Σχεδόν δύο ώρες κράτησε η συζήτηση χθες στην Ολομέλεια της Βουλής για το νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης που επιχειρούσε να εισάγει ρυθμίσεις για το έθιμο της λαμπρατζιάς.

Δύο ώρες έντονης συζήτησης για ένα νομοσχέδιο που πριν καν αρχίσει η συζήτηση ήξεραν όλοι μέσα στην αίθουσα πως η μεγάλη πλειοψηφία των βουλευτών δεν ήθελε επ’ ουδενί να το ψηφίσει. Όχι απλά γιατί διαφωνεί με κάποιες ή πολλές πρόνοιες, αλλά γιατί οι περισσότεροι που πήραν τον λόγο το θεωρούν ανεφάρμοστο, παράλογο, δυσανάλογα αυστηρό και αδικαιολόγητα περιοριστικό ως προς την ετήσια αναβίωση του εθίμου. Το οποίο κρατά 15 αιώνες, είπε ο Ανδρέας Θεμιστοκλέους!

Οι περισσότεροι έλεγαν πως θέλουν μεν να γίνει ένα έλεος με το καταχρηστικό άναμμα λαμπρατζιών εβδομάδες πριν το Πάσχα και τους κινδύνους που προκαλούνται για τη ζωή αθώων πολιτών, αλλά… όχι κι έτσι. Όχι με αυτό το νομοσχέδιο, που όπως εξηγούσαν προβλέπει ποινές έως και 5 χρόνια φυλάκιση.

Θα μπορούσε το νομοσχέδιο να τροποποιηθεί από την Επιτροπή Νομικών, με ή χωρίς συνεργασία με το Υπουργείο Δικαιοσύνης, ώστε να φτάσει στην Ολομέλεια σε μια μορφή που θα επέτρεπε μεγαλύτερη υποστήριξή του από βουλευτές. Αφού όλοι λένε πως χρειάζεται να ληφθούν μέτρα για να μην διαιωνίζεται η σημερινή επικίνδυνη κατάσταση σε γειτονιές, συνοικίες, εκκλησιές.

Αν το νομοσχέδιο δεν έπαιρνε από διορθώσεις, μπορούσαν απλά να πουν από δυο λόγια οι κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι και να απορριφθεί μέσα σε 5 λεπτά. Γιατί έπρεπε να μιλούν και να επιχειρηματολογούν για δύο ώρες, χωρίς την παραμικρή πιθανότητα να αλλάξει άποψη έστω και ένας βουλευτής; Γιατί μάς δίνουν την εντύπωση πως πιστεύουν πως όταν διαπληκτίζονται, χωρίς λόγο και ουσία, κάνουν τη δουλειά τους;

Αλλά αυτό που προκαλούσε σύγχυση, απορία και οπωσδήποτε προβληματισμό σε όποιον παρακολουθούσε τη συζήτηση και ήθελε να καταλάβει, ήταν η αναφορά από κάποιους βουλευτές πως το νομοσχέδιο που τέθηκε χθες προς έγκριση δεν οδηγούσε σε κατάργηση ή απαγόρευση -φανερή ή συγκεκαλυμμένη- ενός δημοφιλούς εθίμου, επειδή το έθιμο αυτό (το άναμμα φωτιάς τις μέρες του Πάσχα και οποτεδήποτε) έχει ήδη απαγορευτεί με παλαιότερο νόμο.

Όταν το πρωτοείπε ένας βουλευτής, ίσως κάποιοι τηλεθεατές ή ακροατές να είπαν «δεν ακούσαμε καλά. Δεν γίνεται να διαμαρτύρονται για επικείμενη κατάργηση ενός εθίμου που είναι ήδη απαγορευμένο». Όμως, το είπε δεύτερος, τρίτος, τέταρτος βουλευτής. Το είπαν σχεδόν όλοι: Ήδη δεν επιτρέπεται να ανάβει ο οποιοσδήποτε λαμπρατζιά. Και το νομοσχέδιο, όπως εξηγήθηκε από τους ψυχραιμότερους των βουλευτών, στην ουσία αποτελεί μια προσπάθεια νομιμοποίησης της συνήθειας, κάτω από κάποιους περιορισμούς. Οι οποίοι κρίθηκαν υπέρμετρα αυστηροί και απορρίφθηκαν. Και αφού απορρίφθηκαν θα ισχύει (θεωρητικά, διότι στην Κύπρο είμαστε) ο αυστηρότερος των περιορισμών: Η απαγόρευση!

Και πάνω που αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε τη φαιδρότητα της κατάστασης, εντός και εκτός αιθούσης, πήρε τον λόγο ο πρόεδρος των Οικολόγων, ο κ. Παπαδούρης, και είπε αυτό που μάλλον ήθελαν να φωνάξουν όσοι παρακολουθούσαν τη χθεσινή φιέστα: «Η επιστήμη», είπε ο κ. Παπαδούρης, «σηκώνει τα χέρια ψηλά».

Διότι, από τη μια αυτοί που ούτε συζητούσαν να περιοριστεί ένα… πανάρχαιο, πανορθόδοξο και πανελλήνιο (λόγια του κ. Θεμιστοκλέους) έθιμο ζητούσαν την απόρριψη του νομοσχεδίου με συνοπτικές διαδικασίες, παρ’ ότι με αυτό θα επιτρέπονταν έστω με περιορισμούς οι λαμπρατζιές, ενώ άλλοι βουλευτές, που προειδοποιούσαν για τον κίνδυνο να θρηνήσουμε και άλλα θύματα αν αφεθεί η κατάσταση να συνεχιστεί, ζητούσαν να ψηφιστεί το νομοσχέδιο. Για να ανάβουν νόμιμα οι λαμπρατζιές, υπό συγκεκριμένους περιοριστικούς όρους, αντί να συνεχιστεί η σημερινή, έστω για τους τύπους, απαγόρευση…

Και όταν ψήισαν με μεγάλη πλειοψηφία εναντίον του νομοσχεδίου και ησύχασαν οι φρουροί της θρησκευτικής παράδοσης (η Εκκλησία και οι Δήμοι τάχθηκαν υπέρ του νομοσχεδίου), απηύθυναν… εθιμοτυπικά και μία έκκληση στην Κυβέρνηση να μελετήσει σοβαρά το θέμα (είπαν οι σοβαροί) και να έρθει στη Βουλή με προτάσεις για να μπει ένα τέλος στις ανεξέλεγκτες και επικίνδυνες λαμπρατζιές! Τις οποίες ο Πανίκος Λεωνίδου αποκάλεσε πυρκαγιές.