Ολοκληρώθηκε η συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου, στη διάρκεια της οποίας κλείδωσε στα €1.088 ο κατώτατος μισθός. Η απόφαση ήδη προκαλεί αντιδράσεις, με τις συντεχνίες να εκφράζουν δυσαρέσκεια.

Ο μηνιαίος κατώτατος μισθός πριν από την συμπλήρωση έξι μηνών συνεχούς απασχόλησης αυξάνεται από τα €900 στα €979.

Η σημερινή απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου κατά την απογευματινή του συνεδρία, η οποία κλείδωσε εθνικό κατώτατο μισθό για τα επόμενα δύο χρόνια στα 1,088 ευρώ, είναι βέβαιο πως θα οδηγήσει σε εργατική αναταραχή, καθώς οι συντεχνίες είχαν προειδοποιήσει τον ίδιο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ότι αν ο υπουργός Εργασίας καθορίσει νέο κατώτατο μισθό κάτω από 1,125 ευρώ θα αντιδράσουν δυναμικά όλες οι συνδικαλιστικές οργανώσεις.

Οι συντεχνίες ζητούσαν σε γενικές γραμμές κατώτατο μισθό γύρω στα 1170 ευρώ, αλλά συζητούσαν και τα 1,125 ευρώ που θεωρούσε ο τέως υπουργός Εργασίας Γιάννης Παναγιώτου ότι θα μπορούσε να ήταν το μίνιμουμ ποσό, με βάση το 58% του διάμεσου μισθού, μεθοδολογία που είχε ακολουθηθεί προ διετίας.

Τελικά, ο νέος υπουργός Εργασίας Μαρίνος Μουσιούττας δεν υιοθέτησε την άποψη του κ. Παναγιώτου και πρότεινε 1,088 ευρώ, παρ’ ότι γνώριζε για τις έντονες ενστάσεις των συντεχνιών και για τις παρεμβάσεις τους προς τον κ. Χριστοδουλίδη για να αποτρέψει αυτή την απόφαση.

Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι οι συντεχνίες έχουν διαφωνήσει με τον τρόπο υπολογισμού του κατώτατου μισθού, καθώς, πέραν του ποσοστού αύξησης με βάση τον διάμεσο, διαφωνούν και με το έτος αναφοράς, ζητώντας αντί του 2024 να υπολογιστεί το 2025, αφού, όπως σημειώνουν, το διάταγμα θα ισχύει για το 2026 και το 2027 και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να βασίζεται όσο το δυνατόν περισσότερο στα σημερινά δεδομένα. Ζήτησαν επίσης ωριαίο υπολογισμό του εθνικού κατώτατου μισθού, που επίσης φαίνεται ότι δεν υιοθετήθηκε από την Κυβέρνηση.

Δήλωση του υπουργού

Ο υπουργός Εργασίας Μαρίνος Μουσιούττας προέβη πριν από λίγο στην ακόλουθη δήλωση:

«Στη σημερινή συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου, η Κυβέρνηση, αξιολογώντας συνολικά τα μακροοικονομικά και κοινωνικά δεδομένα, αποφάσισε την έκδοση του Τροποποιητικού Διατάγματος Περί Κατώτατου Ορίου Μισθών του 2025, σύμφωνα με την πρόταση του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, το οποίο προνοεί ότι ο μηνιαίος κατώτατος μισθός για πλήρη απασχόληση μετά από την συμπλήρωση έξι μηνών συνεχούς απασχόλησης αυξάνεται από τα €1.000 στα €1.088.

Όπως χαρακτηριστικά συμπεραίνει και το Συμβούλιο Οικονομίας και Ανταγωνιστικότητας Κύπρου, ο καθορισμός ενός ενιαίου κατώτατου μισθού απαιτεί πάντα λεπτή ισορροπία μεταξύ της κοινωνικής προστασίας των εργαζομένων και της βιωσιμότητας των επιχειρήσεων. Η ύπαρξη βιώσιμων και ανταγωνιστικών επιχειρήσεων αποτελεί βασικό παράγοντα στη δημιουργία καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας και στη διασφάλιση ενός καλού επιπέδου διαβίωσης των εργαζομένων.

Η πρόταση για την αναπροσαρμογή του Εθνικού Κατώτατου Μισθού έλαβε υπόψη το επίπεδο του πληθωρισμού για το 2024 (1,8%), καθώς και την πρόβλεψη για το 2025 (0,2%), που αθροιστικά ανέρχεται σε 2,0%​​, τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας για την ίδια διετία, ο οποίος αναμένεται να είναι 3,9% και 3,4% αντίστοιχα, σημαντικά υψηλότερος από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης​, τη μείωση της ανεργίας στο 4,9% (2024) με πρόβλεψη 4,3% για το 2025 (επίπεδο πλήρους απασχόλησης​).

Στο Διάταγμα περιλαμβάνεται, επίσης, πρόνοια ότι ο μηνιαίος κατώτατος μισθός πριν από την συμπλήρωση έξι μηνών συνεχούς απασχόλησης αυξάνεται από τα €900 στα €979. Παράλληλα, συνυπολογίστηκε η προβλεπόμενη επιβράδυνση στον ρυθμό ανάπτυξης για το 2025, ώστε η αύξηση να μην επηρεάσει αρνητικά την απασχόληση και τις αναπτυξιακές προοπτικές, ιδιαίτερα για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Η Κυβέρνηση, στο πλαίσιο της ανθρωποκεντρικής πολιτικής που αποσκοπεί στην ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής, υποστηρίζει τη σταδιακή προσέγγιση προς την επάρκεια των απολαβών των πολιτών. Στο επίκεντρο των στοχευμένων κυβερνητικών πολιτικών βρίσκονται οι χαμηλόμισθοι εργαζόμενοι. Η προστασία αυτών των συμπολιτών μας από τον κίνδυνο της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού αποτελεί προτεραιότητα.​ Η απόφαση για αύξηση του κατώτατου μισθού θα συμβάλει σημαντικά στην προστασία των χαμηλόμισθων, την ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης των μισθών, χωρίς να δημιουργήσει πληθωριστικές πιέσεις ή να επηρεάσει αρνητικά  την ανταγωνιστικότητα. Από την αύξηση του κατώτατου μισθού αναμένεται να επωφεληθούν 50.000 εργαζόμενοι.

H Επιτροπή Αναπροσαρμογής Κατώτατου Μισθού θα συνεχίσει το έργο της εντός του 2026 για συζήτηση θεμάτων που αφορούν μεταξύ άλλων τον καθορισμό διαδικασίας μελέτης αντικτύπου του ύψους του κατώτατου μισθού στην ανάπτυξη της οικονομίας, καθώς και την ανάγκη καθορισμού διασύνδεσης με ωριαία απόδοση.

Ταυτόχρονα, η Κυβέρνηση λειτουργεί σύμφωνα με τις αρχές της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς, στηρίζοντας την επιχειρηματικότητα και ενισχύοντας τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας, με συνέπεια στη δημοσιονομική πειθαρχία και την κοινωνικοοικονομική υπευθυνότητα.

Η νέα αναπροσαρμογή τίθεται σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2026».

Αντιδρά και η ΟΕΒ

Αντίδραση είχαμε όμως και από την Ομοσπονδία Εργοδοτών και Βιομηχάνων, αφού όπως ανέφερε σε ανακοίνωση της ο Εθνικός Κατώτατος Μισθός δεν αποτελεί εργαλείο άσκησης κοινωνικής πολιτικής, αλλά τον ελάχιστο μισθό με τον οποίο πρέπει να αμείβεται οποιοδήποτε πρόσωπο άνω των 15 ετών, ανεξαρτήτως προσόντων, εμπειρίας και ικανοτήτων.

Σύμφωνα με την ΟΕΒ, η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου για αύξηση κατά 8,8% του χαμηλότερου μισθού της χώρας ανεβάζει τον Εθνικό Κατώτατο Μισθό στο 58% του Εθνικού Διάμεσου Μισθού. Η Ομοσπονδία επισήμανε ότι το ποσοστό αυτό είναι υψηλότερο σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ολλανδία με 48%, η Γερμανία με 51% και το Λουξεμβούργο με 54%, σημειώνοντας ότι δημιουργείται η εντύπωση πως η κυπριακή οικονομία θεωρείται ισχυρότερη από μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η ΟΕΒ εκτίμησε ότι η ένταση της συγκεκριμένης αύξησης θα οδηγήσει σχεδόν αυτόματα σε ανοδικές πιέσεις σε ένα πολύ ευρύ φάσμα μισθών. Όπως ανέφερε, αυτό θα έχει διττό αποτέλεσμα, καθώς επιχειρήσεις που δεν θα μπορέσουν να μεταφέρουν το δυσανάλογο πρόσθετο κόστος στις τιμές τους θα κληθούν να αντιμετωπίσουν ζητήματα οικονομικής ευρωστίας και ενδεχομένως βιωσιμότητας.

Παράλληλα, υποστήριξε ότι επιχειρήσεις που έχουν τη δυνατότητα να απορροφήσουν το κόστος μέσω ανατιμήσεων θα το μετακυλήσουν στις τιμές προϊόντων και υπηρεσιών, γεγονός που, όπως τόνισε, θα προκαλέσει αναπόφευκτες πληθωριστικές πιέσεις, με αρνητικό αντίκτυπο στα πραγματικά εισοδήματα των εργαζομένων και δυσμενείς συνέπειες για τη συνολική ανταγωνιστικότητα της εθνικής οικονομίας.

Η Ομοσπονδία Εργοδοτών και Βιομηχάνων κατέληξε ότι θα παρακολουθεί στενά τις μακροοικονομικές επιπτώσεις της, όπως τη χαρακτήρισε, πρωτοφανούς αύξησης του Εθνικού Κατώτατου Μισθού.