Συχνά λέμε πως η σημερινή ομιλούμενη γλώσσα μας, η νέα Ελληνική εί­ναι προϊόν συνθέσεως της λόγιας και δημοτικής παράδοσης, που άρχισε ήδη να διαμορφώ­νεται από τα πρώτα μεταπολε­μικά χρόνια.

Η γλώσσα δέχτηκε την «επιμειξία» αυτή, όχι ως μείγμα, τυ­χαίο ανακάτωμα, αλλά ως κρά­μα, επιλογική γλωσσική σύνθε­ση. Δεν πρόκειται για τυχαία ανάμειξη στοιχείων, ενώ εξάλ­λου δεν πρόκειται για διγλωσ­σία, αλλά για δυο μορφές της ίδιας γλώσσας, για διμορφία.

Όσο και αν υποστηρίζουμε πως η γλώσσα μας είναι η Δημοτική και πως η Καθαρεύουσα έγινε το όχημα της συντηρητι­κής ιντελιγκέντσιας για να διαιω­νίζει την εξουσία της δεν μπο­ρούμε να παραγνωρίσουμε τη σημερινή γλωσσική πραγματικότητα.

Έτσι, ενώ θεωρητικά η Καθαρεύουσα έχει μπει στο περιθώ­ριο, στην πραγματικότητα απέ­κτησε νέα υφολογική αξία, που προσφέρει στον χωρίς προκα­ταλήψεις χρήστη της γλώσσας νέες δυνατότητες στην επικοι­νωνιακή του στρατηγική. Η Καθαρεύουσα φάνηκε χρήσιμη για να εκφράσει κάποιες συναισθη­ματικές καταστάσεις, τις οποίες καταγράφει διεξοδικά ο καθηγητής του Παν. Θεσσαλονίκης Μιχάλης Σετάτος1 όπως:
 
ειρωνεία:
λευκή περιστερά, οι ημέτε­ροι, δίκην πλασιέ.
«[…] ο λαϊκός ομιλητής πετυ­χαίνει με την Καθαρεύουσα την ειρωνεία. Όταν π.χ. σε μια φρά­ση της λαϊκής παραλλαγής πα­ρεμβάλλει την έκφραση «η συμβία μου» κοροϊδεύει τη θεσμική σχέση του […] (όπου σημ.1).
 
Παικτική διάθεση:
ο υποφαινόμενος, εις τας διαταγάς σας, έτερον ήμισυ, σφόδρα ερωτευμένος.
Παραδείγματα από τον Τύπο: «πρέπει πρώτα να χωρίσει, από την εν διαστάσει Βιετναμέζα σύζυγό του. […] Θα βρεθού­με ως «αι μωραί παρθένοι εκτός του νυμφώνος». […] Με τρικυμία εν κρανίω θα φέρουμε τον καινούργιο κόσμο;».   
 
-ηπιότερη έκφραση:
η χρήση αυτή γίνεται ιδιαίτε­ρα αισθητή σε «απαγορευμέ­νες» λέξεις (για να πούμε το ανείπωτο), όπως μεταστάς (=ο πεθαμένος), ιερόδουλη, κ.λπ.
Υπάρχουν όμως και άλλες χρήσεις της όπως συμβαίνει με τις στερεότυπες εκφράσεις: ξένος δά­κτυλος, ακρογωνιαίος λίθος, αφ’ υψηλού, βασιλικότερος του βασιλέως, ελαφρά τη καρδία, εμπόριον λευκής σαρκός, υπέρ πίστεως και πατρίδος κ.λπ.
Ιδιαίτερες επιδόσεις, λοιπόν, παρου­σιάζει η χρήση της Καθαρεύουσας στην αναπαραγωγή στερε­οτυπών εκφράσεων-κλισέ. Πολ­λές από αυτές αποδεικνύονται εύχρηστες, όμως πολλές φο­ρές τίθενται ως δείκτες γλωσσικής επάρκειας (οι γνωστές «ελληνικούρες»), ώστε διασπούν τη συνεκτικότητα ενός ρέοντα λόγου. Πάντως, παρατηρεί ο Σετάτος, «όποιος παρακολουθή­σει […] συνομιλίες απλών αν­θρώπων […] θα δοκιμάσει αλλε­πάλληλες εκρήξεις ακούγοντας να κυλούν από τα χείλη τους, σαν γάργαρο νερό, φράσεις όπως: έπεα πτερόεντα, το μέλ­λει γενέσθαι, άρον – άρον […] (όπου σημ.1).
 
Μέσον επιβεβαίωσης και επικύρωσης της σύμπνοιας μιας ομάδας:
Πρόκειται για τη γλώσσα με­μονωμένων (αλλά όχι λίγων) κοινωνικών ομάδων (δικηγόροι, γιατροί, αξιωματικοί, κληρικοί) μέσω της οποίας αναγνωρίζο­νται επαγγελματικά και δημι­ουργούν το αίσθημα της «συντεχνίας». Έτσι «οι γιατροί χρησιμοποιούν τους τύπους της σήψις, της σήψεως, ενώ δεν υπάρ­χει κανένας αντικειμενικός λό­γος να αποφεύγουν τους τύ­πους η σήψη, της σήψης…» 3
 
Συγκάλυψη άγνοιας, σύγχυσης, αβεβαιότητας:
Ήδη το 1903 ένας σπουδαί­ος ελληνιστής, ο Krumbacher, παρατήρησε ότι οι Έλληνες ομι­λητές, συχνά, όταν είχαν έλλει­ψη ιδεών κατέφευγαν σε γλωσσικά στοιχεία της Καθαρεύουσας και αυτό δεν είναι παράλο­γο, αφού καταργείται ο ζωντα­νός, φυσικός λόγος υπέρ του λεκτικού παφλασμού και της φαφλατολογίας.
«Πώς θα πει (κάποιος) που πονεί το δόντι;», παρατηρεί ο πνευματώδης δημοτικιστής, γιατρός Ελισσαίος Γιαννίδης. «Αν πει άλγω τον οδόντα ή άλ­γει μοι ο οδούς ή πονεί ο οδούς μου, αμέσως θα καταλά­βουν οι άλλοι, ότι για να λέει αυ­τός έτσι, βέβαια δεν του πονεί το δόντι, γιατί τη στιγμή που αρ­χίζει ο πονόδοντος τελειώνουν τα ψέματα, τελειώνει και η Καθαρεύουσα»4.
Η Καθαρεύουσα δεν λει­τουργεί πια ως κατεστημένο. Το αντίθετο· με τη σημερινή της μορφή στέκει υφολογικά ως ένα ιδιαίτερο σημειακό σύστη­μα, που εξυπηρετεί ανάλογες εκφραστικές ανάγκες, παρόλο που η υπερβολική χρήση της διασπά το ζωντανό προφορικό λόγο, τη στρωτή Δημοτική και είναι δίκαιο να διερωτάται κα­νείς αν θα τα καταφέρναμε κα­λύτερα και χωρίς αυτήν. Από την άλλη θα ήταν λάθος κανείς να θέλει να γίνει απολογητής μιας παρεξηγημένης μορφής «λαϊκής» Δημοτικής, που δεν ανέχεται ή δεν αντέχει το λόγιο στοιχείο.
 
1Σετάτος, Μ.: Φαινομενολογία της Καθαρεύουσας, Επιστημονική Επετηρίς Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ. 12: 71-95, 1973.
2Φραγκουδάκη, Α.: Γλώσσα και Ιδεολογία, εκδ. Οδυσσέας, 1987.
3Browning, R.: Η νέα ελληνι­κή γλώσσα (μεσαιωνική και νέα), εκδ. Παπαδήμας, 1991.
 4  Γιαννίδης, Ε.: Γλώσσα και Ζωή, 1903, σελ. 122.