Δικηγόρος καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλάκιση για σωρεία κακουργημάτων που αφορούσαν θύμα τροχαίου και στους 17 μήνες μετά τη φυλάκισή του ζητούσε αποφυλάκιση με όρους. Όταν το αρμόδιο Συμβούλιο απέρριψε την αίτησή του, προσέφυγε στο Διοικητικό Δικαστήριο ζητώντας ακύρωση της απόφασης.
Το Δικαστήριο αφού εξέτασε όλους τους λόγους της προσφυγής την απέρριψε, παρόλο που ο δικηγόρος αποδέχθηκε ότι οφείλει να αποζημιώσει το θύμα.
Ο αιτητής είχε προσβάλει τη νομιμότητα και εγκυρότητα της απόφασης του Συμβουλίου Αποφυλάκισης Κρατουμένων Επ’ Αδεία ημ. 20.8.2024, σύμφωνα με την οποία ομόφωνα απορρίφθηκε η αίτηση του για την υπό όρους αποφυλάκισή του επ’ αδεία.
Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης, ο αιτητής, ηλικίας 54 χρόνων κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, είναι πτυχιούχος Νομικής, ο οποίος άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου για πολλά χρόνια στη Δημοκρατία.
«Σύμφωνα με τα ενώπιον μου στοιχεία, και όπως άλλωστε αναφέρεται και στην επίδικη απόφαση, ο αιτητής, στο πλαίσιο της άσκησης του επαγγέλματός του, διέπραξε τα κακουργήματα της πλαστογραφίας εγγράφου, της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, της κατάρτισης πλαστών αποδεικτικών στοιχείων με σκοπό την παραπλάνηση του Δικαστηρίου, της πρόκλησης εκτέλεσης εγγράφου με ψευδείς παραστάσεις, της κλοπής από αντιπρόσωπο και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη δραστηριότητα».
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην επίδικη απόφαση, θύμα της σωρευτικής κακουργηματικής συμπεριφοράς του αιτητή, είναι αλλοδαπός, ο οποίος, κατά το 2009, ευρισκόμενος στην Δημοκρατία, τραυματίσθηκε πολύ σοβαρά σε τροχαίο δυστύχημα.
Ο αιτητής, σύμφωνα με την επίδικη απόφαση, «μετερχόμενος δόλο, ανέλαβε να εκπροσωπήσει το νεαρό, τότε, θύμα του στις δικαστικές διαδικασίες για την εξασφάλιση αποζημίωσης από τον οδηγό που τον τραυμάτισε. Οι διαδικασίες αυτές είχαν αίσιο τέλος αφού επιδικάσθηκαν αποζημιώσεις ύψους 257.443,00 ευρώ. Πλην όμως ο αιτητής έδωσε στο θύμα του μόνον το ελάχιστο ποσό των 25.00,00 ευρώ και κράτησε, για τον εαυτό του, το υπόλοιπο ποσό των 232.443,00 ευρώ».
Οι παρανομίες του δικηγόρου έγιναν αντιληπτές από το θύμα και το 2017, αφού τον κατήγγειλε για τις παράνομες ενέργειές του, ο τελευταίος διέφυγε και εγκαταστάθηκε στην Αγγλία.
Συνελήφθη το 2022 στη Γερμανία, στο πλαίσιο εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, και μεταφέρθηκε στην Δημοκρατία. Προσαχθείς ενώπιον του Κακουργιοδικείου, ο αιτητής παραδέχθηκε ενοχή. Καταδικάστηκε σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, με μεγαλύτερη την ποινή φυλάκισης των πέντε ετών και εκτίει τις ποινές αυτές από τις 11.2.2022. Στις 20.1.2023, στο πλαίσιο αστικής διαδικασίας, ο αιτητής δέχθηκε ότι οφείλει να καταβάλει στο θύμα του το ποσόν των 232.443,00 ευρώ, το οποίο έκλεψε.
Δεκαεπτά μήνες μετά την καταδίκη του ζήτησε αποφυλάκιση με όρους, ωστόσο το αρμόδιο Συμβούλιο, αφού ζήτησε τις απόψεις όλων των εμπλεκομένων υπηρεσιών και άκουσε και τον ίδιο, έκρινε ότι εάν ο αιτητής «επιστρέψει στην κοινωνία υπό το καθεστώς του αποφυλακισθέντος επ’ αδεία, θα το πράξει χωρίς να έχει βελτιωθεί ηθικά, χωρίς να έχει αναμορφωθεί και χωρίς να έχει μεταμεληθεί γνήσια και έμπρακτα», ενώ περαιτέρω, «δεν θα υπήρχε περιβάλλον ικανό να τον υποστηρίζει και να τον συμβουλεύει».
Το Δικαστήριο που εξέτασε την προσφυγή του αποφάνθηκε ότι δεν διαπιστώνεται κενό έρευνας, αλλά ούτε και αιτιολογίας στην επίδικη απόφαση. Διαπίστωσε επίσης ότι το Συμβούλιο έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε το σύνολο των ενώπιον του στοιχείων και όχι μόνο το γεγονός της μη εξόφλησης και/ή αποζημίωσης του θύματος από τον αιτητή, ως αβάσιμα προβάλλει η πλευρά του αιτητή.