Η ανάπτυξη των πολυώροφων κτηρίων στη Λεμεσό έχει αναμφίβολα συμβάλει σε μεγάλο βαθμό στην οικονομία της πόλης και ευρύτερα στην κυπριακή οικονομία. Ο κλάδος των κατασκευών έχει μια σχετικά μακρά και πολυδιάστατη εφοδιαστική αλυσίδα, που ενεργοποιεί μια σειρά από βιομηχανίες, που ξεκινούν από την παραγωγή πρώτων υλών όπως σκυρόδεμα και άλλα δομικά υλικά, μέχρι τις εξελιγμένες εγκαταστάσεις των ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών συστημάτων, καθώς και των συστημάτων πληροφορικής.

Παράλληλα, η κατασκευαστική αυτή ανάπτυξη συνεχίζει να απασχολεί χιλιάδες εργαζόμενους ποικίλων ειδικοτήτων, μεταξύ αυτών και πολλούς επιστήμονες και έχει συμβάλει στη μείωση της ανεργίας∙ ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο ζήτημα για κάθε κοινωνία. Ακολούθως, η κατασκευαστική δραστηριότητα και οι ευρύτεροι κλάδοι που την στηρίζουν, παρέχει τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να συγκεντρώσει έσοδα μέσω της άμεσης και έμμεσης φορολογίας.

ΟΙ ΜΕΣΟΠΡΟΘΕΣΜΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ

Ωστόσο, αν και οι κοινωνικές και οικονομικές άμεσες επιπτώσεις της οικοδομικής ανάπτυξης θεωρούνται εκ πρώτης όψεως ευεργετικές, οι μεσο-μακροπρόθεσμες επιπτώσεις για την πόλη της Λεμεσού δεν έχουν ακόμη εκτιμηθεί επαρκώς. Είναι γνωστό ότι μια απότομη και διάσπαρτη κατασκευή μεγάλου αριθμού πολυώροφων κτηρίων, χωρίς προσεκτικό σχεδιασμό, συνδέεται με μια σειρά αρνητικών επιπτώσεων.

Μια πρώτη και εμφανής επίπτωση συνίσταται στην επιβάρυνση του μικροκλίματος της περιοχής. Η εκτεταμένη σκιά που προκαλείται από τα ψηλά κτήρια διαταράσσει τη χρήση της παρακείμενης γης καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους (πχ. των γειτονικών κτηρίων, των πεζών, των λουομένων κτλ).

Για την πόλη της Λεμεσού αυτό είναι ιδιαίτερα προβληματικό, λόγω της εγγύτητας των κτηρίων με την παραλία, την αμμουδιά και γενικά το παράκτιο μέτωπο. Η σκιά επιδρά αρνητικά στην ποιότητα των παραλιών περιορίζοντας την ηλιοφάνεια.

Ως εκ τούτου, η διατήρηση της φυσιογνωμίας της Λεμεσού και των αμμωδών παραλιών της, ως ελκυστικών προορισμών για τον τοπικό και τον τουριστικό πληθυσμό, υποβαθμίζεται και συνεχίζει να απειλείται περαιτέρω.

Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφερθώ σε μια σημαντική παράμετρο, την οποία δεν έχουμε λάβει υπόψη κι αυτό είναι το επιτρεπόμενο όριο δόμησης των 100 μέτρων από τον αιγιαλό. Σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 2 του Πρωτοκόλλου της «Σύμβασης της Βαρκελώνης για την Προστασία της Μεσογείου (2011)», το οποίο έχει ισχύ νόμου (Κανονισμού) στην Ευρωπαϊκή Ένωση, προβλέπεται «αδόμητη ζώνη» 100 μέτρων από τον αιγιαλό, η οποία όμως μπορεί να προσαρμοστεί ανάλογα με τις συνθήκες. Εδώ σημειώνεται ότι Κύπρος δεν υιοθετεί την κοινοτική νομοθεσία από το 2011, πράγμα που μας εκθέτει σε πιθανά πρόστιμα και βλάπτει το κράτος δικαίου – με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Δεύτερη επιβάρυνση στο μικροκλίμα είναι το φαινόμενο της «ζέστης κορυφής», δηλαδή της σημαντικής επαύξησης της θερμοκρασίας του κτηρίου σε σχέση με τη θερμοκρασία εδάφους. Η διαφορά αυτή της θερμοκρασίας μπορεί να δημιουργεί τοπικούς κυκλώνες αέρα γύρω από το κτίριο εμποδίζοντας την κανονική ροή του αέρα (πχ τον βοριά, τον νοτιά, τη θαλάσσια αύρα, κτλ) στην περιοχή.

Σημαντική επιβάρυνση αποτελεί και η κυκλοφοριακή συμφόρηση. Στη Λεμεσό, αφενός παρατηρούμε την εμφάνιση των πολυώροφων κτηρίων και την αύξηση του ποσοστού δόμησης στην πόλη και την παράλληλη υπερ-συγκέντρωση και άτακτη διάταξη των κτηρίων και του πληθυσμού.
Αφετέρου δεν διαθέτουμε τις υποδομές (οδικό δίκτυο, μετρό, δημόσιες συγκοινωνίες) και τη «φιλοσοφία» ανάπτυξης και διεύρυνσης μιας μεγάλης πόλης, για να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις. Δημιουργούνται έτσι κυκλοφοριακά εμφράγματα που επιδρούν αλυσιδωτά (ως ντόμινο) σε όλο τον αστικό και υπεραστικό ιστό της πόλης.

Καθώς ο πληθυσμός συνεχίζει να αυξάνεται, έτσι και η κυκλοφοριακή συμφόρηση θα αυξάνεται πλέον με γεωμετρική πρόοδο, πράγμα που συνεπάγεται περισσότερο χρόνο μετακίνησης, χαμένο χρόνο εργασίας, μεγαλύτερη κατανάλωση καυσίμων, άρα και ρύπανση. Επιπλέον, το άγχος και η αρνητική ψυχολογία, όταν οι μετακινούμενοι υποφέρουν από αυτά τα καθημερινά κυκλοφοριακά εμφράγματα, αποτελεί πρόσθετο κοινωνικό κόστος.

Ως τελευταίο σημείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι το ποσοστό πληρότητας αυτών των μεγάλων κατασκευών. Για παράδειγμα, είναι απαραίτητο για την επιτυχία του έργου να υπάρχει ένα ελάχιστο ποσοστό πληρότητας (π.χ. του 50%); Εάν όχι, η μετατροπή ολόκληρης της ακτής της πόλης σε πυκνοδομημένο και τσιμεντοποιημένο, αλλά και σκοτεινότερο περιβάλλον δεν μπορεί καθόλου να δικαιολογηθεί. Το παράδοξο εδώ είναι ότι ενώ ένα μειωμένο ποσοστό πληρότητας ναι μεν είναι πιθανό να ανακουφίσει τα προβλήματα συμφόρησης, ωστόσο οι αρνητικές συνέπειες των «κενών» πύργων που αφήνονται να παρακμάσουν ξεπερνούν κατά πολύ το υπολογιζόμενο όφελος που ενθάρρυνε την κατασκευή τους.

  • Πρόεδρος, Τμήμα Ναυτιλίας και Εμπορίου,
    Πανεπιστήμιο Frederick