Αν μη τι άλλο διασώθηκε, την υστάτη, το χιούμορ στη θλιβερή, κατά τα άλλα, συνεδρία της Ολομέλειας της Βουλής την Πέμπτη. Ήταν 12 η ώρα τα μεσάνυχτα, μόλις είχαν εγκρίνει αυτό που όλοι ήθελαν εδώ και χρόνια αλλά το ανέβαλλαν (την κατάργηση των 350 ευρώ ανά έτος στις εταιρείες, για… να ανασάνει η οικονομία και να πάρει τα πάνω της η ανταγωνιστικότητα) και ακούγοντας τη συνεδρία από το ραδιόφωνο πήρε το αυτί κάποιον βουλευτή να φωνάζει «καλό μήνα»!

Είχαμε ήδη μπει στον Μάρτη και οι βουλευτές συμπλήρωναν περίπου εννέα ώρες συνεδρίασης. Τελικά το πήγαν μέχρι τις δύο τα ξημερώματα. Αν ήταν στην Αθήνα, θα συνέχιζαν για πατσά. Πάλι καλά που η συνεδρία μεταδιδόταν απευθείας, διαφορετικά μπορεί να προέκυπταν και ενδοοικογενειακές παρεξηγήσεις.

Η πρόεδρος της Βουλής είπε χθες ότι ναι, ίσως πρέπει να δούμε τους χρόνους μας. Μόνο αυτούς;
Επιχειρήθηκε πολλές φορές να συζητηθεί μια κάποια ρύθμιση για τη διάρκεια των παρεμβάσεων των βουλευτών. Στάθηκε αδύνατο να βρεθεί φόρμουλα αποδεκτή από όλους. Διότι συνήθως οι λιγοστοί βουλευτές των μικρών κομμάτων και αυτοί που «ανεξαρτητοποιούνται» μεταξύ της μιας εκλογής και της άλλης ανησυχούν ότι οι ομιλίες με χρονόμετρο θα καταλήξουν σε συρρίκνωση των εμφανίσεων τους στο βήμα. Και σιγά-σιγά έγινε πρακτική, όσο μικρότερο είναι το κόμμα με το οποίο κέρδισες εκλογή, τόσο περισσότερο να θέλεις να μιλάς. Διότι… οι άλλοι έχουν πολλούς να μιλούν.

Η πρόεδρος της Βουλής θα ήταν χρήσιμο να προβληματιστεί όχι μόνο για «τους χρόνους», αλλά κυρίως για την αξιοποίηση του χρόνου. Όχι μόνο πόσο μιλά ο καθένας, αλλά πότε μιλά και γιατί μιλά. Και κυρίως αν μιλά εντός θέματος. Διότι το πρόβλημα που όλο και μεγαλώνει στη Βουλή δεν είναι μόνο τα λεπτά που μιλά κάθε βουλευτής. Είναι που αυτά που λένε πολλοί εκλελεγμένοι δεν έχουν ούτε λάδι, ούτε ξύδι. Δεν φταίει γι’ αυτό η πρόεδρος, σύμφωνοι.

Είναι όμως η άποψη της στήλης ότι η κυρία Δημητρίου είχε ευθύνη για αυτά που διαδραματίστηκαν την πρώτη μια-μιάμιση ώρα της συνεδρίας της Πέμπτης, όταν μετατράπηκε σε μέγα θέμα αντιπαράθεσης αν θα γινόταν δεκτή η κατάθεση, με τη διαδικασία του κατεπείγοντος, ενός νομοσχεδίου της Κυβέρνησης για κατάργηση του ετήσιου τέλους 350 ευρώ στις εταιρείες, για να ψηφιστεί αυθημερόν, ή αν θα έδιναν προτεραιότητα στη συζήτηση προτάσεων νόμου που ήταν στην ημερήσια διάταξη της συνεδρίας, για σταδιακή κατάργηση του τέλους.

Με το ίδιο θέμα, δηλαδή. Και ενώ όλοι ήθελαν -διατηρούμε επιφυλάξεις ότι δεν ήθελαν όλοι- να καταργηθεί το «χαράτσι» (!) των 350 ευρώ τον χρόνο, προτίμησαν οι του ΔΗΣΥ να προκαλέσουν ολόκληρο πανδαιμόνιο -με την πρόθυμη συμβολή και των άλλων- προκειμένου να καταθέσουν τροπολογία, μαζί με άλλα κόμματα, για να καταργηθεί το τέλος με δική τους, τάχα, πρωτοβουλία και όχι με πρωτοβουλία της Κυβέρνησης. Παρόλο που η πρακτική τόσα χρόνια είναι να μπαίνει σε ψηφοφορία, στα εντελώς πρώτα στάδια της Ολομέλειας, το όποιο αίτημα της Κυβέρνησης για εξέταση νομοσχεδίου κατεπειγόντως (αυθημερόν).

Η κυρία πρόεδρος έχει δικαίωμα να πει πως δεν μπορεί να εμποδίσει τους βουλευτές να επιδίδονται σε αυτό που ο Αβέρωφ Νεοφύτου χαρακτήρισε, προχθές, «μασκαραλίκια». Και ήταν μασκαραλίκια. Όμως οφείλει να εμποδίζει με σθένος την αυτογελοιοποίηση της Βουλής. Υπάρχουν εργαλεία στον κανονισμό. Υπάρχει τρόπος να επιβάλλει διαδικασία εποικοδομητική. Γρήγορη, κοφτή και ουσιαστική.