Τα νοικοκυριά ποιων ευρωπαϊκών χωρών είναι μεγαλύτεροι καταναλωτές είναι το ερώτημα που επιχειρεί να απαντήσει η Eurostat μέσω της έρευνας που δημοσίευσε την προηγούμενη εβδομάδα. Η κατά κεφαλήν πραγματική κατανάλωση με βάση την Μονάδα Αγοραστικής Δύναμης χρησιμοποιείται ευρέως ως δείκτης της υλικής ευημερίας των νοικοκυριών. Η ισοτιμία αγοραστικής δύναμης είναι μια μέτρηση που χρησιμοποιείται για τη σύγκριση της οικονομικής παραγωγικότητας και του βιοτικού επιπέδου διαφορετικών χωρών, μέσω της προσέγγισης τιμών και ποσοτήτων για το ίδιο «καλάθι αγαθών».
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάζει η Eurostat, στο Λουξεμβούργο παρατηρήθηκε το υψηλότερο επίπεδο δαπανών ανά κάτοικο, ακόμη και μετά την προσαρμογή για τις διαφορές στο επίπεδο τιμών μεταξύ των χωρών της ΕΕ (28.731 ΜΑΔ ανά κάτοικο). Εκτός από το Λουξεμβούργο, η μέση καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών ανά κάτοικο σε όρους ΜΑΔ το 2024 ήταν επίσης σχετικά υψηλή στην Ιρλανδία (23.534 ΜΑΔ), το Βέλγιο (23.437 ΜΑΔ), τη Γερμανία (23.333 ΜΑΔ), την Αυστρία (23.094 ΜΑΔ), Ολλανδία (22.805 ΜΑΔ), Δανία (22.078 ΜΑΔ), Ιταλία (21.986 ΜΑΔ) την Κύπρο (21.879 ΜΑΔ).
Αντίθετα, η μέση καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών ανά κάτοικο ήταν 14.621 ΜΑΔ στην Ουγγαρία και 15.025 ΜΑΔ στη Βουλγαρία. Στην Ελλάδα η μέση καταναλωτική δαπάνη ανά κάτοικο σε όρους ΜΑΔ είναι 18.752, στην Εσθονία 16.209, στην Τσεχία 16.757, στην Ισπανία 10.899, Σλοβενία 18.269, Σλοβακία 17.233, Φιλανδία 20.158, Πορτογαλία 19.328, Γαλλία 20.462, Λετονία 16.461, Λιθουανία 19.261, Μάλτα 19.622.
Όπως αναφέρει η Eurostat, η ανάλυση των πραγματικών εξελίξεων στη μέση καταναλωτική δαπάνη ανά κάτοικο σε ευρώ (βάσει ενός αλυσιδωτού δείκτη όγκου) κατά την περίοδο 2019–24 δείχνει ότι η ταχύτερη ανάπτυξη καταγράφηκε στην Κροατία, τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, όπου οι μέσες ετήσιες αυξήσεις ήταν τουλάχιστον 3,8%. Συνολικά 5 χώρες της ΕΕ κατέγραψαν μείωση στην καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών ανά κάτοικο μεταξύ αυτών των ετών, με τη μεγαλύτερη μείωση στην Τσεχία (κατά μέσο όρο 1,3% ετησίως).