Η προσπάθεια της Μαρίας Ολγκίν Κουεγιάρ στην Κύπρο να εξεύρει τρόπο επανάληψης του διαλόγου στο Κυπριακό καθιστά  πολύ επίκαιρη την έκθεση του μεσολαβητή Γκάλο Πλάζα για το Κυπριακό που “σκότωσε” η Τουρκία  γιατί δεν την ευνοούσε. Ήταν η περίοδος που στο Κυπριακό είχαμε μεσολαβητές με τη… σέσουλα. Στις 16 Αυγούστου 1964, ενώ τελείωνε άδοξα η μεσολαβητική προσπάθεια του αυτόκλητου πρώην Υπουργού Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών Ντην Ατσεσον για το Κυπριακό, ο Φινλανδός μεσολαβητής για το Κυπριακό Σακάρι Τουομιόγια υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο ενώ ετοιμαζόταν να αρχίσει μια νέα περιοδεία στην Αθήνα, την Άγκυρα και τη Λευκωσία και υπέκυψε σε νοσοκομείο της Γενεύης στις 9 Σεπτεμβρίου 1964.

Ο Σακάρι Τουομιόγια, γεννήθηκε στις 29 Αυγούστου 1911 και είχε διορισθεί μεσολαβητής για την Κύπρο από το Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθών Ου Θαντ στις 25 Μαρτίου 1964.Παράλληλα οι Αμερικανοί είχαν διορίσει δικό τους μεσολαβητή τον Ντην Ατσεσον που περιέπλεκε τα πράγματα παρά να τα λύει καθώς ήθελαν ότι θα συμφωνείτο στην Κύπρο  να είχε και τη δική τους σφραγίδα, δηλαδή του ΝΑΤΟ. Γι’ αυτό και είχαν προτείνει τη δημιουργία ειρηνευτικής δύναμης με αγήματα από χώρες του ΝΑΤΟ παρά υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, πράγμα που είχε απορρίψει ο Πρόεδρος Μακάριος.

Ο μεσολαβητής του ΟΗΕ, λοιπόν, Σακάρι Τουομιόγια  δεν πρόλαβε, λόγω του θανάτου του, να υποβάλει την από πολλού προετοιμαζομένη έκθεση του και τη θέση του ανέλαβε ο Γκάλο Πλάζα, που βρισκόταν τότε στην Κύπρο ως προσωπικός απεσταλμένος του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ για το Κυπριακό, Ου Θαντ.  Ο διορισμός του Γκάλο Πλάζα ανακοινώθηκε στη Νέα Υόρκη από τον Ου Θαντ στις 16 Σεπτεμβρίου 1964 και ο Γκάλο Πλάζα, που βρισκόταν αυτή την περίοδο στην Κύπρο, δήλωσε την επομένη σε διάσκεψη Τύπου ότι αναλάμβανε την νέα του αποστολή με ανοικτό μυαλό. Αλλά κατέστησε σαφές ότι πίστευε πως «υπεράνω όλων το πρόβλημα είναι πρόβλημα του λαού της Κύπρου” και “επομένως η λύση θα πρέπει πρώτιστα να επιδιωχθεί εντός της Κύπρου».

Η λύση αυτή, πρόσθεσε, πρέπει να είναι η καλύτερη δυνατή για όλους τους ενδιαφερομένους. Αν πρόκειται να υπάρξει διαρκής ειρήνη, είπε, μια λύση που θα αφήσει ένα απόλυτα νικητή και ένα απόλυτα ηττημένο, θα είναι μια κακή λύση.

Μια άλλη θέση του Γκάλο Πλάζα ήταν ότι θα προχωρούσε με βάση τα όσα συγκέντρωσε ο προκάτοχος του και όχι ο Ντην Ατσεσον. Στις 7 Οκτωβρίου σαν ρωτήθηκε στην Άγκυρα σχετικά δήλωσε ότι δεν εμπνεόταν από το Σχέδιο του Ντην Ατσεσον στις προσπάθειες του. “Αντιπροσωπεύω τα Ηνωμένα Εθνη και όχι τις Ηνωμένες Πολιτείες” δήλωσε, ξεκαθαρίζοντας ότι δεν υπήρχε περίπτωση επαναφοράς του αμερικανικού σχεδίου που είχε ετοιμάσει ο Ντην Ατσεσον.

Αξίζει να αναφερθεί ότι στα πρώτα στάδια του Κυπριακού μετά την τουρκική ανταρσία του 1963 τα Ηνωμένα Έθνη είχαν αναλάβει πολύ ενεργό ρόλο με πρωταγωνιστή τον Γενικό Γραμματέα Ου Θάντ.

Ο Βιρμανός διπλωμάτης ήταν ο τρίτος στη σειρά Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ και παρουσιαζόταν το 1964 αποφασισμένος να φέρει αποτέλεσμα για λύση του Κυπριακού από την αρχή που αναμίχθηκε και η βιασύνη που επέδειξε να διορίσει αμέσως τον αντικαταστάτη του Τουομιόγια ευθύς μετά το  θάνατο του αποτελούσε ένδειξη της αποφασιστικότητάς του αυτής.

Να αναφέρω ακόμα ότι οι προτάσεις του αυτόκλητου μεσολαβητή των Ηνωμένων Πολιτειών Ντην Ατσεσον το 1964 απερρίφθησαν από την κυπριακή κυβέρνηση. Ωστόσο αυτός συνέταξε και υπέβαλε δικές του προτάσεις που περιέπλεξαν το όλο θέμα και τορπίλλισαν την προσπάθεια του ΟΗΕ δια των Τουομιόγια και Πλάζα. Με δυο λόγια οι προτάσεις του Αμερικανού μεσολαβητή Ντην Άτσεσσον, βασιζόταν στην αρχή της διχοτόμησης της Κύπρου.

Ως μεσολαβητής για το Κυπριακό ο Γκάλο Πλάζα εργάστηκε σκληρά για πολλούς μήνες εμβαθύνοντας στην κυπριακή κρίση, κάνοντας πλείστες επαφές και πολλές διαβουλεύσεις με όλα τα ενδιαφερόμενα κι αναμεμειγμένα μέρη και τελικά ετοίμασε την έκθεσή του για το Κυπριακό που υπέβαλε στον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ.  Την τελική έκθεση Πλάζα υιοθέτησε και δημοσίευσε ο Ου Θαντ στις 26 Μαρτίου 1965. Ο Γκάλο Πλάζα ασχολήθηκε με όλες τις παραμέτρους του Κυπριακού και υπέβαλε την έκεθση του στις 26 Μαρτίου 1965.

Λύση σε δύο στάδια

Περιορίζομαι μόνο στα θέματα της Ένωσης, της διχοτόμησης και της γεωγραφικής ομοσπονδίας.

Ο Γκάλο Πλάζα υπέβαλε την έκθεση του στις 26 Μαρτίου 1965. Στην έκθεση του ο Γκάλο Πλάζα ανέφερε ότι  οποιαδήποτε λύση πρέπει να επιτευχθεί σε δυο στάδια:

1. Μεταξύ των δυο κυριοτέρων κοινοτήτων της Κύπρου, και

2. Μεταξύ των άλλων ενδιαφερομένων μερών».

Στη συνέχεια ο Πλάζα εξέταζε την αφετηρία από την οποία έπρεπε να ξεκινήσει η αναζήτηση λύσης:

« Έχοντας υπ’ όψη την σαφή εισήγηση του Συμβουλίου Ασφαλείας που λέγει ότι η συμπεφωνημένη λύση του Κυπριακού πρέπει να επιτευχθεί με συμφωνία των μερών που υπόγραψαν τις συμφωνίες του 1960», ανέφερε, «θεωρώ λογικό ν’ αναμένω ότι η λύση δεν θα είναι τέτοια που να επανέρχεται στην προ του 1963 κατάσταση και ότι τα μέρη με την επίτευξη συμφωνίας, αναγκαστικά θα συμφωνήσουν επίσημα να καταστρατηγήσουν ή τουλάχιστο να βελτιώσουν τις συμφωνίες».

Ο Πλάζα θεώρησε περιττό να εξετάσει κατά πόσο οι Συμφωνίες ήταν πράγματι ανεφάρμοστες, γιατί όπως τόνιζε, «είναι αρκετό ότι οι δυσκολίες στην εφαρμογή των συμφωνιών άρχισαν σχεδόν αμέσως μετά την ανεξαρτησία και γίνονταν συνεχώς και πιο σοβαρές».

Ο Πλάζα ανέλυσε τις θέσεις των δυο πλευρών σχετικά με τις συμφωνίες, πριν προχωρήσει στην ανάλυση των αντίθετων απαιτήσεων και στην υποβολή των δικών του εισηγήσεων:

«Η βάση των πολιτικών απαιτήσεων (της ελληνοκυπριακής ηγεσίας) είναι ότι η ανεξαρτησία και η κυριαρχία της Δημοκρατίας και έτσι η «κυρίαρχη ισότητα» με άλλα μέλη των Ηνωμένων Εθνών και το «δικαίωμα της για αυτοδιάθεση» αναγνωρίσθηκαν από τις συμφωνίες της 16ης Αύγουστου, 1960, που διαμόρφωσαν ένα ακέραιο κράτος και καθόρισαν την φύση του συντάγματος της ιδίας ημερομηνίας. Το αποτέλεσμα των συμφωνιών αυτών, ήταν αναμφίβολα η απαγόρευση της μεταβολής του συντάγματος από τον λαό της Κύπρου η της αλλαγής των βασικών άρθρων τα οποία διαμόρφωσαν το κράτος η τον διαμελισμό της χώρας. Η Ελληνοκυπριακή ηγεσία ισχυρίζεται ότι αποδέχθηκε τις πιο πάνω απαγορεύσεις κάτω από το κράτος βίας, γιατί αν δεν τις αποδεχόταν θ’ αντιμετώπιζε τον κίνδυνο διαμελισμού της χώρας. Ο πολιτικός σκοπός των Ελληνοκυπρίων ήταν, έτσι, η εξασφάλιση για την Κύπρο μιας «αδέσμευτης ανεξαρτησίας», η οποία θα επέτρεπε στον πληθυσμό της νήσου ν’ αποφασίσει ελεύθερα για το μέλλον του, σύμφωνα με τις αρχές της διακυβέρνησης από την πλειονότητα και της ασφάλειας της μειονότητας… και να έχουν το δικαίωμα παραγνώρισης των απαγορεύσεων που απορρέουν από τις συμφωνίες, τόσο επί των εσωτερικών θεσμών του κράτους όσο και των εξωτερικών του σχέσεων.

»Από την άλλη, η τουρκοκυπριακή ηγεσία και η Κυβέρνηση της Τουρκίας δεν αμφισβητούν την απαγορευτική φύση των κανονισμών με βάση τους οποίους η Κύπρος απέκτησε την ανεξαρτησία της… Ισχυρίζονται ότι οι περιορισμοί αυτοί ήταν αναγκαίοι και σκόπιμοι, για να εξασφαλισθεί στους Τουρκοκυπρίους η μεταχείριση τους, όχι σαν μειονότητας, αλλά σαν κοινότητας με ιδιαίτερα πολιτικά δικαιώματα και να εξασφαλισθεί για την Τουρκία μια ισορροπία στην Ανατολική Μεσόγειο, που σύμφωνα με την άποψη της Τουρκικής Κυβέρνησης θα διαταρασσόταν επικίνδυνα αν η Κύπρος γινόταν ελληνική επαρχία…

»… Επίσης ισχυρίζονται ότι οποιοδήποτε δικαίωμα αυτοδιάθεσης θα παρεχωρείτο στους Ελληνοκυπρίους θα έπρεπε να παραχωρηθεί χωριστά προς την Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Αν οι Ελληνοκύπριοι ασκήσουν το δικαίωμα να ενωθούν με την Ελλάδα οι Τουρκοκύπριοι θα ήταν ελεύθεροι να ασκήσουν το δικαίωμα Ένωσης με την Τουρκία, επιμένοντας έτσι στον διαμελισμό της χώρας».

Κατέληξαν στην ανεξαρτησία αλλά  έδιναν διαφορετικό περιεχόμενο

Από τις αντιθέσεις ο Μεσολαβητής κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι δυο πλευρές κατέληξαν στην κοινή θέση μιας ανεξάρτητης Κύπρου με επαρκή κατοχύρωση των δικαιωμάτων ολόκληρου του λαού. Αλλά, παρατηρούσε, οι δυο πλευρές διαφωνούσαν στο περιεχόμενο της ανεξαρτησίας:

«Οι Ελληνοκύπριοι συνδέουν τις επιδιώξεις τους για αδέσμευτη ανεξαρτησία με την αξίωση για δικαίωμα αυτοδιάθεσης. Πολλοί από αυτούς δεν αποκρύπτουν την ελπίδα και την πίστη τους και η Τουρκοκυπριακή ηγεσία τις υποψίες και τον φόβο της ότι σκοπός και αποτέλεσμα της άσκησης του δικαιώματος αυτού… θα είναι η πραγματοποίηση της πολυπόθητης επιδίωξης για Ένωση με την Ελλάδα. Οι ελπίδες αυτές των Ελλήνων από την μια και οι φόβοι των Τουρκοκυπρίων από την άλλη, έχουν ενισχυθεί από το γεγονός ότι η αναγκαία συναίνεση της Ελληνικής Κυβέρνησης (για την Ένωση) θα δοθεί…».

Η προσωπική άποψη του Πλάζα ήταν ότι το θέμα της Ένωσης «είναι το μόνο διαχωριστικό και το πιο εκρηκτικό σημείο του Κυπριακού προβλήματος» και δεν είχε καμιά αμφιβολία ότι η Τουρκία θα αντιμετώπιζε την πραγματοποίηση της με «σθεναρή αντίσταση». Ακόμα πρόσθετε: «Γνωρίζω καλά ότι δεν υπάρχει κοινό έδαφος συνεννόησης, τόσο μεταξύ των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων, όσο και μεταξύ των Κυβερνήσεων Κύπρου και Ελλάδας, σχετικά με τη μορφή που θα έπαιρνε η Ένωση και ποια θα ήταν τα αποτελέσματα και ο τρόπος της εφαρμογής της».

Ο Πλάζα κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό αφού ζήτησε διευκρινήσεις που αφορούσαν όχι μόνο πολιτικά θέματα, αλλά και οικονομικά (γεωργία, εμπόριο, νομισματικό σύστημα) και κοινωνικά γιατί, όπως ανέφερε «…δεν είχα καμιά αμφιβολία ότι η εφαρμογή της Ένωσης, έστω και αν γινόταν δεκτή στο στοιχείο λύσης, θα περιέκλειε πολύ πολύπλοκα θέματα, πολιτικά, οικονομικά και άλλα». Εξ αιτίας των προβλημάτων αυτών και για άλλους λόγους, ο Πλάζα απέρριπτε τη διχοτόμηση («ταξίμ») σαν χειρότερη λύση.

Κατά τις επαφές του με την Κυπριακή Κυβέρνηση δεν είχε συζητηθεί το θέμα της Ένωσης, αλλά ο Αρχιεπίσκοπος, σημειώνει, «με πληροφόρησε ότι η Ένωση υπήρχε σαν αρχικός σκοπός της εξέγερσης του κυπριακού λαού κατά της βρετανικής διακυβέρνησης και είμαι της γνώμης ότι το αίτημα της Ένωσης συγκινεί πάντα την πλειοψηφία του λαού της Κύπρου».  Ωστόσο, είπε ο Μακάριος, αναφέρει ο Πλάζα, «η επίσημη θέση της Κυπριακός Κυβέρνησης αποσκοπεί κατ’ αρχή στην αδέσμευτη ανεξαρτησία, που περιλαμβάνει το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης».

Το θέμα των βάσεων, που σχετιζόταν με την αποστρατικοποίηση της Κύπρου, το είχε συζητήσει στο Λονδίνο με τη Βρετανική Κυβέρνηση, η οποία τον πληροφόρησε ότι εφόσον οι βάσεις δεν αποτελούσαν έδαφος της Δημοκρατίας «δεν αποτελούν αφορμή της σημερινής κρίσης». Αλλά «ενθαρρύνθηκα», αναφέρει, «να πιστέψω ότι αν το ζήτημα των βάσεων γίνει ουσιώδες για τη διευθέτηση του όλου θέματος θα μπορούσε να υπάρξει κάποια χρήσιμη επαφή μεταξύ των ενδιαφερομένων».

Η «ειλικρινής προσωπική άποψη» του Πλάζα ήταν ότι η επιδίωξη της Ένωσης και η εφαρμογή της θα οδηγούσε σε εχθροπραξίες στην Ανατολική Μεσόγειο και υποδείκνυε ότι μπροστά στο λαό θα έπρεπε να τεθεί το ερώτημα όχι απλώς για ανεξαρτησία, αλλά για διαρκή ανεξαρτησία.

Η θέση της ελληνοκυπριακής ηγεσίας, παρατηρούσε, είναι ότι η λύση θα έπρεπε να αποβλέπει σ’ ένα ενιαίο κράτος, στο οποίο η πλειοψηφία κυβερνά και η μειοψηφία προστατεύεται. Αντίθετα, η τουρκική πλευρά επιθυμούσε ομοσπονδιακό σύστημα, στο οποίο θα υπήρχε μια αυτόνομη τουρκοκυπριακή και μια αυτόνομη ελληνοκυπριακή κυβέρνηση, με βάση τον γεωγραφικό διαχωρισμό των δυο κοινοτήτων. Αλλά υπεδείκνυε «δεν υπάρχουν οι εδαφικές προϋποθέσεις για τέτοιο διαχωρισμό. Ακόμα και οι θύλακοι, στους οποίους συγκεντρώθηκαν οι Τουρκοκύπριοι μετά τα γεγονότα του Δεκεμβρίου (1963) βρίσκονται κατασπασμένοι σ’ όλη την νήσο».

Και κατέληγε στο ίδιο θέμα: «Η γνώμη μου είναι ότι ο διαχωρισμός των κοινοτήτων είναι εντελώς απαράδεκτος για την πλειοψηφία του κυπριακού λαού και δεν είναι δυνατό να προωθηθεί χωρίς την άσκηση βίας πάνω στην πλειοψηφία… Οι Τούρκοι θα ήθελαν ομοσπονδιακά σύνορα που να χωρίζουν τη Λευκωσία και την Αμμόχωστο στα δυο… Η γνώμη μου είναι ότι μια τέτοια διευθέτηση θα δημιουργούσε εξαιρετικά εκρηκτικά σύνορα μεταξύ της Ελλάδος και της Τουρκίας. Αυτό θα είχε σαν αποτέλεσμα οι δυο ευέξαπτοι λαοί να μεταφέρουν τον πόλεμο στα μητροπολιτικά εδάφη, γεγονός που θα έβαζε σε κίνδυνο την διαρκή ειρήνη. Τέτοια λύση διαχωρισμού των δυο κοινοτήτων θα ήταν βήμα απελπισίας προς την λανθασμένη κατεύθυνση».

Γι’ αυτό, ανέφερε «αισθανομαι ότι η τουρκοικυπριακή κοινότητα πρέπει να προστατευθεί και να τύχει εγγυήσεων. Αυτό όμως δεν επιτυγχάνεται με τον γεωγραφικό διαμελισμό».

Στο θέμα των διεθνών εγγυήσεων δεν έπαιρνε θέση, άλλα απλώς επεσήμενε ότι για τους Έλληνες οι εγγυήσεις αυτές ήταν «στίγμα», ενώ οι Τούρκοι αισθάνονταν ότι είχαν πικρή πείρα, γιατί παρά τις εγγυήσεις είδαν αρκετά από τα δικαιώματα τους να τους αφαιρούνται με τη βία. Η μόνη «ουσιαστική» εισήγηση της έκθεσης Πλάζα ήταν να επιχειρηθεί εξεύρεση λύσης με απ’ ευθείας συνομιλίες μεταξύ των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.

Τόνιζε: «Αν έχω να κάμω οποιαδήποτε επίσημη εισήγηση, είναι τα ενδιαφερόμενα μέρη να προσπαθήσουν κάτω από το φως των παρατηρήσεων που έκαμα στην έκθεση, να δουν καθαρά τον δρόμο και να συναντηθούν -στην παρουσία μου η χωρίς αυτή, σύμφωνα με την επιθυμία τους -σε κατάλληλο μέρος όσο το δυνατό στην πιο σύντομη ευκαιρία. Κατά την άποψη μου η διαδικασία που έχει τις μεγαλύτερες πιθανότητες να καρποφορήσει είναι μια τέτοια συνάντηση ή σειρά συναντήσεων με την πρώτη ευκαιρία μεταξύ των αντιπροσώπων των κυπριακών κοινοτήτων, της ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Ομως η εισήγηση μου με κανένα λόγο δεν αποκλείει διαζευκτικές ενέργειες, που θα κρίνονταν αποδεκτές- είτε αρχικές συναντήσεις μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών ή σειρά από συναντήσεις, διαδοχικές η και ταυτόχρονες σε διαφορετικά επίπεδα και μεταξύ διαφορετικών ομάδων και μερών».

Πως η Τουρκία τορπίλισε την έκθεση και τερμάτισε την αποστολή

Η επίσημη θέση των κυβερνήσεων Κύπρου και Ελλάδος καθορίστηκε με σχεδόν ταυτόσημες ανακοινώσεις τους στις 7 Απριλίου. Η κυπριακή κυβέρνηση θεωρούσε τις περισσότερες διαπιστώσεις της έκθεσης σαν εποικοδομητικές. Ιδιαίτερα το κεφάλαιο για τα κριτήρια πάνω στα οποία θα έπρεπε να βασίζεται η λύση του προβλήματος.

Επιβεβαίωνε επίσης τη θέση της για την αδέσμευτη ανεξαρτησία, «περιέχουσαν το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης σύμφωνα προς τις αρχές των Ηνωμένων Εθνών, ως και την προστασίαν των δικαιωμάτων της τουρκικής μειονότητας» και ζητούσε τη συνέχιση της μεσολάβησης Πλάζα. Ωστόσο διατύπωνε μια σοβαρή επιφύλαξη για την εισήγηση της έκθεσης για αυτοπεριορισμό του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης.

Η ανακοίνωση της ελληνικής κυβέρνησης, που διέφερε μόνο φραστικά σε μερικά σημεία, περιείχε ένα πρόσθετο στοιχείο, που άφηνε περιθώρια νια αυτοπεριορισμό του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης: «Η ελληνική κυβέρνηση επαναλαμβάνει, ότι θα σεβασθεί το δικαίωμα του κυπριακού λαού όπως  ρυθμίσει ελεύθερα ο ίδιος το μέλλον του».

Η θέση της Τουρκίας ήταν από την αρχή αρνητική. Ο Υπουργός Εξωτερικών Χασαν Ισιήκ δήλωσε στην Εθνοσυνέλευση την 1 Απριλίου, ότι ο Γκάλο Πλάζα είχε υπερβεί τους όρους εντολής του. Γι’ αυτό, τόνιζε, η Τουρκία δεν μπορούσε να δεχθεί τις απόψεις του και θεωρούσε ότι η αποστολή του είχε τερματισθεί. Μετά την αρνητική στάση της Τουρκίας και οι Τουρκοκύπριοι έκαμαν το ίδιο. Το τέλος της μεσολάβησης του Γκάλο Πλάζα πλησίαζε πλέον καθώς η Τουρκία με την εντελώς αρνητική της θέση δεν άφηνε άλλα περιθώρια.  Κι έτσι η έκθεση η μοναδική στο είδος της, παραμερίστηκε τελικά. Το μόνο ίσως που υιοθετήθηκε ήταν η ιδέα για ενδοκυπριακό διάλογο που άρχισε το 1968.

Μόνο με έγκριση από το λαό  η συμφωνία

Ο Πλάζα όμως παρατηρούσε στη συνέχεια ότι οποιαδήποτε συμφωνία θα έπρεπε να εγκριθεί από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη και ότι αν τελικά η διαδικασία που εισηγείτο θα οδηγούσε σε κάποια συμφωνία, θα έπρεπε να ζητηθεί η έγκριση της από τον λαό που θα έπρεπε να κληθεί να την εγκρίνει η να την απορρίψει στο σύνολό της».

Η έκθεση Πλάζα δεχόταν βασικά τις απόψεις της κυπριακής Κυβέρνησης σχετικά με τη διάρθρωση ενός ανεξάρτητου Κράτους. Απέκλειε όμως την Ένωση σαν λύση και παράλληλα ζητούσε αυτοδέσμευση της ανεξαρτησίας για την μη άσκηση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης.

Για τα δύο αυτά σημεία επικρίθηκε από την ελληνική πλευρά. Συγκεκριμενα, για το θέμα της Ενωσης επικρίθηκε έντονα η έκθεση από τη Γριβική παράταξη. Ο ίδιος ο Στρατηγός Γρίβας, σε ομιλία του για την 1η Απριλίου, που μεταδόθηικε από την τηλεόραση, είπε έμμεσα αλλά πολύ καθαρά: «Ας μην αναζητεί η διεθνής διπλωματία να κατασκευάσει λύσεις, γιατί μια μόνο λύση υπάρχει για μας, υπαγορευομένη από το γραπτό και άγραφο δίκαιο και την ηθική: η Ενωσις».