Από τεστ κοπώσεως θα περάσει πριν το τέλος του χρόνου το Κυπριακό, με τους τρίτους παίκτες να θεωρούν πως τα δεδομένα έχουν διαφοροποιηθεί μετά την «εκλογή» του Τουφάν Ερχιουρμάν στην ηγεσία του κατοχικού καθεστώτος, ενώ στην εξίσωση επιχειρείται να μπουν και τα «θέλω» της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Φαίνεται να διαδραματίζεται ένα παιχνίδι, όπου εταίροι μας, που ευνοούν την προσέγγιση με την Άγκυρα, να κινούνται παρασκηνιακά. Μέσα σε αυτή την γενική προσέγγιση, διαφόρων και διαφορετικών συμφερόντων και επιδιώξεων, εντάσσεται και το Κυπριακό. Μπαίνει στην ατζέντα κυρίως για να αποτραπούν τυχόν «ατυχήματα» από την αντίδραση της Λευκωσίας, αλλά και της Αθήνας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα υπάρξει αποτέλεσμα.
Είναι προφανές ότι το Κυπριακό θα επανέλθει στο προσκήνιο καθώς το επιδιώκει ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες, ο οποίος ουσιαστικά δεν έχει άλλο διεθνές πεδίο για να δράσει. Στα υπόλοιπα και σημαντικά διεθνή θέματα είναι σαφές πως τα Ηνωμένα Έθνη έχουν ρόλο κομπάρσου.
Προφανώς και στην άτυπη Πενταμερής Διάσκεψη, που θα συγκαλέσει ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών, Αντόνιο Γκουτέρες, σε χρόνο που ακόμη δεν καθορίσθηκε, πολλά θα κριθούν. Αναμένεται, πάντως, στην Κύπρο, το πρώτο δεκαήμερο Νοεμβρίου, η Προσωπική Απεσταλμένη του Γ.Γ. του ΟΗΕ, Μαρία Άνχελ Ολγκίν, για να προετοιμάσει το έδαφος. Υπενθυμίζεται ότι με πρωτοβουλία του ΟΗΕ οργανώνεται συνάντηση της Τεχνικής Ομάδας Νεολαίας, από την 31η Οκτωβρίου μέχρι την 3η Νοεμβρίου, στο Αμμάν της Ιορδανίας. Παρούσα στο σεμινάριο αυτό θα είναι η Μαρία Άνχελ Ολγκίν. Η δεύτερη κίνηση, που προγραμματίζεται θα γίνει αρχές Δεκεμβρίου, στο Όσλο της Νορβηγίας και θα είναι μια ανοικτή συζήτηση μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.
Όπως, πάντως, αναφέρουν ενημερωμένες πηγές, στη Νέα Υόρκη αλλά και σε διάφορες πρωτεύουσες, θεωρούν πως η βασική εργασία θα πρέπει να γίνει πριν το τέλος του τρέχοντος χρόνου καθώς εκτιμούν ότι δύσκολα θα υπάρξει κινητικότητα επί Κυπριακής Προεδρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το πρώτο εξάμηνο του 2026. Κυρίως γιατί θα αντιδρά η τουρκική πλευρά. Η Άγκυρα φαίνεται πως θα επιδιώξει να αποφύγει συμμετοχή σε συνόδους της Ε.Ε. επί Κυπριακής Προεδρίας. Θα περιοριστεί σε επαφές σε τεχνοκρατικό επίπεδο. Αλλά και για το Κυπριακό δεν θα θέλει συζητήσεις καθώς λόγω της Προεδρίας, θα θεωρείται ενισχυμένη η Λευκωσία.
Η…ευκαιρία Ερχιουρμάν
Είναι σαφές πως οι περισσότεροι τρίτοι θεωρούν ως ευκαιρία την επιλογή Ερχιουρμάν στην ηγεσία του κατοχικού καθεστώτος. Δεν τον συγκρίνουν μόνο με τον Τατάρ, αλλά τον θεωρούν έναν διαλλακτικό, ο οποίος μπορεί να αλλάξει τα δεδομένα στο Κυπριακό, σε ό,τι αφορά την τουρκική στάση. Αυτό, όμως, δεν επιβεβαιώνεται από την εν γένει συμπεριφορά του ίδιου του Τουφάν Ερχιουρμάν, ο οποίος υιοθετεί μια θολή πολιτική στο Κυπριακό, ώστε διά της εποικοδομητικής ασάφειας, ο καθένας να την ερμηνεύει όπως επιθυμεί. Έχοντας την «έξωθεν καλή μαρτυρία», κινείται μεταξύ της επίσημης τουρκικής πολιτικής για δυο κράτη και τη δική του ρητορική για ομοσπονδία, ισορροπώντας διά ακροβατισμών, με στόχο την πολιτική του επιβίωση. Άλλωστε χωρίς να αναφέρεται σε «ταμπέλες», που έχουν σημασία ως προς τη μορφή της λύσης, περιορίζεται στην περιγραφή του μοντέλου. Έχει περιγράψει την επιδίωξη του, η οποία συνίσταται στο εξής: «…δύο ισότιμα ιδρυτικά κράτη, το ένα των Τουρκοκυπρίων και το άλλο των Ελληνοκυπρίων, παγκοσμίως αναγνωρισμένα, θα ασκούν κυριαρχικά τις εξουσίες τους, σε ένα διμερές, δικοινοτικό σύστημα, όπου οι δύο κοινότητες θα λαμβάνουν από κοινού αποφάσεις σε θέματα όπως η ενέργεια, θαλάσσιες ζώνες, εμπορικούς δρόμους, ασφάλεια του νησιού και άλλα θέματα».
Είναι σαφές και από τις προϋποθέσεις που θέτει ο νέος ηγέτης του κατοχικού καθεστώτος, ότι είναι εναρμονισμένος με τους προκατόχους του. Ειδικά η αναφορά ότι σε περίπτωση αδιεξόδου, θα πρέπει να αλλάξει το καθεστώς των Τουρκοκυπρίων. Σε σχέση με την ιδέα αυτή, που δεν είναι καινούργια, τίθενται μια σειρά ερωτήματα: Θα υπάρξει μηχανισμός κατανομής ευθυνών και ποιοι θα έχουν αυτή την αρμοδιότητα; Κι εάν φταίει η τουρκική πλευρά, τι θα γίνει; Εάν φταίνε και οι δυο; Περαιτέρω, θέτει ζήτημα καθορισμού χρονοδιαγράμματος, που συνδέεται άρρηκτα με την επιδιαιτησία.
Η τακτική Ερχιουρμάν βολεύει τον ίδιο για να επιβιώσει, βολεύει και την Άγκυρα καθώς θα εκφράζει ένα άλλο προσωπείο, που αλλάζει στυλ και τόνο, αλλά τίποτε επί της ουσίας. Κι αυτό γιατί στην κρίσιμη στιγμή την απόφαση θα λαμβάνει η Τουρκία.
Η στάση της Λευκωσίας
Η Κυπριακή Δημοκρατία παρακολουθεί τις κινήσεις των τρίτων αλλά και τις τουρκικές. Εκείνο που σημειώνεται από αξιωματούχους στη Λευκωσία είναι πως όλα θα κριθούν στην άτυπη Πενταμερή. Όλοι ενώπιον όλων θα πρέπει να τοποθετηθούν στα κρίσιμα σημεία. Χωρίς ρητορικές εξάρσεις αλλά επί της ουσίας. Την ίδια ώρα, η Λευκωσία γνωρίζει πως η τακτική της κατοχικής πλευράς είναι να φορτώσει την ευθύνη της νέας προσπάθειας στην ελληνική πλευρά. Τούτο, όπως θεωρούν στην Άγκυρα, θα ανοίξει το δρόμο για αναβάθμιση του ψευδοκράτους.
Η Κυπριακή Δημοκρατία, πάντως, κινείται σε διάφορα επίπεδα για να ενημερώσει τρίτους, αλλά και για τους εμπλέξει, ώστε να συμβάλουν προς τη σωστή κατεύθυνση των προσπαθειών των Ηνωμένων Εθνών. Στην εξίσωση, πάντα, η αξιοποίηση της γεωπολιτικής της προίκα.
Η προσάρτηση γίνεται αλλά δεν ανακοινώνεται…
Η τοποθέτηση του ηγέτη του τουρκικού ακροδεξιού κόμματος ΜΗΡ Ντεβλέτ Μπαχτσελί, με την οποία ζήτησε προσάρτηση των κατεχομένων στην Τουρκία, ως αντίδραση στο αποτέλεσμα των παράνομων «εκλογών» στο ψευδοκράτος, δεν έγινε τυχαία. Δεν έγινε τυχαία καθώς ο Μπαχτσελί δεν είναι τυχαίος, αλλά ο κυβερνητικός εταίρος του Ερντογάν, τον οποίο ο Τούρκος Πρόεδρος έχει ανάγκη στο εσωτερικό πολιτικό παιχνίδι. Η προσάρτηση δεν πρόκειται για ένα εύκολο εγχείρημα κι αυτό το γνωρίζουν στην Τουρκία. Ωστόσο, είναι υπαρκτό σενάριο, το οποίο έτυχε επεξεργασίας και μπήκε στο ράφι, σε πρώτη ωστόσο ζήτηση.
Υπενθυμίζεται ότι ο Μουσταφά Ακιντζί, σε συνέντευξή του στην τουρκοκυπριακή εφημερίδα «Γενίν Ντουζέν», τον Αύγουστο του 2021, είχε αναφέρει ότι ο στόχος της Τουρκίας είναι η προσάρτηση των κατεχομένων. Είπε πως υπάρχει μια διαδικασία μετατροπής της κατεχόμενης Κύπρου σε επαρχία της Τουρκίας, «που γίνεται ολοένα και πιο εμφανής στις συνθήκες της μη λύσης». Περαιτέρω επεσήμανε ότι αυξάνεται πιο πολύ η εξάρτηση της κατεχόμενης Κύπρου από την Τουρκία. Απαντώντας σε ερώτηση αν θα προσαρτηθεί η «ΤΔΒΚ» στην Τουρκία, ο Ακιντζί ανέφερε ότι «αυτό είναι που επιθυμείται ουσιαστικά, αυτός είναι ο στόχος στο πίσω μέρος του μυαλού».
Γιατί, όμως, να προσαρτήσει τα κατεχόμενα η Τουρκία προκαλώντας διεθνείς αντιδράσεις; Τα κατεχόμενα είναι πλήρως ελεγχόμενα. Με το στρατό που διαθέτει και τον έλεγχο σε όλα τα επίπεδα της τοπικής κοινωνίας των κατεχομένων, η περιοχή ξεπερνά σε έλεγχο ακόμη και τουρκικές επαρχίες. Άλλωστε, τα έργα εξάρτησης, όπως το νερό είναι σημαντικά για τα κατεχόμενα όπως. Πρόκειται για έργα επιβίωσης. Είναι δε προφανές πως κατεχόμενα δεν μπορούν να «αναπνεύσουν» χωρίς το έμβασμα από την Τουρκία, η οποία όταν θέλει να κατευνάσει κάποιες αντιδράσεις, διαφορετικές «απόψεις», κλείνει την στρόφιγγα.
Συνεπώς η προσάρτηση, η ενσωμάτωση, στήνεται βαθμηδόν, υφίσταται αλλά δεν ανακοινώνεται. Και δεν ανακοινώνεται γιατί γνωρίζουν στην Άγκυρα τις επιπτώσεις που θα έχουν. Επιπτώσεις, που θα επηρεάσουν στρατηγικές επιδιώξεις της κατοχικής πλευράς, όπως οι σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ο αλαζονικός προσκεκλημένος
Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Χακάν Φιντάν, παρουσιάσθηκε αλαζονικός και απαιτητικός έναντι των ομολόγων του της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στη σύνοδο του Λουξεμβούργου. Ο Φιντάν ήταν φιλοξενούμενος, και μάλιστα της τελευταίας στιγμής, πλην όμως, συμπεριφέρθηκε ως να ήταν η υπερδύναμη, που μοιράζει παιχνίδι. Ανέπτυξε μια λογική σύμφωνα με την οποία η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ανάγκη την Τουρκία κι όχι το αντίθετο. Αναφέρθηκε στο ρόλο της Τουρκίας και ανέδειξε το σχέδιο για τη Μαύρη θάλασσα. Η Άγκυρα έχει στρατηγικές επιδιώξεις, υπέρμετρες επιδιώξεις, αλλά θέλει να έχει και οικονομικό όφελος. Εξ ου και οι απαιτήσεις για βίζα και αναβάθμιση της τελωνειακής ένωσης. Ο υπουργός Εξωτερικών, Κωνσταντίνος Κόμπος, στη διάρκεια της συνόδου του Λουξεμβούργου, απάντησε στον Φιντάν, εγείροντας ζητήματα που άπτονται αρχές που διέπουν τις σχέσεις της Ε.Ε. με κράτη-μέλη.