>Πολύ αφελής ερώτηση: Αν ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας δεν επεδείκνυε το (χωρίς προηγούμενο) θάρρος που επέδειξε και δεν αναλάμβανε την ευθύνη σχετικά με την καταδικαστική απόφαση του ΕΔΔΑ, ποια θα ήταν η διαφορά σε σχέση με τώρα που την ανέλαβε; Αλλάζει κάτι; Η διαφορά κ. Αγγελίδη έγκειται στο ότι εφεξής το κάθε θύμα βιασμού θα σκέφτεται ότι τυχόν καταγγελία που θα υποβάλει θα εξεταστεί και πάλιν από εσάς, οπόταν θα του μείνει μόνο ο διασυρμός. Άρα; Άρα γιατί να υποβάλει καταγγελία αφού, σωστά ή λανθασμένα, θα θεωρεί πως δεν λειτουργείτε ως Νομική Υπηρεσία αλλά σαν πλυντήριο βιαστών; Ο κ. Αγγελίδης δεν τόλμησε καν να αναλάβει την ευθύνη την οποίαν υποτίθεται ότι ανέλαβε, διότι τι σημαίνει ότι μετά την καταχώρηση της υπόθεσης για βιασμό «προέκυψαν νέα στοιχεία και μαρτυρίες  τα οποία είχαμε υποχρέωση να τα αξιολογήσουμε,  η ομάδα δικηγόρων της Νομικής Υπηρεσίας, συμπεριλαμβανομένου και εμένα»; Η ομάδα των δικηγόρων και εσείς προσωπικά ή εσείς προσωπικά και ομάδα δικηγόρων; Δεν είχες το γενικό πρόσταγμα κ. Αγγελίδη; Σε παρέσυραν; Επιθυμούσες διακαώς να εκδικάσεις την υπόθεση και δεν σε άφησαν; Ακόμη και αυτό να συνέβαινε, που δεν νομίζω, ως βοηθός γενικός Εισαγγελέας και όχι βοηθός Γενικού Εισαγγελέα (που σου πέφτει λίγο) όφειλες αν είχες (πως να το πω;) το αίσθημα, τέλος πάντων, της ευθύνης, να πεις «εγώ απεφάσισα». Δηλαδή, και οι υπόλοιποι νομικοί που εξέτασαν την υπόθεση έχουν τις ίδιες «ευαισθησίες» μαζί σου;

>Αλλά αντί να πεις «εγώ αποφάσισα», είπες περίπου αυτό που είπε και ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ «Το κράτος είμαι εγώ» (L’ Etat c’ est moi), παραφράζοντας το στο «η δικαιοσύνη είμαι εγώ». Διότι, τι ήθελε να πει ο ποιητής (ο βοηθός Γενικός Εισαγγελέας) αναφέροντας: «Δεν μπορώ να παραβλέψω τα αιτήματα, τους βομβαρδισμούς, όσον αφορά στο ζήτημα παραίτησης. Θεωρώ ότι το συγκεκριμένο αίτημα, για εμένα, θεωρείται ως άμεση απειλή προς τη Δικαιοσύνη». Είστε η Δικαιοσύνη; Αυτή είναι η Δικαιοσύνη της Κύπρου; Βεβαίως ο κ. Αγγελίδης πήγε πιο μακριά τη βαλίτσα αναφέροντας: «Βασικά αυτοί, που χωρίς καν να διαβάσουν την απόφαση, ξεκίνησαν οργανωμένα και χτυπούν τον Θεσμό αλλά και εμένα προσωπικά, στην ουσία επιχειρούν να επιβάλουν είτε στη Νομική Υπηρεσία, είτε στον Γενικό Εισαγγελέα, είτε στον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα, είτε στους δημόσιους κατήγορους και στο μέλλον στα δικαστήρια, να αποφασίζουν με συγκεκριμένο τρόπο. Επιχειρούν να επιβάλλουν αποφάσεις και να αφαιρέσουν την ελεύθερη κρίση από τη Δικαιοσύνη».

>Είναι εμφανές, όμως, πως άλλοι αποφασίζουν με «συγκεκριμένο τρόπο». Και συνέχισε το βιολί του ο κ. Αγγελίδης: «Θα έπρεπε να ζητήσουμε την παραίτηση των δικαστών του πρωτοδικείου Δικαστηρίου και του Εφετείου -του Ανωτάτου Δικαστηρίου ουσιαστικά κατά τον τότε ουσιώδη χρόνο- των δικαστών που έλαβαν μέρος και κρίθηκαν ότι παραβίασαν αυτό το δικαίωμα; Η απάντηση για μένα είναι απλή. Σας λέω ότι ούτε οι δικαστές, ούτε ο Γενικός Εισαγγελέας, ούτε ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας, ούτε οι δημόσιοι κατήγοροι, οι λειτουργοί μας που καθημερινά είναι στα δικαστήρια και μάχονται για προάσπιση και υποστήριξη των θυμάτων, είναι αναλώσιμοι και δεν είναι διαθέσιμοι στις ορέξεις μικροπολιτικών και λαϊκίστικων προσεγγίσεων. Λυπούμαι, δεν είναι σκοπός να μπω σε αντιπαράθεση με κανέναν. Οι ανακοινώσεις είναι εκεί, τα κίνητρα είναι εκεί, η απάντηση είναι αυτή που σας έχω δώσει. Κανένας από αυτούς δεν είναι αναλώσιμος στις ορέξεις του οποιουδήποτε!».

>Για να ενισχύσει το αφήγημά του ο κ. Αγγελίδης διερωτήθηκε: «Θα πρέπει να παραιτείται ένας πρωτόδικος δικαστής επειδή ανατράπηκε η απόφασή του από το Εφετείο; Θα πρέπει να παραιτούνται δικαστές εφέτες επειδή ανατράπηκε η απόφασή τους από το τριτοβάθμιο δικαστήριο»; Εδώ κ. Αγγελίδη, παύουν δικαστές πριν καν τους διορίσουν και πριν ανατραπούν οι αποφάσεις τους και δίχως να έχουν διασύρει την Κυπριακή Δημοκρατία κι εσείς μας ρωτάτε αν πρέπει να παραιτείται ένας πρωτόδικος δικαστής επειδή ανατράπηκε η απόφασή του από το Εφετείο; Αν έχετε αμφιβολία ρωτήστε την κ. Βαρωσιώτου.

Οφείλουμε, πάντως, να καταγράψουμε πως «την ανάγκη φιλοτιμία ποιούμενος» αναγνώρισε, πως «η κατάληξη (του ΕΔΔΑ) ήταν ότι οι διαδικασίες που ακολουθήθηκαν και η εφαρμογή τους στη συγκεκριμένη υπόθεση οδήγησαν σε παραβίαση των δικαιωμάτων της παραπονούμενης. Βεβαίως για να απαλλάξει τον εαυτόν του, μας είπε επίσης πως «το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε κακή πίστη, ή καταχρηστική διαδικασία, ή αλλότρια κίνητρα, ή πρόθεση για παραβίαση των δικαιωμάτων του θύματος». Αλλά για να πληρωθεί το ρηθέν, «απόν αντρέπεται ο κόσμος εν δικός του, ο κ. Αγγελίδης ανέφερε και τα ακόλουθα: «Δυστυχώς όμως, και οφείλω να το πω, χωρίς να μπω σε αντιπαράθεση με κανένα, ζούμε σε εποχές όπου ο τίτλος και οι ατάκες είναι τέχνη και επιστήμη για να επιτύχουν κάποιοι άλλους σκοπούς, εκτός από την έγνοια για προστασία των θυμάτων. Αντίθετα, εκθέτουν περισσότερο τα θύματα, τα άτομα, τις οικογένειες, εκθέτουν ανήλικους σε κινδύνους και καταπατούν οι ίδιοι δικαιώματα και “βιάζουν” αξιοπρέπειες».

>Προσωπικά δεν μπορώ να διερμηνεύσω το πως αισθάνεται ο μέσος πολίτης, αν και έχω την αίσθηση, πως θεωρεί ότι με όσα λέγονται αυτό που βιάζεται είναι η νοημοσύνη του και χάνει την εμπιστοσύνη του, δυστυχώς όχι μόνο προς το πρόσωπο του βοηθού Γενικού Εισαγγελέα αλλά και αυτής τούτης της δικαιοσύνης ως συνόλου και ως θεσμού. Όμως, για να μην ξεχνιόμαστε καταγράφουμε όχι τους ισχυρισμούς οποιουδήποτε αλλά του ιδίου του ΕΔΔΑ, το οποίο ελπίζω να μην θεωρηθεί από όσους βλέπουν φαντάσματα (μέρα μεσημέρι), ότι έχει μένος με τον βοηθό Γενικό Εισαγγελέα και με τη Νομική Υπηρεσία: Ήταν εύρημα του ΕΔΔΑ ότι η αντιμετώπιση των αρμόδιων αρχών (Αστυνομίας και Νομικής Υπηρεσίας) στους ισχυρισμούς της αιτήτριας για βιασμό της ήταν τέτοιοι, που δεν εκπλήρωσαν τη θετική υποχρέωση του Κράτους να εφαρμόσει τις σχετικές ποινικές διατάξεις στην πράξη μέσω αποτελεσματικής έρευνας και δίωξης. Οι κυπριακές Αρχές απέτυχαν, σύμφωνα με το ΕΔΔΑ, στο κεντρικό τους καθήκον να αξιολογήσουν το ζήτημα της συναίνεσης, κάτι που εξέθεσε την αιτήτρια σε δευτερογενή θυματοποίηση μέσω ενοχοποίησης και σεξιστικών προτύπων. «Σεξιστικά πρότυπα» λοιπόν. Οποία ντροπή! Αλήθεια, τελικά με ποιους μπλέξαμε;