Οι νέες εκθέσεις του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων προκαλούν σοκ για την Κύπρο, καταδεικνύοντας ότι εξακολουθούμε να βρισκόμαστε στην κορυφή της Ευρώπης σε μικροβιακή αντοχή και νοσοκομειακές λοιμώξεις. Με ανησυχητικά ποσοστά ανθεκτικών βακτηρίων και υπερκατανάλωσης αντιβιοτικών, παρά τη μείωση που έχει παρατηρηθεί, η χώρα μας εμφανίζεται για ακόμη μια φορά ως μία από τις πιο ευάλωτες περιοχές της ΕΕ απέναντι σε έναν αόρατο αλλά εξαιρετικά επικίνδυνο εχθρό για τη δημόσιας υγείας. Σύμφωνα με τις δύο ετήσιες αξιολογήσεις του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου Λοιμώξεων (ECDC) για τη βακτηριακή αντοχή και την κατανάλωση αντιβιοτικών, η Κύπρος συνεχίζει να καταγράφει από τα χειρότερα αποτελέσματα στην Ευρώπη.

Πρωταγωνιστεί μάλιστα στην αντοχή του σταφυλόκοκκου, ενός βακτηρίου που ευθύνεται για την ανάπτυξη σοβαρών λοιμώξεων.

Παράλληλα, η Κύπρος συγκαταλέγεται στις πρώτες θέσεις και στην αντοχή άλλων επικίνδυνων μικροβίων που συνδέονται στενά με ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις ενώ τα στοιχεία για τις λοιμώξεις στα νοσηλευτήρια είναι αποκαλυπτικά.

Η Κύπρος παρουσιάζει επιπολασμό 13,8% στους νοσηλευόμενους ασθενείς, ποσοστό σχεδόν διπλάσιο από τον μέσο όρο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος δεν ξεπερνά το 6,8%. Ο συγκεκριμένος δείκτης, όπως επισημαίνουν οι ειδικοί, καταδεικνύει ότι η αντιμετώπιση του προβλήματος δεν αφορά μόνο την ανθεκτικότητα των βακτηρίων, αλλά και τις διαδικασίες πρόληψης και ελέγχου λοιμώξεων εντός των νοσοκομείων που  ευθύνονται για εκατοντάδες θανάτους και αναπηρίες σε ασθενείς κάθε χρόνο.

Σε ό,τι αφορά την κατανάλωση αντιβιοτικών, η Κύπρος παραμένει από τις υψηλότερες θέσεις στην Ευρώπη. Τόσο στην κοινότητα όσο και στα νοσηλευτήρια συνεχίζεται η υπερβολική χρήση τους, παρά τη μικρή μείωση που καταγράφεται τα δύο τελευταία χρόνια.  Η κατάχρηση αυτή αποτελεί βασικό παράγοντα επιδείνωσης της μικροβιακής αντοχής, ενισχύοντας ακόμη περισσότερο τον φαύλο κύκλο που καθιστά τις λοιμώξεις δυσκολότερες στη θεραπεία.

Οι διαπιστώσεις του ECDC κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου με τους επιστήμονες να τονίζουν ότι απαιτούνται άμεσα πιο αυστηρές πολιτικές για τον περιορισμό της αλόγιστης χρήσης αντιβιοτικών και την ενίσχυση της επιτήρησης και ουσιαστικές παρεμβάσεις για τη μείωση των νοσοκομειακών λοιμώξεων.

Τα όσα ανέφεραν στον «Φ» αναλύοντας τα όσα καταγράφονται και φέτος στις ευρωπαϊκές εκθέσεις για την Κύπρο δύο επιστήμονες μάλλον προκαλούν έντονο προβληματισμό.

Ο δρ Νικόλαος Σπερνοβασίλης, Παθολόγος – Λοιμωξιολόγος, με ειδίκευση στην ορθή χρήση των αντιβιοτικών και μέλος και εκπαιδευτής της Ευρωπαϊκής Ομάδας για την Ορθολογική Χρήση των Αντιμικροβιακών καθώς και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ελέγχου Λοιμώξεων, εξήγησε πως επιβάλλεται να «έχουμε κατά νου ότι η αντοχή των μικροοργανισμών οφείλεται τόσο στην αλόγιστη χρήση αντιμικροβιακών, τα οποία μετατρέπουν τα μικρόβια αυτά σε πολυανθεκτικά, όσο και στη μη σωστή εφαρμογή προγραμμάτων πρόληψης κι ελέγχου λοιμώξεων στο νοσοκομειακό αλλά και στο εξωνοσοκομειακό περιβάλλον, με αποτέλεσμα τη διασπορά των πολυανθεκτικών παθογόνων (μικροβίων)».  «Τα συνηθέστερα αντιμικροβιακά τα οποία συνταγογραφούμε εμείς οι ιατροί, και άρα έχουμε και σημαντική ευθύνη, είναι τα αντιβιοτικά».

Μεταξύ των ετών 2022 και 2024, σύμφωνα με τα δεδομένα, «υπήρξε μια σημαντική ελάττωση στην κατανάλωση αντιβιοτικών στην Κύπρο της τάξης περίπου του 30%, από 33,5 καθορισμένες ημερήσιες δόσεις αντιβιοτικών ανά 1000 κατοίκους ανά ημέρα το 2022 στις 23,5 το 2024». Ωστόσο, τόνισε, «σε αυτή τη διαπίστωση, πρέπει να προστεθούν μερικά «αλλά». Το πρώτο αφορά το γεγονός ότι ένα σημαντικό κομμάτι αυτής της αναπάντεχης μείωσης αποδίδεται στην αλλαγή του τρόπου υπολογισμού της κατανάλωσης αντιβιοτικών μεταξύ 2022 και 2024».  Ακόμα και μετά τη μείωση όμως  που έχει καταγραφεί, σημείωσε, «εξακολουθούμε να είμαστε σε υψηλή, στην 6η συγκεκριμένα, θέση στην Ευρώπη στην κατανάλωση αντιβιοτικών».

Πέραν αυτού, «η Κύπρος εξακολουθεί να φιγουράρει απογοητευτικά στις πρώτες θέσεις κατανάλωσης ευρέoς φάσματος αντιβιοτικών (όπως οι κεφαλοσπορίνες 2ης και 3ης γενιάς, και οι κινολόνες) σε εξωνοσοκομειακούς ασθενείς, χωρίς πιθανότατα να υπάρχει, στις περισσότερες περιπτώσεις, ιατρικά τεκμηριωμένος λόγος».

Το γεγονός αυτό, «πέρα από αιτιολογικός παράγοντας ανάπτυξης μικροβιακής αντοχής, ελλοχεύει και κινδύνους για την υγεία του ασθενούς, αφού κανένα φάρμακο, κι ειδικά ορισμένα από τα προωθημένα αυτά αντιβιοτικά, δεν είναι άμοιρο παρενεργειών. Για τους λόγους αυτούς, τα αντιβιοτικά πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνο όταν είναι απολύτως αναγκαία».

Στις πρώτες θέσεις για τα συνηθέστερα βακτήρια

Από πλευράς του, ο δρ Κωνσταντίνος Τσιούτης, Παθολόγος με ειδίκευση στην πρόληψη και στον έλεγχο των λοιμώξεων και εκπαιδευτής και επιστημονικός συντονιστής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ελέγχου Λοιμώξεων, εξήγησε ότι «πέρα από τα ποσοστά αντοχής των βακτηρίων στη Κύπρο συνολικά για όλες τις λοιμώξεις, αν εστιάσουμε στις λοιμώξεις του αίματος (βακτηριαιμίες), θα δούμε ότι η Κύπρος είναι στην πρώτη τριάδα πανευρωπαϊκά για τα συνηθέστερα βακτήρια τα οποία συνήθως εξετάζονται. Κι ειδικά για τις βακτηριαιμίες από την κλεμπσιέλλα την ανθεκτική σε πολύ ισχυρά αντιβιοτικά (καρβαπενέμες), η χώρα μας είναι στη δεύτερη θέση στην Ευρώπη».

«Αυτό μας προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία γιατί το συγκεκριμένο μικρόβιο έχει σχεδόν πάντα νοσοκομειακή προέλευση, γεγονός που μας οδηγεί στη διαπίστωση ότι μάλλον δεν εφαρμόζοντα απόλυτα σωστά τα προγράμματα διακοπής της μετάδοσης λοιμώξεων στα νοσηλευτήρια του τόπου»

Αξίζει να τονισθεί, πρόσθεσε, «ότι δεν είναι η πρώτη φορά που βρισκόμαστε τόσο ψηλά σε νοσοκομειακές λοιμώξεις, σε ανθεκτικά μικρόβια, και σε κατανάλωση αντιβιοτικών. Η Κύπρος εδώ και χρόνια έχει ανοδική τάση στους περισσότερους από αυτούς τους δείκτες. Αυτό δείχνει ότι, βρισκόμαστε πολύ πίσω στον αγώνα εναντίον των μικροβίων αυτών, τα οποία ευθύνονται για περισσότερους από 35.000 θανάτους ετησίως στην Ευρώπη».

Μάλιστα, «το ίδιο το Ευρωπαϊκό Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων, στη φετινή αναφορά της μικροβιακής αντοχής στα κράτη-μέλη, προβλέπει ότι η Ευρώπη δεν θα φτάσει τον στόχο που έθεσε για μείωση της αντοχής και της κατανάλωσης αντιβιοτικών μέχρι το 2030».

Λοιμώξεις από ανθεκτικά μικρόβια

Όπως είπε χαρακτηριστικά, «με απλά λόγια αυξημένη πιθανότητα δυσμενούς έκβασης του ασθενούς. Επειδή τα αντιβιοτικά πρώτης γραμμής δεν επαρκούν για την αντιμετώπιση μίας λοίμωξης από τα μικρόβια αυτά, χρειάζονται προωθημένα αντιβιοτικά δεύτερης ή και τρίτης γραμμής. Τα αντιβιοτικά αυτά είναι ακριβότερα, έχουν συχνά σοβαρότερες παρενέργειες, και χορηγούνται μόνο ενδοφλέβια, με αποτέλεσμα ο ασθενής να χρειάζεται να νοσηλευθεί και συχνά για μεγάλα διαστήματα σε νοσοκομειακά περιβάλλοντα με αυξημένο επιπολασμό ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων, άρα με κίνδυνο να νοσήσει και με άλλη λοίμωξη πέρα από αυτή που αρχικά είχε».

Στρατηγική «Ενιαίας Υγείας»

για αποτελεσματική αντιμετώπιση

Οι δύο επιστήμονες υποστήριξαν ότι η μικροβιακή αντοχή «αποτελεί εδώ και χρόνια το μεγαλύτερο πρόβλημα δημόσιας υγείας στην Κύπρο» και τόνισαν την ανάγκη για λήψη μέτρων και εφαρμογή σωστών προγραμμάτων αναχαίτισης της. Ανέφεραν ότι «πρέπει άμεσα να αναληφθούν δράσεις και να υιοθετηθούν μέτρα που έχουν εφαρμοστεί επιτυχώς σε άλλες, υγειονομικά προηγμένες, χώρες», δηλώνοντας ωστόσο ότι «δυστυχώς, στην Κύπρο, αφενός δεν υπάρχει πλήρης επίγνωση του σοβαρού αυτού προβλήματος, παρά μόνο αν το βιώσει κανείς ως συγγενής ή ως ασθενής, αφετέρου είναι εξαιρετικά αργές οι σχετικές διαδικασίες αντιμετώπισης από τους αρμοδίους εκείνους οι οποίοι είναι και οι διαμορφωτές των σχετικών πολιτικών στον χώρο της Υγείας».

Τόσο ο δρ  Σπερνοβασίλης όσο και ο δρ Τσιούτης εξέφρασαν την άποψη ότι «για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος της μικροβιακής αντοχής, σε παγκόσμιο επίπεδο, απαιτείται η εφαρμογή της στρατηγικής «Ενιαία Υγεία» η οποία συνδέει την ανθρώπινη υγεία, την υγεία των ζώων και το περιβάλλον». Σε ό,τι αφορά την Κύπρο, προχώρησαν σε καταγραφή συγκεκριμένων εισηγήσεων και μέτρων τα οποία «θα μπορούσαν να περιορίσουν το πρόβλημα».

Μεταξύ των εισηγήσεων τους και η θεσμοθέτηση «Ανεξάρτητης Διεπιστημονικής Επιτροπής απαρτιζόμενης από ειδικούς επιστήμονες για την αντιμετώπιση του προβλήματος της μικροβιακής αντοχής, με συμβουλευτικό ρόλο προς το υπουργείο Υγείας και τον Οργανισμό Ασφάλισης Υγείας, με σύγχρονη κατάργηση ήδη υπαρχουσών επιτροπών με αποσπασματικό αντικείμενο».

Παράλληλα εισηγούνται:

– Πλήρη ανάπτυξη, στήριξη και χρηματοδότηση του υπό επικαιροποίηση Εθνικού Σχεδίου Δράσης για την Αντιμετώπιση της μικροβιακής αντοχής. Εξίσου σημαντική η συνεχής παρακολούθηση της εφαρμογής του.

– Βελτιστοποίηση των διαδικασιών συλλογής δεδομένων και ανάλυσή τους σε πραγματικό χρόνο αναφορικά με τα ποσοστά αντοχής, τη συχνότητα των ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων και την κατανάλωση των αντιβιοτικών στα νοσοκομεία και στην κοινότητα, μέσω της ανάπτυξης πλήρως οργανωμένων Γραφείων Επιδημιολογικής Επιτήρησης εντός του Υπουργείου Υγείας με την υιοθέτηση και προηγμένης τεχνολογίας, και με συνοδό αποδοτικότερη και ταχύτερη διατμηματική επικοινωνία εντός, αλλά και μεταξύ, του Υπουργείου Υγείας και του Ο.Α.Υ.

– Ορθή διαχείριση νοσοκομειακών και κτηνοτροφικών αποβλήτων, ώστε να μην διαρρέουν αντιβιοτικά και ανθεκτικά μικρόβια στο περιβάλλον (κυρίως στον υδροφόρο ορίζοντα).

–  Ενίσχυση των μέτρων βιοασφάλειας στις κτηνοτροφικές μονάδες για την πρόληψη ασθενειών, μειώνοντας έτσι την ανάγκη για φαρμακευτική αγωγή.

–  Συστηματική επίβλεψη των προγραμμάτων εμβολιασμού στα ζώα για την πρόληψη βακτηριακών λοιμώξεων και άρα και αποφυγή χρήσης αντιβιοτικών.

–  Τακτικοί έλεγχοι σε τρόφιμα ζωικής προέλευσης (κρέας, γάλα) για τον εντοπισμό καταλοίπων αντιβιοτικών.

–  Εκπαίδευση των κτηνοτρόφων για τις επιπτώσεις της αλόγιστης χρήσης αντιβιοτικών στην υγεία των ζώων και των καταναλωτών.

 – Συνεχή, δωρεάν, σεμινάρια για ιατρούς, κτηνίατρους, φαρμακοποιούς και νοσηλευτές σχετικά με τις διαρκώς επικαιροποιούμενες κατευθυντήριες οδηγίες για τη διαχείριση των λοιμώξεων και τα δεδομένα αντοχής στην Κύπρο.

Εκστρατείες ενημέρωσης των πολιτών, ακόμα και εντός σχολείων, για το ότι τα αντιβιοτικά δεν θεραπεύουν ιώσεις (όπως η γρίπη ή το κοινό κρυολόγημα), αλλά μόνο βακτηριακές λοιμώξεις, καθώς επίσης και για την αξία του εμβολιασμού.

–  Χρήση Τεχνητής Νοημοσύνης για την εντατικοποίηση των ελέγχων μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος του Γε.Σ.Υ. για τον περιορισμό της αλόγιστης συνταγογράφησης αντιβιοτικών από τους ιατρούς, με εφαρμογή συστήματος bonus/malus (επιβράβευσης για όσους τηρούν ευλαβικά τις οδηγίες θεραπείας των λοιμώξεων, συνέπειες για όσους δεν το πράττουν).

–  Περαιτέρω Ενίσχυση της Τοπικής Επιτροπής Ελέγχου Λοιμώξεων σε κάθε νοσηλευτήριο με απευθείας έλεγχο αυτής και από το Υπουργείο Υγείας, εκτός από τη Διοίκηση κάθε νοσηλευτηρίου.

–  Βελτίωση της ποιότητας των μικροβιολογικών διαγνωστικών εξετάσεων στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας μέσω της παροχής κινήτρων για την πιστοποίηση των μικροβιολογικών εργαστηρίων αλλά και μέσω συστηματικών ποιοτικών ελέγχων λειτουργίας τους.

–  Βελτίωση της ποιότητας και της ταχύτητας των μικροβιολογικών εξετάσεων στο νοσοκομειακό τομέα μέσω της παροχής κινήτρων για την εγκατάσταση νεότερων μηχανημάτων Μικροβιολογίας τα οποία να είναι συμβατά με καινοτόμες διαγνωστικές μικροβιολογικές μεθόδους.

–  Υποχρεωτική υιοθέτηση κι εφαρμογή προγραμμάτων επιμελητείας της ορθολογικής χρήσης αντιβιοτικών (antimicrobial stewardship) σε κάθε νοσηλευτήριο και παροχή οικονομικών κινήτρων όταν αυτά εκτελούνται επιτυχημένα.

Εντατικοποίηση και βελτιστοποίηση των ελέγχων του Ο.Α.Υ. αναφορικά με τους δείκτες ασφαλείας και ποιότητας, οι οποίοι θα πρέπει να διευρυνθούν έτι περαιτέρω όσον αφορά τις ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις και τη χρήση αντιβιοτικών στα νοσηλευτήρια.

Εφαρμογή με αυστηρά κριτήρια από τον Ο.Α.Υ. προγράμματος χορήγησης παρεντερικής (συνηθέστερα ενδοφλέβιας) αντιμικροβιακής θεραπείας σε εξωτερική βάση (outpatient parenteral antimicrobial treatment/OPAT) σε ασθενείς με συγκεκριμένες λοιμώξεις όπως οστεομυελίτιδα, προστατίτιδα, ενδοκαρδίτιδα κ.α. (όπως συμβαίνει εδώ και δεκαετίες σε ανεπτυγμένα υγειονομικά συστήματα), ώστε να αποφεύγεται η αχρείαστη διανυκτέρευση σε νοσηλευτήρια των ασθενών αυτών και να επιτυγχάνεται το ίδιο αποτέλεσμα, με μικρότερο κόστος για το Σύστημα Υγείας, και με μειωμένο τον κίνδυνο ενδονοσοκομειακής λοίμωξης για τον ασθενή.