Η οικογενειακή κατοικία αποτελεί τον πυρήνα της καθημερινότητας και το καταφύγιο σταθερότητας για κάθε οικογένεια. Όταν οι σύζυγοι βρίσκονται σε διάσταση, το ποιος παραμένει στο σπίτι συχνά μετατρέπεται σε σημείο αντιπαράθεσης που ξεπερνά τα όρια της ιδιοκτησίας. Το άρθρο 17 (1) του Νόμου 23/1990 δίνει στο Οικογενειακό Δικαστήριο τη διακριτική ευχέρεια να διατάξει αποκλειστική χρήση της κατοικίας, ακόμη και σε βάρος του ιδιοκτήτη συζύγου, όταν αυτό επιβάλλουν λόγοι επιείκειας, οι ειδικές συνθήκες του καθενός από τους συζύγους και το συμφέρον των παιδιών. Ωστόσο, η λιγότερο γνωστή, αλλά καθοριστική επιφύλαξη στο ίδιο άρθρο, ρυθμίζει τη συνέχιση της προστασίας μετά τη λύση του γάμου, επιτρέποντας την παράταση της παραχώρησης της αποκλειστικής χρήσης της κατοικίας, για χρονική περίοδο η οποία δεν υπερβαίνει τα δύο έτη από τη λύση του γάμου.
Το ζήτημα αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία, καθώς συχνά το διαζύγιο εκδίδεται ενώ ακόμη εκκρεμεί η επίλυση των περιουσιακών διαφορών των συζύγων ή έχει εκδοθεί προσωρινό ή οριστικό διάταγμα αποκλειστικής χρήσης της συζυγικής στέγης. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο σύζυγος ιδιοκτήτης μπορεί να ισχυριστεί ή/και να απειλήσει ότι η λύση του γάμου, του επιτρέπει να εισέλθει ξανά στην κατοικία. Την ίδια στιγμή, η σύζυγος που συνήθως είναι αυτή που έχει τη φύλαξη και επιμέλεια των παιδιών, βρίσκεται αντιμέτωπη με το ερώτημα. Μπορεί να ζητηθεί από πριν η παράταση της παραχώρησης των δύο ετών ή μήπως η αίτηση πρέπει να γίνει μετά το διαζύγιο;
Πότε ενεργοποιείται η επιφύλαξη του άρθρου 17 (1)
Παρά τη σχετική ασάφεια στη διατύπωση της επιφύλαξης, η προσεκτική μελέτη και ερμηνεία αυτής, ιδιαίτερα των λέξεων που χρησιμοποιεί ο νομοθέτης ότι τα Οικογενειακά Δικαστήρια δύνανται «να παρατείνουν την παραχώρηση σε σύζυγο της αποκλειστικής χρήσης της οικογενειακής στέγης ακόμη και μετά από τη λύση του γάμου», προϋποθέτει προϋπάρχον διάταγμα αποκλειστικής χρήσης της συζυγικής κατοικίας. Η λέξη «παρατείνουν» σημαίνει διευρύνουν χρονικά κάτι που ήδη υφίσταται και δεν σημαίνει «εκδίδουν» από την αρχή. Η επιφύλαξη «μέχρι δύο έτη μετά το διαζύγιο» δεν μετατρέπει τη διάταξη σε νέο «εργαλείο στέγασης» για μετά τη λύση του γάμου. Απλώς επιτρέπει, όταν συντρέχει λόγος, να μην διακοπεί απότομα μια ήδη υπάρχουσα προστασία.
Η αποκλειστική χρήση της οικογενειακής κατοικίας δεν έχει τιμωρητικό σκοπό, ούτε επιδιώκει να λύσει περιουσιακές διαφορές μετά τη λύση του γάμου. Στοχεύει στο να αποτρέψει μια άμεση, κοινωνικά και πρακτικά επιζήμια εκτόπιση, ιδίως όταν υπάρχουν τέκνα ή όταν ένα μέρος δεν έχει ρεαλιστική δυνατότητα άμεσης στέγασης. Αν η διάταξη ερμηνευθεί ως δυνατότητα έκδοσης νέου διατάγματος μετά το διαζύγιο, τότε χάνει το μεταβατικό της ρόλο και μετατρέπεται σε μηχανισμό διαχείρισης στεγαστικών – ιδιοκτησιακών αντιπαραθέσεων. Αυτό θα δημιουργούσε θεσμική ασυνέπεια, θα επεκτεινόταν η δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου σε πεδίο που δεν είναι ο πυρήνας του άρθρου 17, ενώ θα αυξανόταν ο κίνδυνος εργαλειοποίησης της διαδικασίας για σκοπούς πίεσης.
Η επιείκεια πυξίδα της οικογενειακής δικαιοσύνης
Η αναφορά σε «λόγους επιείκειας» είναι ουσιώδης. Η οικογενειακή δικαιοσύνη οφείλει να βλέπει τον άνθρωπο και τις συνέπειες μιας απόφασης στην καθημερινότητα, την ασφάλεια των τέκνων, τη συνέχεια στο σχολείο, την οικονομική αδυναμία, την ανάγκη για ομαλή προσαρμογή. Γι’ αυτό ο νομοθέτης επέτρεψε επέκταση έως δύο χρόνια ως εύλογη γέφυρα μετά το διαζύγιο. Όμως η επιείκεια δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να παρακάμψει το ρήμα «επεκτείνει». Η επιείκεια λειτουργεί ως κριτήριο για το αν θα συνεχιστεί η υφιστάμενη προστασία και για πόσο, όχι ως βάση για να ξεκινήσει μια προστασία που ποτέ δεν ζητήθηκε ή δεν χορηγήθηκε πριν από τη λύση του γάμου. Αλλιώς η εξαίρεση θα καταργούσε τον κανόνα και το μέτρο θα αποκοπτόταν από το προστατευτικό του πλαίσιο.
Πότε υπάρχει «επέκταση» και πότε όχι
Η επιφύλαξη του άρθρου 17 (1) Ν.23/1990 «μέχρι δύο έτη μετά το διαζύγιο», εφόσον λόγοι επιείκειας το επιβάλλουν», δεν θεμελιώνει πρωτογενή εξουσία έκδοσης νέου διατάγματος μετά το διαζύγιο. Θεμελιώνει μόνο εξουσία επέκτασης ήδη υφιστάμενου διατάγματος ως μεταβατική προστασία. Το Δικαστήριο εξετάζει αν οι λόγοι που στήριξαν την αρχική παραχώρηση εξακολουθούν να υφίστανται μετά το διαζύγιο και, εάν ναι, μπορεί να παρατείνει το μέτρο έως δύο έτη. Αυτή η ερμηνεία υπηρετεί εκείνον που χρειάζεται προστασία, χωρίς να ανοίγει την πόρτα σε καταχρήσεις και χωρίς να αλλοιώνει τη μετά το διαζύγιο ιδιοκτησιακή πραγματικότητα.
* Δικηγόρος στη Λάρνακα