριο Χαρτσιώτη, το Υπουργικό Συμβούλιο της περασμένης Τετάρτης ενέκρινε νομοσχέδιο που διευρύνει τους λόγους αφαίρεσης του δικαιώματος απόκτηση άδειας κατοχής κυνηγετικού όπλου.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το νομοσχέδιο θα χάνει κάποιος την άδεια που κατέχει ή το δικαίωμα να αποκτήσει άδεια οπλοκατοχής, στην περίπτωση που καταδικαστεί για το αδίκημα της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας. Επίσης θα χάνει το ίδιο δικαίωμα και όποιος παραβεί τους όρους της άδειας καλλιέργειας ιατρικής και βιομηχανικής κάνναβης. Σε περίπτωση καταδίκης για τα δύο αυτά αδικήματα, τότε η απώλεια κατοχής όπλου θα είναι για 10 χρόνια.

Όπως εξήγησε στον «Φ» ο κ. Χαρτσιώτης, δεν νοείται κάποιος να καταδικαστεί για βία σε βάρος της συζύγου ή της συμβίας του και την ίδια στιγμή να συνεχίσει να κατέχει άδεια χρήσης κυνηγετικού όπλου ή να έχει το δικαίωμα να αποκτήσει τέτοια άδεια. Τώρα το νομοσχέδιο στάλθηκε στη Βουλή για συζήτηση και ψήφιση.

Σημειώνεται ότι τα αδικήματα με τα οποία καταπιάνονται οι πιο πάνω νομοθεσίες σχετίζονται ή και είναι απόρροια με τα αντίστοιχα που προβλέπονται στον νόμο περί βίας στην οικογένεια (πρόληψη και προστασία θυμάτων), καθώς και στον περί ναρκωτικών φαρμάκων και ψυχοτρόπων ουσιών νόμο, η καταδίκη για τα οποία ήδη συνιστά κώλυμα στην έκδοση άδειας απόκτησης και κατοχής πυροβόλου όπλου κατηγορίας Γ8.

Υπενθυμίζεται ότι στο παρελθόν είχαν συμβεί τραγωδίες μέσα σε οικογένειες, όπου σύζυγος ή σύντροφος σκότωσε τη γυναίκα του ή ακόμη και άλλο μέλος της οικογένειας, μετά από καβγά. Παρόλο που ο Αρχηγός Αστυνομίας έχει το δικαίωμα επανεξέτασης του καθεστώτος οπλοκατοχής για άτομο που εμπλέκεται σε υποθέσεις βίας, εντούτοις με τη νομοθεσία αυτή, το δικαίωμα κατοχής θα χάνεται αυτόματα.

Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία, η Κύπρος κατατάσσεται στην 5η θέση παγκοσμίως κατ’ αναλογία πληθυσμού, όσον αφορά την κατοχή όπλων, λόγω των πολλών αδειών για κατοχή κυνηγετικών. Εκτιμάται ότι υπάρχουν πέραν των 100.000 κυνηγετικών όπλων στα χέρια κυνηγών, ενώ σε μια προσπάθεια να μπει τάξη, το 2021 η Βουλή είχε ψηφίσει νομοθεσία απαγόρευσης της οπλοκατοχής σε άτομα που είχαν απαλλαγεί των στρατιωτικών τους υποχρεώσεων λόγω ψυχικών ασθενειών.

Για να κατέχει κάποιος σήμερα άδεια για κυνηγετικό όπλο θα πρέπει να είναι άνω των 18 ετών, να μην κρίνεται επικίνδυνος για τον εαυτό του ή για άλλα πρόσωπα, τη δημόσια τάξη ή ασφάλεια σύμφωνα με απόφαση του δικαστηρίου ή μετά από γνωμάτευση κυβερνητικού ιατρικού συμβουλίου. Επίσης να μην έχει καταδικαστεί στην Κύπρο ή στο εξωτερικό με κάποια αδικήματα όπως βιασμό, ανθρωποκτονία, εμπρησμό, ληστεία και να μην έχει κριθεί φρενοπαθής. Να μην έχει νόμιμα απαλλαγεί από την εκπλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων ή να μην έχει λάβει αναστολή λόγω ψυχικής υγείας, ή ακόμα να μην του έχει απαγορευτεί το δικαίωμα να κατέχει όπλο.

Παράλληλα, ο Αρχηγός της Αστυνομίας έχει την δυνατότητα να ζητήσει την προσκόμιση ιατρικού πιστοποιητικού ικανότητας από εγγεγραμμένο γιατρό ή από ιατρικό συμβούλιο όταν πρόκειται για άτομα που κατά την γνώμη του δεν πληρούν τα κριτήρια για να αποκτήσουν άδεια ή συνέχιση κατοχής όπλου.

Στο μεταξύ, πρόσφατα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κίνησε διαδικασίες επί παραβάσει, αποστέλλοντας προειδοποιητικές επιστολές στην Κύπρο, τη Βουλγαρία, τη Δανία και τη Γαλλία, καλώντας τα τέσσερα κράτη μέλη να εφαρμόσουν ορθά την ευρωπαϊκή νομοθεσία για τα πυροβόλα όπλα.

Η κίνηση αφορά τη μη ορθή μεταφορά στο εθνικό δίκαιο της Οδηγίας (ΕΕ) 2021/555, η οποία καθορίζει κοινά ελάχιστα πρότυπα για την απόκτηση, κατοχή και εμπορική ανταλλαγή μη στρατιωτικών πυροβόλων όπλων — όπως εκείνων που χρησιμοποιούνται στην αθλητική σκοποβολή και το κυνήγι. Σύμφωνα με την Κομισιόν, η οδηγία στοχεύει στη διατήρηση υψηλών προτύπων ασφάλειας, καθώς και στην πρόληψη εγκληματικών ενεργειών και της παράνομης διακίνησης όπλων.

Η Επιτροπή δίνει στις τέσσερις χώρες προθεσμία δύο μηνών για να απαντήσουν και να διορθώσουν τις ελλείψεις που επισημάνθηκαν. Αν δεν υπάρξει ικανοποιητική ανταπόκριση, η Κομισιόν δύναται να προχωρήσει στην έκδοση αιτιολογημένης γνώμης, το επόμενο στάδιο της διαδικασίας επί παραβάσει.