Με διαδικαστικό κανονισμό το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, θέτει προθεσμίες για την έκδοση αποφάσεων τόσο αυτών που επιφυλάχθηκαν όσο και αυτών που αφορούν σε ενδιάμεσο θέμα.
Σύμφωνα με τον κανονισμό, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, το Διοικητικό Εφετείο και τα πρωτόδικα Διοικητικά Δικαστήρια ως και οποιοδήποτε μέλος του Διοικητικού Εφετείου και των πρωτόδικων Διοικητικών Δικαστηρίων υπόκεινται στη νέα ρύθμιση σύμφωνα με την οποία: Δικαστής που επιφυλάσσει ενδιάμεση απόφαση σε οποιοδήποτε ενδιάμεσο θέμα που αναφύεται ή προκύπτει κατά τη διάρκεια της διαδικασίας θα πρέπει να την εκδίδει εντός δύο μηνών. Ενώ σε περίπτωση που η απόφαση αφορά στην ουσία, αυτή εκδίδεται το συντομότερο δυνατόν και δεν επιφυλάσσεται για διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών.
Για σκοπούς ελέγχου των δικαστών, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο τηρεί μητρώο με τις επιφυλαγμένες αποφάσεις του Δικαστηρίου και την ημερομηνία που αυτές επιφυλάχθηκαν. Σε περίπτωση που Δικαστής δεν έχει εκδώσει επιφυλαγμένη απόφαση εντός των προθεσμιών που καθορίζονται στον Καν. 3(α), οφείλει να ενημερώσει με επιστολή του εντός 5 ημερών από την λήξη της προθεσμίας τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, παραθέτοντας τους λόγους της παράλειψης συμμόρφωσης και ζητώντας εύλογη παράταση, τηρουμένης πάντοτε της υποχρέωσης για απονομή της δικαιοσύνης εντός εύλογου χρόνου. Στη συνέχεια, όπως προβλέπεται, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο αποστέλλει σχετική γνωστοποίηση στους επηρεαζόμενους διαδίκους και/ή τους δικηγόρους τους, τηρουμένης της υποχρέωσης για προστασία των προσωπικών δεδομένων του Δικαστή, ζητώντας εγγράφως τις θέσεις τους εντός 7 ημερών. Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο αφού λάβει υπόψη το περιεχόμενο της επιστολής του Δικαστή και τις θέσεις των διαδίκων δύναται να δώσει παράταση για εύλογο υπό τις περιστάσεις χρόνο, τηρουμένης πάντοτε της υποχρέωσης για απονομή της δικαιοσύνης σε εύλογο χρόνο. Μετά την παρέλευση τυχόν χορηγηθείσας παράτασης κάθε επηρεαζόμενος διάδικος δύναται με αίτηση του ενώπιον του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου να ζητήσει την έκδοση του αναγκαίου υπό τις περιστάσεις διατάγματος σύμφωνα με τον Καν. 6. (ε). Προβλέπεται ακόμα από τον Κανονισμό, πως Δικαστής ο οποίος δεν συμμορφώνεται με τις πρόνοιες των Καν. 3(α) και (β) και 4(α) ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο τελεί σε σοβαρή παράλειψη ή διαπράττει σοβαρή παράβαση δυνατόν να υπόκειται σε πειθαρχική δίωξη.
Με άλλο κανονισμό ρυθμίζονται τα της έρευνας που μπορεί να διαταχθεί κατά δικαστή και καθορίζεται ξεκάθαρα πως πειθαρχικό παράπτωμα σημαίνει την άρνηση, παράλειψη, ολιγωρία ή παρέκκλιση από την εκτέλεση του δικαστικού καθήκοντος, συμπεριλαμβανομένης της παραβίασης του περί της Έγκαιρης Έκδοσης Αποφάσεων των Διοικητικών Δικαστηρίων Διαδικαστικού Κανονισμού του 2025 και, γενικά, συμπεριφορά απαράδεκτη από Δικαστικό Λειτουργό. Δικαστικός Λειτουργός, ο οποίος κρίνεται ένοχος ανάρμοστης συμπεριφοράς, απολύεται ως προβλέπει το Σύνταγμα. Επίσης, Δικαστικός Λειτουργός ο οποίος κρίνεται ανίκανος, αποχωρεί ως προβλέπει το Σύνταγμα, ενώ όταν κριθεί ένοχος πειθαρχικού παραπτώματος, του επιβάλλεται (α) Γραπτή προειδοποίηση ή (β) Γραπτή επίπληξη ή (γ) Επίπληξη η οποία δημοσιεύεται ή (δ) Στέρηση του δικαιώματος διορισμού σε ανώτερη δικαστική θέση για περίοδο μέχρι πέντε (5) χρόνια ή (ε) Πρόωρη αφυπηρέτηση ή (στ) Απόλυση.
Εξαίρεση δικαστών
Με τρίτο κανονισμό περί δικαστικής πρακτικής, ορίζεται ότι Δικαστής δεν εκδικάζει μόνος ή ως μέλος σύνθεσης δικαστηρίου οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας, υπόθεση όπου εμφανίζεται ως δικηγόρος μέλος της «οικογένειας του δικαστή» καθώς και δικηγόροι οι οποίοι είναι εργοδότες ή εργοδοτούμενοι ή συνέταιροι ή δικηγόροι που εργάζονται κάτω από την ίδια επαγγελματική στέγη με τον δικηγόρο αυτό. Ο όρος «οικογένεια του δικαστή» για σκοπούς της παρούσας πρακτικής περιλαμβάνει γονείς, σύζυγο, τέκνα, συζύγους τέκνων, αδελφούς, τέκνα αδελφών και συζύγους αδελφών, πρόσωπα με τα οποία ο δικαστής διατηρεί σχέση πεθερού – γαμπρού/νύμφης ή συμπεθέρου και πρόσωπα που έχουν μαζί του πνευματική συγγένεια. Ο όρος «σύζυγος δικαστή» περιλαμβάνει σύντροφο του δικαστή, ανεξαρτήτως φύλου ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που βρίσκεται σε τέτοιας φύσεως στενή προσωπική σχέση με το δικαστή.