Στο κατώφλι των 50, ο Μίλτος Πασχαλίδης αισθάνεται πιο μάχιμος και δημιουργικός από ποτέ. Αλλά δεν ξεχνάει ποτέ ποιος είναι και από πού ξεκίνησε. Η σχέση του με την Κύπρο είναι πιο στενή απ’ ότι υποψιάζεται κανείς. Είναι άλλωστε το σημείο του σύμπαντος όπου έναν Αύγουστο, πριν δύο χρόνια, παρακολουθώντας τα πεφταστέρια εμπνεύστηκε κι έγραψε τις «Περσείδες», την εργασία που ο ίδιος θεωρεί ό,τι πιο σημαντικό φέρει την υπογραφή του από μουσικής σκοπιάς. Πρόκειται για μια σπουδή στην απώλεια, τη διάλυση ενός σύμπαντος που μπορεί κανείς να ξορκίσει μόνο δημιουργώντας ένα άλλο. Χωρίς όμως να ξεχνάει. Γιατί ο Μίλτος Πασχαλίδης τα θυμάται όλα. Η ισχυρή του μνήμη είναι ευχή και θα ήταν κατάρα αν δεν έβρισκε τον μηχανισμό που του επιτρέπει να εστιάζει σταθερά στη φωτεινή πλευρά της ζωής.
 
– Σε ποια ηλικία πήρατε την απόφαση ότι θ’ αφοσιωθείτε στη μουσική; Δεν την έχω πάρει ακόμη. Δεν κατάλαβα ποτέ πώς έγινα επαγγελματίας μουσικός. Η σχέση μου με τη μουσική ήταν πάντα ερωτική. Κάποια στιγμή άρχισα να βγάζω και χρήματα. Τότε είπα στον εαυτό μου ότι πρέπει να το κάνω όσο πιο καλά γίνεται. Δεν θα είχα πια τη μουσική για χόμπι, θα επιχειρούσα να ζήσω αξιοπρεπώς μ’ αυτό που με διάλεξε. Γιατί αυτό με διάλεξε μάλλον, κι όχι εγώ.
 
– Σπουδάσατε μαθηματικά και φιλοσοφία. Δεν σαν ενδιέφεραν τελικά αυτά αντικείμενα; Ο άνθρωπος δεν είναι μονοδιάστατο πλάσμα, ενδέχεται να του αρέσουν πολλά και διάφορα πράγματα. Θα μπορούσα να τα εξασκήσω, αλλά τελικά με τράβηξε το τραγούδι τόσο πολύ που δεν δοκίμασα τις άλλες επιλογές. Αν έχεις τη δυνατότητα και την τύχη, δεν είναι κακό να δοκιμάζεις.
 
– Τα εξασκείτε με οποιονδήποτε τρόπο αν όχι επαγγελματικά; Όχι, αλλά τ’ αγαπώ πάρα πολύ και κατοικούν εντός μου, όπως και πολλά άλλα πράγματα.
 
– Νιώθετε ότι εξωτερικεύονται κάπως στη δημιουργική διαδικασία; Δεν το ξέρω. Το γεγονός ότι έχω σπουδάσει πέντε χρόνια μαθηματικά και τρία φιλοσοφία, σαφώς με κάνει διαφορετικό άνθρωπο απ’ ότι θα ήμουν αν δεν τα είχα σπουδάσει. Σίγουρα παίζουν κάποιο ρόλο στον τρόπο που δημιουργώ και σκέφτομαι, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι επικαλούμαι κάποια εξίσωση για να γράψω ένα τραγούδι.
 
– Ποια νιώθετε ότι είναι η συμβολή σας στην ελληνική δημιουργία; Δεν έχω ιδέα. Μακάρι ν’ αφήσω στο μέλλον ένα ή δύο κομμάτια να τραγουδιούνται από το πλατύ κοινό. Ωραία θα ήταν. Αλλά ακόμη είναι νωρίς, αισθάνομαι ότι είμαι πολύ ενεργός για να κάνω αποτίμηση.
 
– Το να αφήσετε κάτι πίσω σας είναι κάποιου είδους κίνητρο; Όχι, καθόλου. Ούτε που με νοιάζει. Η υστεροφημία μ’ ενδιαφέρει μόνο σε σχέση με τα παιδιά μου. Για την κόρη μου, ή αν κάνω άλλα, να μην ακούσουν άσχημα πράγματα για τον πατέρα τους. Κατά τ’ άλλα δεν καίγομαι. Κάνω αυτό που μ’ αρέσει και πριν αμειφθώ υλικά, παίρνω κι άλλα πράγματα. Γλιτώνω τον ψυχίατρο, κάνουμε ομαδική ψυχανάλυση, γινόμαστε καλύτεροι άνθρωποι, κερδίζουμε καλοσύνη και τρυφεράδα. Η μουσική ημερεύει και θηρία, πόσο μάλλον αγριεμένους ανθρώπους. Οι άνθρωποι στις συναυλίες έρχονται αγριεμένοι απ’ αυτό που τους συμβαίνει καθημερινά. Κι εσύ προσπαθείς κάπως να τους μερέψεις.
 
– Όμως, αυτός ο τρόπος ζωής δεν έχει και τα αρνητικά του; Δεν ευνοεί συνθήκες για τις οποίες ίσως να χρειάζεστε μετά ψυχοθεραπεία; Όχι δεν χρειάζομαι ψυχοθεραπεία από την εργασία καθαυτή, αλλά απ’ αυτό που βλέπω γύρω μου. Απ’ όσα συμβαίνουν στην πραγματική ζωή. Το τραγούδι είναι και μια παραμυθία. Μπαίνεις μέσα κι είναι σαν να βρίσκεσαι στον κόσμο του Άντερσεν ή στην Ντίσνεϊλαντ. Είναι ένα παραμυθένιο παιχνίδι. Η πραγματική ζωή είναι πολύ πιο σκληρή.


– Δεν νιώσατε ποτέ να πέφτετε στην παγίδα της ματαιοδοξίας; Της ματαιοδοξίας ποτέ, όχι. Όμως, αυτό που κάνω ως εργασία δεν είναι συνηθισμένο σε σχέση με τον μέσο όρο. Κι η ζωή μου δεν είναι μια συνηθισμένη ζωή. Το ότι λ.χ. χτες έπαιζα στη Λευκωσία κι απόψε παίζω στη Δραπετσώνα, δεν είναι νορμάλ. Χρειάζεται αντοχή, στομάχι, ένα σώμα που αν δεν το προσέξεις θα σε εγκαταλείψει. Αλλά, δεν ένιωσα ποτέ να είμαι ματαιόδοξος. Παίρνω πολύ σοβαρά την τέχνη μου κι ελάχιστα τον εαυτό μου. Θεωρώ το τραγούδι πολύ μεγάλο πράγμα, ιδεώδες. Εμείς είμαστε υπηρέτες του. Αρκεί να αναλογιστείς τι έγραφε ο Μότσαρτ στα εφτά του χρόνια για να εξατμιστεί η όποια ματαιοδοξία και να πεις «ας γράψουμε δυο τραγούδια να περάσουμε όλοι καλά». Η σκέψη αυτή σε βάζει σ’ ένα μέτρο, σε γειώνει. 

– Νιώθετε πρώτιστα τραγουδοποιός, τραγουδιστής ή λογοτέχνης; Αισθάνομαι πρώτιστα αφηγητής ιστοριών. Είτε τραγουδιστά, είτε προφορικά, είτε γραπτά. Μου αρέσουν οι ιστορίες, να τις λέω και να τις ακούω. Στη σκηνή, όμως, είμαι αμιγώς τραγουδιστής. Ερμηνεύω ρόλους. Όταν δημιουργώ και σκέφτομαι τον εαυτό μου, αισθάνομαι αφηγητής.
 
– Υπάρχει διαφορά στο πώς ερμηνεύετε ένα τραγούδι δικό σας σε σχέση μ’ ενός άλλου; Ο συχωρεμένος ο Μάνος Ελευθερίου με μάλωνε ότι των άλλων τα αγαπώ περισσότερο. Μοιάζει λογικό. Πρώτα γίναμε ακροατές στη ζωή μας και μετά δημιουργοί. Πρώτα ακούει κάποιος τραγούδια άλλων, τα αγαπάει και μετά διερωτάται αν μπορεί κι αυτός να φτιάξει κάτι ανάλογο. Είναι λογικό να προσέχω περισσότερο τα τραγούδια των άλλων, ακριβώς επειδή είναι αλλωνών. Είναι ζήτημα ευθύνης. Είναι σαν να μου έχει φέρει κάποιος το παιδί του να το προσέξω για λίγο και να πάει μια βόλτα. Ε, θα το προσέξω δυο φορές κι όχι φυσικά επειδή δεν αγαπώ το δικό μου.
 
– Τι έχετε πάρει από τη συναναστροφή με τόσο σπουδαίους ανθρώπους στον χώρο της μουσικής και του τραγουδιού; Η οικογένειά μου είναι αυτοί. Κάποια στιγμή γνωρίστηκα με την οικογένειά μου. Στην αρχή ένιωθα δέος ερχόμενος πιο κοντά σε ανθρώπους που εκτιμούσα. Κι όταν τους γνώρισα όλους, ευτυχώς, η μεγάλη πλειοψηφία δεν με απογοήτευσε.
 
– Έπαψε να υπάρχει το δέος; Η οικειότητα φέρνει την απομυθοποίηση; Το δέος παραμένει. Αλλά, είναι δέος για τα τραγούδια και το υλικό. Σε προσωπικό επίπεδο, νιώθω απέραντο σεβασμό. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, ειδικά οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, έχουν χύσει ποτάμια ιδρώτα για να γίνουν αυτό που είναι. Ο κόσμος δεν το ξέρει ή δεν το καταλαβαίνει. Βλέπει λαμπερούς ανθρώπους να κερδίζουν χειροκρότημα, λεφτά, δόξα και συνήθως τους φθονεί. Έχοντας γνωρίσει τι υπάρχει πίσω από αυτό, τι αγώνα και τι ιδρώτα προϋποθέτει, τούς σέβομαι και τούς εκτιμώ ακόμη περισσότερο.
 
– Τι γίνεται, όμως, με τους νεότερους; Υπάρχει μια αίσθηση ότι η παλιά ορμή έχει χαθεί. Έχουν αλλάξει κυρίως δύο πράγματα. Το ένα είναι η πληροφορία και η διάχυσή της. Εγώ πρόλαβα να ανήκω στην τελευταία γενιά των τραγουδοποιών του ’90, με τον Ορφέα, τον Μάλαμα, τον Αλκίνοο, τον Θηβαίο, τον Δεληβοριά, σε μια εποχή που για να μας δει κάποιος έκανε μαύρα μάτια. Στην τηλεόραση δεν βγαίναμε, υπήρχε μόνο το ραδιόφωνο, που φτιάχνει μύθους γιατί ο κόσμος επιστρατεύει τη φαντασία του. Ο μύθος βοηθά την ορμή. Τώρα δεν υπάρχουν μύθοι, πατάει κάποιος στο youtube και βρίσκει αμέτρητα βίντεο με την αφεντιά μου. Δεν υπάρχει κάτι να κρύψεις για να το φανερώσεις από κοντά. Το δεύτερο είναι ότι μετά τη δεκαετία του 2000 οι συνάδελφοι σταμάτησαν να κάνουν τόση παρέα μεταξύ τους όση κάναμε εμείς. Συνεπώς, έπαψαν να συνιστούν γενιά. Όταν είσαι ομάδα, η ορμή πολλαπλασιάζεται. Πλέον ο καθένας είναι μόνος του.
 
– Είναι κι αυτό σύμπτωμα της εποχής μας; Ε, βέβαια. Υπάρχει μια ψευδαίσθηση αυτονομίας, ότι μπορείς να κάνεις τα πάντα μόνος σου. Σε πείθει ότι μπορείς να κάνεις ένα μικρό στουντιάκι στο σπίτι με λίγα λεφτά, να ηχογραφήσεις μόνος, να το εκδώσεις μόνος, να το ανεβάσεις στο youtube μόνος. Και μετά το βλέπεις μόνος. 
 
– Παίζει κάποιο ρόλο και η κατάρρευση της δισκογραφίας; Η δισκογραφία ενοχοποιείται για πολλά δεινά, αλλά έκανε κι ένα καλό: μάζευε τους ανθρώπους. Ήταν μια αφορμή να γνωριστούμε. Πολύ κόσμο που δεν τον ήξερα τον γνώριζα μέσω της δισκογραφικής μου εταιρείας. Έτσι γνώρισα τον Μαχαιρίτσα ας πούμε, πριν από 25 χρόνια. Αυτό είναι χρήσιμο, ειδικά όταν είσαι νεότερος. Δεν πρέπει να προσάπτουμε στη δισκογραφία όλα τα κακά του σύμπαντος. Τώρα που έχει καταρρεύσει, δεν νομίζω ότι οι νέοι τραγουδοποιοί βρίσκουν πιο εύκολα βήμα. Μάλλον χειρότερα είναι τα πράγματα.

– Σας έχει επηρεάσει καλλιτεχνικά αυτή η εξέλιξη; Εμένα, όχι. Εγώ έζησα το τέλος της άνθισης της δισκογραφίας, αλλά μέχρι να βουλιάξει ήμουν ήδη ο Πασχαλίδης. Ήξερα ότι η δημιουργία είναι ανεξάρτητη από την έκδοση ενός υλικού κι επίσης οι ελάχιστες πόρτες που δεν είχαν γκρεμιστεί παρέμεναν ανοιχτές για μένα. Το πρόβλημα είναι οι νέοι συνάδελφοι που σήμερα είναι 25 – 30 ετών και μπορεί να γράφουν σπουδαία πράγματα, αλλά αν δεν σου πει κάποιος «μπράβο» και δεν δεις 50 ανθρώπους να τραγουδάν τα τραγούδια σου, απογοητεύεσαι. Με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να χάσουμε έτσι τον καινούριο Λοΐζο, τον καινούριο Ξαρχάκο, τον καινούριο Μούτση.
 
– Είναι πιο δύσκολο να καταξιωθεί κανείς στις μέρες μας; Νομίζω ότι για το τραγούδι που αγαπάμε και υπηρετούμε χρειάζονται τώρα περισσότερα κότσια απ’ ότι παλιά. Μη φανταστείς όμως ότι τότε οι πόρτες ήταν ορθάνοικτες. Για κανέναν δεν ήταν. Τον Περίδη τον είχαν απορρίψει όλες οι εταιρείες, τον Αλκίνοο επίσης. Κι εγώ, αν δεν ήταν ο Μάνος Ξυδούς, θα έκανα άλλη δουλειά σήμερα. Πήγε με τσαμπουκά τότε στην ΕΜΙ και τους μίλησε για έναν τύπο στην Κρήτη που γράφει τραγούδια και τους έπεισε να μου κάνουν δίσκο.
 
– Ποιες ήταν οι φιλοδοξίες σας τότε; Φανταζόσασταν ότι θα φτάνατε εδώ που είστε σήμερα; Όχι. Οι φιλοδοξίες μου ήταν μικρές. Ήθελα να έχω ένα μίνιμουμ κοινό για να συντηρούμαι, να μπορώ να πληρώνω το νοίκι μου ρε παιδί μου. Δεν ήθελα να είμαι μαθηματικός με χόμπι τη μουσική. Ήθελα να γίνω αυτό που είμαι: μουσικός με χόμπι τα μαθηματικά. Κι είμαι ευτυχής που το πέτυχα.
 
– Είπατε πριν ότι είστε πρώτιστα ακροατής. Τι ακούτε συνήθως; Ακούω τα πάντα εκτός από σκυλάδικα. Και –ντρέπομαι που το λέω- δεν είμαι πολύ λάτρης της τζαζ, ειδικά της free jazz. Κατά τ’ άλλα, όταν βγαίνουν καινούρια τραγούδια τα ακούω. Και πηγαίνω και σε live όταν προλαβαίνω.
 
– Ποιες διαφορές στις ζωντανές συναυλίες σε σχέση με παλιότερα έχετε εντοπίσει; Τα τελευταία δέκα χρόνια έχω καλομάθει. Αν παίζω σε κανένα χώρο που δεν είναι τελείως γεμάτος, μού κακοφαίνεται. Και δεν πρέπει να κακομαθαίνεις, αλλά να θυμάσαι από πού ξεκίνησες. Μπορεί να παίζω σήμερα μπροστά σε δέκα χιλιάδες κόσμο, αλλά στην αρχή έπαιξα και σε 50 νοματαίους. Κι αν ξαναγίνουν 50, πάλι με την ίδια χαρά πρέπει να εμφανιστώ μπροστά τους. Αυτό που έχει αλλάξει είναι ότι έχει ομογενοποιηθεί το κοινό.
 
– Δηλαδή; Ένας από τους λόγους που αγαπάμε τα ταξίδια για συναυλίες είναι ότι αλλάζεις παραστάσεις. Αυτό που κάνουμε έχει και μια αίσθηση ότι πάει το βουνό στον Μωάμεθ. Μετακινούμε το βουνό προς τον κόσμο. Κάποτε έπαιζες στην Κομοτηνή και μετά στην Καλαμάτα και το κοινό ήταν άλλο. Ένιωθες τη διαφορά, κάτι που πλέον δεν συμβαίνει. Καθένας έπαιρνε ένα δίσκο σου και ονειρευόταν άλλα πράγματα. Υπήρχαν τραγούδια μου που π.χ. ήταν γνωστά στη Θεσσαλονίκη, επειδή υπήρχε ένα τοπικό γκρουπ που τα έπαιζε συνέχεια και στην Αθήνα δεν τα ήξεραν. Τώρα στο διαδίκτυο όλοι ακούν τα ίδια με όλους. Αυτό με τρομάζει κάπως. Δεν νομίζω ότι έχει να κάνει με τη δισκογραφία. Περισσότερο έχει να κάνει με την πληροφορία. Υπάρχει λιγότερος μύθος. Αυτό.
 
– Στην Κύπρο; Στην Κύπρο υπάρχει ακόμη μια μικρή διαφορά που κι αυτή συνεχώς αμβλύνεται. Ας πούμε, οι Λεμεσιανοί είναι πιο εξωστρεφείς και φασαριόζοι, οι Λευκωσιάτες πιο μαγκωμένοι.

 
– Έχετε εντοπίσει το ψυχοκοινωνικό στίγμα του μέσου πιστού ακροατή σας; Όχι, αλλά εικάζω ότι μου μοιάζει. Χοντρικά, είναι αυτοί οι οποίοι όταν ακούν ένα τραγούδι λένε: «ρε τον μπαγάσα, για μένα το έγραψε αυτό». Ο σκληρός πυρήνας είναι αυτοί που για κάποιο λόγο που αγνοώ ταυτίζονται με τα τραγούδια μου. Γίνονται όλο και περισσότεροι και χαίρομαι γι’ αυτό.
 
– Υπάρχουν τα σκοτεινά συστήματα προώθησης που επικαλούνται κάποιοι; Οποιοσδήποτε βάζει στον εαυτό του στη θέση του μόνιμα αδικημένου, μόνο κακά πράγματα πρόκειται να του συμβούν. Δεν έχεις ακούσει διάφορους να υποστηρίζουν ότι τους έφαγε το σύστημα; Εγώ είμαι 25 χρόνια στον χώρο, σύστημα δεν έχω δει. Με την έννοια δηλαδή να συνεδριάζουν νύχτα σκοτεινοί εκπρόσωποι εταιρειών και να αποφασίζουν ποιον θα σπρώξουν και ποιον θα θάψουν. Υπάρχει οπωσδήποτε ο καπιταλιστικός μηχανισμός που προτιμά να προωθεί το εύπεπτο κόντρα στο λίγο πιο ανήσυχο και δύσκολο, αυτό είναι παγκόσμιο φαινόμενο. Όταν κάποιος όμως επικαλείται το «σύστημα» για 20 χρόνια, αυτό λέγεται σύνδρομο καταδίωξης.
 
– Κυριαρχεί όμως η εντύπωση ότι η καλή μουσική δεν έχει το ρεύμα που έχουν τα σουξέ της πίστας. Όταν βλέπεις μόνο τηλεόραση και με δεδομένο ότι η νεολαία γουστάρει το lifestyle, έχεις μια στρεβλή αίσθηση της πραγματικότητας. Πόσοι από μας γεμίζουμε θέατρα και στάδια το καλοκαίρι και πόσοι απ’ αυτούς; Δεν λέω ότι είναι η πλειοψηφία, αλλά τα μεγέθη δεν είναι αυτά που φαίνονται. Σ’ αυτή τη φάση μεσούσης της κρίσης έχει γίνει και στη μουσική αγορά μια αυτορρύθμιση. Αν ήμασταν στο 2004, την εποχή του σκόρπα- σκόρπα, θα έλεγα ότι έχεις δίκιο και μας έχουν πάρει φαλάγγι. Από τα στραβά δεν μπορεί να μη βγαίνει και κάτι καλό. Είναι άθλιο πράγμα η φτωχοποίηση, αλλά δεν μπορείς να παραγνωρίσεις ότι υπήρχε μια υπερβολή. Είναι προφανές ότι δεν σήκωνε η Αθήνα 250 μαγαζιά. Δεν στεναχωριέσαι, θα ρωτήσεις, για τους ανθρώπους που έχασαν τη δουλειά τους; Στεναχωριέμαι κυρίως για τους σερβιτόρους και τους μουσικούς, όχι για τους μεγαλοτραγουδιστές. Αυτοί όπως έστρωσαν κοιμούνται.
 

-Το πέρασμα του χρόνου σας φοβίζει; Δεν πανηγυρίζω κιόλας, αλλά πιο πολύ φοβάμαι μην αρρωστήσουν άνθρωποι που αγαπώ. Είμαι 49 χρονών, νέος ακόμη για να μ’ απασχολεί το θέμα αυτό. Στο κατώφλι των 50 αισθάνομαι πολύ μάχιμος και δημιουργικός για ν’ αναλογιστώ τον χρόνο που περνάει. Όπως λέει κι ο Οδυσσέας Ιωάννου, του χρόνου τα σκυλιά όλους θα μας νικήσουν. Μέχρι τότε θα παλεύουμε.
 
– Η μνήμη; Ποιο ρόλο παίζει για σας; Δυστυχώς, καταλυτικό. Το εννοώ το δυστυχώς. Υπάρχουν φορές που είναι ευλογία και άλλες που είναι κατάρα. Έχω τρομακτική μνήμη και τα θυμάμαι όλα. Ευτυχώς, με τον καιρό έμαθα να μη δίνω μεγάλη σημασία στις στεναχώριες, όσα μ’ έχουν πληγώσει. Καλό είναι να τα κρατάς μέσα σου για μελλοντική χρήση, να είσαι προετοιμασμένος για επικείμενες απογοητεύσεις. Αλλά όχι να κάθεσαι και να κλωσάς τις στεναχώριες. Άλλωστε και το τραγούδι που υπηρετώ είναι τραγούδι μνήμης. Όταν με ρωτάνε αν είμαι έντεχνος, ροκάς και τι είναι καλό και κακό τραγούδι, απαντώ ότι ο μόνος διαχωρισμός είναι ανάμεσα στο τραγούδι που εδράζεται στη μνήμη και το τραγούδι που εδράζεται στη λήθη. Οι άλλοι λένε «ελάτε να ξεχαστούμε». Εμείς λέμε «ελάτε να θυμηθούμε».
 
* Ο Μίλτος Πασχαλίδης συμμετέχει στη συναυλία «Ο Σταύρος Ξαρχάκος… για μία ευχή» στις 16 Σεπτεμβρίου στο Κηποθέατρο Λεμεσού