Ακόμη και αν το εισόδημα των νοικοκυριών παρουσιάσει μεγάλη αύξηση δεν επενδύουν, στην πλειοψηφία τους, σε μετοχές, καθώς υπάρχει έλλειψη εμπιστοσύνης και άλλες προκαταλήψεις που διαμορφώνουν πεποιθήσεις σχετικά με τις τιμές και τις αποδόσεις των μετοχών.

Στο δελτίο ερευνών της ΕΚΤ με τίτλο «Ανάληψη κινδύνων από τον καταναλωτή και επενδύσεις στο χρηματιστήριο: Πληροφορίες που χρησιμοποιούν τη μονάδα χρηματοδότησης καταναλωτών του CES», το οποίο υπογράφουν οι Δημήτρης Χριστέλης, Δημήτρης Γεωργαράκου, Tullio Jappelli και Geoff Kenny, σημειώνεται ότι τα αποτελέσματα της έρευνας συμβαδίζουν με την ιδέα ότι η αποστροφή κινδύνου παραμένει σχετικά σταθερή στα νοικοκυριά, ακόμη και με μια απροσδόκητη αλλαγή στα εισοδήματα.

Στο πείραμα, οι αρθρογράφοι κάλεσαν αυτούς που συμμετέχουν στην έρευνα καταναλωτών να φανταστούν ότι είχαν κερδίσει ένα βραβείο λαχειοφόρου αγοράς και τους ρώτησαν πώς θα χρησιμοποιούσαν αυτήν την απροσδόκητη αύξηση του πλούτου τους επόμενους 12 μήνες.

Τους δόθηκαν τρεις επιλογές: Μπορούσαν είτε να χρησιμοποιήσουν το υποθετικό χρηματικό ποσό για να αγοράσουν αγαθά και υπηρεσίες, να εξοφλήσουν χρέη ή να το αποταμιεύσουν και να επενδύσουν σε χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία.

Ανέθεσαν τυχαία στους συμμετέχοντες πέντε διαφορετικά έπαθλα λοταρίας (€5.000, €10.000, €20.000, €30.000 και €50.000) για να αξιολογηθεί εάν το μέγεθος του ποσού θα επηρέαζε τις αποφάσεις τους. Κατά μέσο όρο, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το 34% της απροσδόκητης αύξησης του πλούτου χρησιμοποιείται για κατανάλωση, το 18% χρησιμοποιείται για την αποπληρωμή του χρέους, ενώ το υπόλοιπο 48% εξοικονομείται και επενδύεται. Οι αρθρογράφοι υποδεικνύουν πως «ένα βασικό εύρημα είναι ότι, ανεξάρτητα από τη μεταβολή του πλούτου των καταναλωτών, η επίδραση στη συμμετοχή στο χρηματιστήριο είναι περιορισμένη. Ακόμη και μετά από απροσδόκητο κέρδος 50.000 ευρώ, η πλειοψηφία των ερωτηθέντων δεν θα επένδυε καθόλου σε μετοχές ή αμοιβαία κεφάλαια!».

Μια τόσο μεγάλη αύξηση του πλούτου, σημειώνεται στην έρευνα, θα απορροφήσει εύκολα όχι μόνο όλα τα σχετικά κόστη συναλλαγών, αλλά και τα κόστη «εισόδου» της αγοράς μετοχών για πρώτη φορά, όπως η δημιουργία νέου λογαριασμού θεματοφυλακής. «Αυτό υποδηλώνει έντονα ότι το κόστος εισόδου ευθύνεται μόνο εν μέρει για την περιορισμένη συμμετοχή των νοικοκυριών στο χρηματιστήριο.

Αντίθετα, οι καταναλωτές μπορεί να έχουν αρνητικές πεποιθήσεις για τις χρηματιστηριακές αγορές (π.χ. σχετίζονται με τους αντιληπτούς κινδύνους) ή να μην έχουν εμπιστοσύνη στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα», επισημαίνεται. Τέλος, ενδέχεται να υπάρχουν σημαντικά κόστη επεξεργασίας πληροφοριών, όπως ο χρόνος που απαιτείται για την κατανόηση των χρηματιστηρίων, τη λήψη αποφάσεων σχετικά με το ποιες μετοχές θα κρατηθούν και τον τρόπο αγοράς τους, που αποτρέπουν τις επενδύσεις στο χρηματιστήριο.