Ο Γιάννης Πεγειώτης θυμάται τα παιδικά του χρόνια παίζοντας με τους φίλους του και φτιάχνοντας βαρκούλες που έριχναν στις λιμνούλες που σχημάτιζαν τα νερά της βροχής.
Ετούτη η δρόσος του φθινοπώρου βραδιάτικα σε ταξιδεύει και σε χαροποιεί για το παρόν. Σε ταξιδεύει σε χρόνους φτωχικούς .Σε μια απλότητά χαρμολύπης. Οι δρόμοι τα χωράφκια τέθκιον τζιαιρόν εγεμώναν μετά τις βροσιές κάτι λάντες μα κάτι λάντες μούσκος. Χάρμα οφθαλμών και χειρών και βρεμένων παπουτσιών τζιαι χάρτενων βαρκούων. Πάντα κάποιοι υπήρχαν στες γειτονιές στα σκολεία στα χωρκά που εκάμναν βαρκούες, βάρκες μέτριες, βάρκες πολλά μεγάλες. Σχεδίες με σπάους τζιαι καλάμια. Φελλούς των δεντρών σκαλισμένους τζιαι με παννιά μιτσιά ……
Στην άκραν του εβδόμου Δημοτικού ελάντωνεν μια λιμνούα μεγάλη. Ολάκερη λιμνοθάλασσα. Κάτι τυχεροί είχαν ποϊνούες πλαστικές ποτζείνες τις χρωματιστές που είχαν τα εγγλεζούθκια τζιαι συχνά επετάσσαν τες. Έναν ζευκάριν τέθκιες ποϊνούες τζιαι ήσουν βασιλέας των χιλίων λιμνών της ενορίας άπασας ούλλων των φθινοπωρινών νεροσυρμών των ποταμουθκιών των παραποτάμων των λάντων τσιαι των άκρων των πεζοδρομίων που είχαν πάντα διακοσμητικές πολυήμερες λάντες ελέω οικονομίας του δημαρχείου στην ασφαλτοστρωση των φτωχογειτονιών ιδιαιτέρως του Αη Γιάννη τζιαι του Χαράκη.
Τζι’ ήταν μια ευτυχία για τους κατόχους τους έναν μαγικόν πράμαν να περπατάς μες τα νερούθκια του Θεού μες τις λιμνούες της γειτονιάς σου να σε θωρούν ούλλοι που γυρόν ποθαμμασμένοι τζι’ ας ήσουν ο φτωχόττερος της γειτοννιάς. Τζειν την ώραν ήσουν ο πρίγκιπας των πριγκίπων, ο κατακτητής της οδού Τροόδους, των παρόδων όλων τζιαι των τριών περιφερειακών χωράφων της παιδικής επικράτειας. Εκοντόστεκες τζιαι ελάλες Δοξα σοι ο Θεός τζχιαι χρόνια πολλά να διά του θκειού σου του μερακλή που τες ήβρεν πεταμενές έπλυνεν τες καλά τζισι έφερεν σου τες χαμογελαστός εέωκεν σου τες τζιαι γελόντα είπεν σου μόνον. Πρόσεχεν νάκκον γιατί χλιάζουν κάποτε τζιαι άμαν τες χορτάσεις αήννε τζιαι τους άλλους να παρπατούν με σε καμμιάν λαντουάν να χαρούν τζιαι τζείνοι νάκκον. Ύστερις έφκαινεν πας την μοτόραν του να φύει τζιαι ετραούδαν σου. Σαν την αγάπην εν έσιει ρε λεβέντη μου.
Η αρχοντική μπι ες ε ι ακούετουν με τα πιτσιαλίσματα των ποινούων μες τη λάντα πόξω που το σπίτιν σου. Τζιαι εσύ εφωναζες γελόντα Ρε θείε δεεεε… Ο άρκοντας εσήκωννεν το σιέριν του εσιερέταν ούλλον χαρά τζιαι ένα δάκρυν επλούμιζεν το παφίτικον χαμόγελόν του…