Η έναρξη της περιόδου του ενδημικού κυνηγιού ανέδειξε τη σοβαρή περιβαλλοντική κρίση που πλήττει τους βιότοπους και τα θηράματα του νησιού. Μαρτυρίες εκατοντάδων κυνηγών αποκαλύπτουν ότι έχουν απομείνει ελάχιστοι πληθυσμοί ενδημικού θηράματος ενώ παρατηρούνται επίσης εκτεταμένες καταστροφές στο φυσικό περιβάλλον.

Επ’ αυτού, μίλησε στο philenews ο Άριστος Αριστείδου, αρχισυντάκτης του περιοδικού «Hunt and Shoot» και πρώην αντιπρόεδρος του Κινήματος Ενωμένων Κυπρίων Κυνηγών, μεταφέροντας μας την εικόνα που επικρατεί στην κυπριακή ύπαιθρο και τους βιότοπους. «Φανερώθηκε η γύμνια μας. Η εικόνα της πρώτης μέρας κυνηγιού στην Κύπρο είναι τραγική» ανέφερε, προσθέτοντας ότι δεν υπάρχουν θηράματα και ότι η καταστροφή των βιοτόπων είναι ευθύνη όλων μας.

Όπως μας εξήγησε, έχουν μειωθεί σε κρίσιμο βαθμό οι πληθυσμοί σχεδόν όλων των ενδημικών θηραμάτων. Όσον αφορά τις φάσσες, παρατηρείται αύξηση, διότι πρόκειται για επιφυλακτικά πουλιά τα οποία πετούν σε μεγάλο υψόμετρο, ενώ βρίσκουν παράλληλα καταφύγια σε απαγορευμένες για κυνήγι περιοχές.

Όσον αφορά την πέρδικα και τον λαγό, η επιβίωση τους, είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την ανομβρία. Τα τελευταία 3-4 χρόνια λόγω της ανομβρίας και εξαιτίας της έλλειψης μέτρων για την στήριξη αυτών των ειδών, παρατηρείται μια τεράστια μείωση στους πληθυσμούς τους. Επιπλέον, ο λαγός είναι το πιο πολυκινηγημένο είδος, χωρίς να υπάρχουν αυστηρά μέτρα προστασίας του απέναντι στη λαθροθηρία, ή στους φυσικούς θηρευτές του (αλεπούδες, άγριες γάτες). Σχετικά με την αλεπού, παρατηρείται αύξηση στον πληθυσμό της, διότι το είδος αυτό δεν έχει φυσικό εχθρό.

Αύξηση παρατηρείται επίσης στους πληθυσμούς των κορακοειδών (κατσικόρωνος, κόρωνος και κοράκια), τα οποία αποτελούν εξίσου μεγάλη απειλή για το ενδημικό θήραμα.
Ένα άλλο είδος το οποίο απειλεί πλέον το θήραμα, είναι οι γάτες οι οποίες κυνηγούν καθ’ όλη τη διάρκεια του 24ωρου. Μάλιστα η αύξηση των γάτων στις ορεινές κοινότητες και στις περιοχές που γειτνιάζουν με βιότοπους, ενδεχομένως να οφείλεται σε ανθρώπινο παράγοντα. Όπως μας αναφέρθηκε αρκετοί ιδιοκτήτες εξοχικών κατοικιών, μεταφέρουν γάτες στα υποστατικά τους για προστασία από τα φίδια και τους ποντικούς.

Ως προς τον ανθρώπινο παράγοντα, παρατηρείται επίσης το φαινόμενο της εκμετάλλευσης τεμαχίων γης για εμπορικούς ακόμα και ψυχαγωγικούς σκοπούς, οι εργασίες των οποίων καταστρέφουν φυσικούς βιότοπους. «Όλα είναι εναντίον του θηράματος», μας ανέφερε ο κ. Αριστείδου.

Δύσκολο το έργο της Θήρας

«Ο αριθμός και τα μέσα των θηροφυλάκων, δεν μπορούν να καταπολεμήσουν την λαθροθηρία από τον Πύργο της Τηλληρίας μέχρι το Παραλίμνι». Όπως μας αναφέρθηκε, για ολόκληρη την επαρχία της Λεμεσού, υπάρχει μόνο ένα αυτοκίνητο για περιπολία.

«Το κυνηγετικό μας σύστημα δεν βοηθά». Ο κ. Αριστείδου, έφερε το παράδειγμα της Λιθουανίας η οποία είναι χωρισμένη σε τομείς, με τον κάθε τομέα να ελέγχεται βάση νόμου από τους κατά τόπους συλλόγους. Μάλιστα ο κάθε σύλλογος οφείλει να προβαίνει σε έργα, ούτως ώστε να μπορεί να εξασφαλίζει την σχετική άδεια. Επιπλέον, όλες οι ποινές από το κράτος για καταστροφές στους βιότοπους καταλήγουν στους συλλόγους, με αποτέλεσμα οι ίδιοι οι κυνηγοί να προστατεύουν τόσο το περιβάλλον όσο και το θήραμα.

Όσον αφορά την χώρα μας, υπάρχουν αρκετές χιλιάδες κυνηγοί, οι οποίοι εθελοντικά, φροντίζουν το περιβάλλον και τους βιότοπους. Δεν πρέπει να περνά απαρατήρητη μάλιστα η προσφορά κάποιων συλλόγων για την κατάσβεση των πυρκαγιών. Παρ’ όλα αυτά η συντριπτική πλειοψηφία των κυνηγών, οι οποίοι είναι δεκάδες χιλιάδες, αρκούνται μόνο στο να διατηρούν την άδεια τους και να κυνηγούν.

Όπως μας ανέφερε ο κ. Αριστείδου, υπάρχει πρόταση για τροποποίηση της κυνηγετικής νομοθεσίας, η οποία βρίσκεται υπό επεξεργασία από το 2021. Στην τροποποίηση προτείνεται μεταξύ άλλων, τα έσοδα που προκύπτουν από τα τέλη για την εξασφάλιση άδειας κυνηγιού (77 ευρώ), να καταλήγουν στους κυνηγετικούς συλλόγους, υπό την προϋπόθεση ότι οι σύλλογοι θα είναι οι καθ’ ύλην αρμόδιοι για την προστασία και διαχείριση των βιοτόπων στις περιοχές τους.

«Η κατάσταση δεν αποδίδεται μόνο στη χρόνια ανομβρία, αλλά κυρίως στην έλλειψη συστηματικής προστασίας και φροντίδας της φύσης. Το νομοσχέδιο για την τροποποίηση της κυνηγετικής νομοθεσίας παραμένει ανενεργό από το 2021, καθηλωμένο στη νομική επεξεργασία».

Σύμφωνα με τον κ. Αριστείδου, παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις, οι παράνομες δραστηριότητες συνεχίζονται ανεμπόδιστα», κάτι το οποίο προκαλεί οργή στους νόμιμους κυνηγούς και περαιτέρω ζημιά στην άγρια πανίδα. Αντίστοιχα απογοητευτική εικόνα παρουσιάζεται και στα κατεχόμενα, όπου η απουσία μέτρων προστασίας οδήγησε στα ίδια αποτελέσματα.

Για να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά, τόσο οι καταστροφές βιοτόπων, όσο και η μείωση των πληθυσμών ο Άριστείδου, υποστηρίζει ότι θα πρέπει να παρθούν ριζικά μέτρα όπως ο περιορισμός ή ακόμη και το προσωρινό πάγωμα της περιόδου κυνηγιού για τα ενδημικά θηράματα. Υποστήριξε επίσης ότι θα πρέπει να καταστεί υποχρεωτική η ένταξη όλων των κυνηγών σε συλλόγους με ενεργό ρόλο στη διαχείριση των βιοτόπων, προγράμματα αναδάσωσης και ενίσχυσης των πληθυσμών θηραμάτων καθώς και εντατικοποίηση ελέγχων με χρήση καμερών για την πάταξη της λαθροθηρίας.