Η BusinessEurope, η πανευρωπαϊκή εργοδοτική οργάνωση της οποίας η Ομοσπονδία Εργοδοτών και Βιομηχάνων (ΟΕΒ) είναι μέλος, παρουσίασε στην έκθεση της με τίτλο «Reboot Europe» ότι το ΑΕΠ της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) έχει μείνει στάσιμο στο 70% του κατά κεφαλήν ΑΕΠ των ΗΠΑ τα τελευταία 30 χρόνια.
Αυτό το στατιστικό παρουσιάζει την αδυναμία της ΕΕ να προχωρήσει στην πράσινη, ψηφιακή, κοινωνική και ασφαλιστική μετάβαση με τρόπο που δε θα έχει δυσμενείς συνέπειες ως προς την οικονομία της αλλά και των κρατών-μελών της.
Η ΕΕ έχει αποδειχθεί πρωτοπόρος στην ρυθμιστική εναρμόνιση της οικονομίας και των προτύπων μεταξύ των κρατών-μελών της. Εντούτοις, η Ευρωπαϊκή οικονομία έχει αποτύχει να παραμείνει ανταγωνιστική στην παραγωγικότητα, έρευνα και καινοτομία, έναντι των κυριότερων ανταγωνιστών της, τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (ΗΠΑ) και της Κίνας.
Η αύξηση της ρυθμιστικής επιβάρυνσης προκαλεί ανησυχίες, ιδιαίτερα για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ), οι οποίες αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ευρωπαϊκής οικονομίας. Το 99,9% των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων σε όλους τους κλάδους εκτός από τον χρηματοπιστωτικό είναι ΜΜΕ και προσφέρουν στα δύο τρίτα της ιδιωτικής απασχόλησης.
Η ενιαία προσέγγιση συμμόρφωσης και τα πολλαπλά επίπεδα νομοθετικών ρυθμίσεων που πηγάζουν από τις οδηγίες και τους κανονισμούς που καλούνται να εναρμονίσουν στις εθνικές τους νομοθεσίες τα κράτη-μέλη αποτελεί τροχοπέδη στην ανάπτυξη και καινοτομία.
Οι ΜΜΕ, σε αντίθεση με τις μεγάλες εταιρείες, δεν διαθέτουν τους οικονομικούς πόρους και το κατάλληλο ανθρώπινο δυναμικό, ώστε να αντιμετωπίσουν την καταιγίδα πολύπλοκων ρυθμιστικών αλλαγών. Το γεγονός αυτό περιορίζει τη δυνατότητα των ΜΜΕ να ανταγωνιστούν επί ίσοις όροις με τους διεθνείς ανταγωνιστές τους, που συνήθως αντιμετωπίζουν λιγότερο αυστηρούς κανόνες.
Η νομοθετική υπερρύθμιση επηρεάζει αναμφίβολα και την τεχνολογική καινοτομία και την ανάπτυξη ταλέντων. Οι ΜΜΕ, που αποτελούν συχνά πηγή καινοτομίας, βρίσκονται σε μειονεκτική θέση, καθώς δυσκολεύονται να ανταπεξέλθουν στο υψηλό κόστος ανάπτυξης και εφαρμογής τεχνολογικών λύσεων. Επίσης, προκαλείται αποθάρρυνση νεοφυών επιχειρήσεων, οι οποίες βασίζονται στην τεχνολογική καινοτομία αλλά και στην προσέλκυση ταλαντούχων επαγγελματιών. Η πολυπλοκότητα και το κόστος ρυθμιστικής συμμόρφωσης στέκεται συχνά εμπόδιο στην ανανέωση και διαφοροποίηση της αγοράς.
Είναι κοινή παραδοχή όλων ότι υπάρχει έντονη ανάγκη λήψης μέτρων για καίρια θέματα, όπως η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, η παραγωγή καθαρής ενέργειας, η διασφάλιση των δικαιωμάτων των καταναλωτών και για άλλες ευρωπαϊκές υποχρεώσεις για τις επιχειρήσεις με πιο «τεχνικό» και σύνθετο περιεχόμενο (π.χ. CSDDD, ESPR, REACH, IED, SFRD). Παρ’ όλα αυτά, είναι σημαντικό οποιαδήποτε μετάβαση (πράσινη, ψηφιακή κ.λπ.) να είναι και βιώσιμη μετάβαση.
Όλες οι μεταρρυθμίσεις που γίνονται πρέπει να έχουν και ως γνώμονα την υγιή επιβίωση των επιχειρήσεων και την αποφυγή της ραγδαίας αύξησης κόστους ζωής των Ευρωπαίων πολιτών. Για παράδειγμα, οι αυστηρές περιβαλλοντικές απαιτήσεις επιφέρουν αυξημένα λειτουργικά έξοδα, τα οποία είτε θα τα απορροφήσουν οι επιχειρήσεις είτε θα τα μετακυλήσουν στον καταναλωτή, χάνοντας έτσι την ανταγωνιστικότητά τους.
Διαχρονικά η ΟΕΒ στέκεται αρωγός στην προσπάθεια εξωστρέφειας των κυπριακών επιχειρήσεων και συχνά διαβουλεύεται με τις αρμόδιες αρχές του κράτους για την εξεύρεση αντισταθμισμάτων, με τρόπο που να παραμένουν ανταγωνιστικές απέναντι στους διεθνείς ανταγωνιστές τους.
Από το 2006, η ΟΕΒ διοργανώνει το διαγωνισμό του Κυπριακού Βραβείου Καινοτομίας ΟΕΒ με σκοπό την αναγνώριση και βράβευση των επιχειρήσεων/ οργανισμών οι οποίες προσφέρουν τα μέγιστα στην ανάπτυξη της οικονομίας της Κύπρου. Στην επαφή που υπάρχει με τις νεοφυείς επιχειρήσεις, αλλά και τις επιχειρήσεις που τολμούν να καινοτομούν, μεταφέρεται προς την ΟΕΒ η δυσαρέσκεια και οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν εξαιτίας όσων έχουν προαναφερθεί.
Η ΟΕΒ, σε εθνικό επίπεδο, αλλά και μέσω των Ευρωπαίων εταίρων της, προτείνει στοχευμένες ενέργειες για την αντιμετώπιση των διαρθρωτικών αδυναμιών που υπονομεύουν τις προσπάθειες των επιχειρήσεων για ανάπτυξη και καινοτομία. Για να μειωθεί η ρυθμιστική επιβάρυνση των ΜΜΕ πρέπει σε ευρωπαϊκό επίπεδο να γίνει απλούστευση των κανόνων και είναι προσαρμοσμένοι στο μέγεθος και τις δυνατότητες των επιχειρήσεων.
Επιπρόσθετα, είναι απαραίτητο να ενισχυθούν οι δυνατότητες των ΜΜΕ με την παροχή πρόσβασης σε εκπαιδεύσεις, χρηματοδότηση και συμβουλευτικές υπηρεσίες ώστε να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν σε πολύπλοκα ρυθμιστικά θέματα.
Ενώ το ρυθμιστικό πλαίσιο της ΕΕ στοχεύει στη δημιουργία ισότιμου ανταγωνισμού και την προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης, η υφιστάμενη δομή του συχνά θέτει υπερβολικές πιέσεις στις ΜΜΕ.
Με μια πιο ευέλικτη, προσαρμοσμένη στις ΜΜΕ προσέγγιση, η ΕΕ μπορεί να ενδυναμώσει τις μικρές επιχειρήσεις και να τις βοηθήσει να ευημερήσουν σε ένα ανταγωνιστικό́ παγκόσμιο περιβάλλον.
Λειτουργός, Τμήμα Επιχειρηματικής Ανάπτυξης (ΟΕΒ)