Κυριάκος Χαραλαμπίδης: «Ηλίου και Σελήνης», εκδόσεις Ίκαρος, 2017.
Ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης παραμένει συνεπής στο αισθητικό στίγμα, το προσωπικό ύφος, τις τεχνοτροπικές προσεγγίσεις αλλά και τους θεματικούς ορίζοντες που διαμόρφωσε με τη συνεχή και αδιάλειπτη ποιητική κατάθεσή του εδώ και δεκαετίες. Κύρια παράμετρος του στίγματος αυτού η σύζευξη της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας με τη σύγχρονη εποχή και τα επιτεύγματα της, τεχνολογικά και άλλα.
Ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης παραμένει συνεπής στο αισθητικό στίγμα, το προσωπικό ύφος, τις τεχνοτροπικές προσεγγίσεις αλλά και τους θεματικούς ορίζοντες που διαμόρφωσε με τη συνεχή και αδιάλειπτη ποιητική κατάθεσή του εδώ και δεκαετίες. Κύρια παράμετρος του στίγματος αυτού η σύζευξη της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας με τη σύγχρονη εποχή και τα επιτεύγματα της, τεχνολογικά και άλλα.
Τα ποιήματα του Κ.Χ. τόσο στη νέα του συλλογή «Ηλίου και Σελήνης», (εκδόσεις Ίκαρος 2017) όσο και σε προηγούμενες συλλογές, έχουν, συνήθως, αφηγηματικό χαρακτήρα. Είναι ποιήματα με μύθο, υπόθεση, εξέλιξη, γεγονότα. Ο ποιητής ιστορεί, αφηγείται. Και το πράττει άλλοτε με μυστήριο και άλλοτε με ανατροπές, αλλά πάντοτε με ύφος ελεγειακό, νηφάλιο και μειλίχιο. Θεωρώ ότι το ελεγειακό ύφος είναι το πλέον προσφιλές του ποιητή. Και συνήθως το υιοθετεί χωρίς μακρόσυρτες ανάσες και άτακτα σκαμπανεβάσματα.
Γενικά, στην ποίηση του Κ.Χ. ύφος και εικονοποιία συμβαδίζουν, συμπλέουν, συλλειτουργούν σε ένα αρραγές αισθητικό στίγμα: «Με τέτοια οι Έλληνες καρδιολατρία / πληθαίνουμε την ύλη και το πυρ / το κατακαίμε ολόκληρο πάνω απ’ τις λέξεις / πριν σμίξουμε τα αιθέρια / του έρωτος μας έλαια με τον κόσμο». (σελ. 15)

Το αλλόκοτο, πολλές φορές αλλοπρόσαλλο του τόπου, οι παραδοξότητες και οι αντινομίες που τον διακρίνουν, οι αντιφάσεις και οι αντιθέσεις που τον συνθέτουν, σκιαγραφούνται με ένα μονόλογο της Αφροδίτης, που εύγλωττα και …αντινομικά, παρατηρεί: «…η όραση μου οσφραίνεται αστέρος την αφή, / γεύεται τη μαρμαρυγή τόξου π’ αντιδονεί». (σελ. 23)
Ο ποιητής υμνωδεί την μοίρα της Κύπρου με χίλιους δυο τρόπους και αφορμές, με άπειρα εναύσματα, ερεθίσματα και αφετηρίες. Και συνήθως όλες οι μορφές, όλα τα σύμβολα που αξιοποιεί είναι αρχαιοπρεπή και συνάμα μεγαλόπρεπα.
Σε κάποια «θαλασσινά» και «αιγαιοπελαγίτικα» ποιήματα του Κ.Χ., ειδικά στην υπό παρουσίαση συλλογή, θα έλεγα ότι αχνοφαίνονται κάποια διακειμενικά στοιχεία υποδόριας συνομιλίας με τον Ελύτη.
Οι μορφές του αρχαιοελληνικού πολιτισμού αλλά και της ορθόδοξης χριστιανοσύνης εμπλέκονται και δεσπόζουν στην ποίηση του Κ.Χ. Συνήθως εμπλέκονται κεχωρισμένα και σπανίως μαζί. Ειδικά για το δεύτερο σκέλος της επισήμανσής μου, θα έλεγα ότι η έμφαση δίδεται στα πρωτοχριστιανικά σύμβολα και χρόνια. Μάλιστα, πιστεύω ότι ο ποιητής προσδίδει ύφος αρχαιοελληνικής μυθολογίας στα πρωτοχριστιανικά χρόνια. Ειδικά μιλώντας για τη Μαρία Μαγδαληνή, τον Ιούδα, την Παναγία. Βέβαια, συμβαίνει και το ανάποδο. Ο ποιητής περιβάλλει με χριστιανικό σέβας την αρχαιοελληνική του θεματική.
Ο ποιητής συχνά προστρέχει σε μια φαινομενικά αμελητέα ιστορική πραγματικότητα, σε μια παρωνυχίδα θα έλεγα, αναδεικνύοντας την και προσδίδοντας της άλλες διαστάσεις. Και το πράττει με ευρηματικότητα και αισθητική δεινότητα: «Ο Ξέρξης, ήδη εφτά χρονών στ’ ανάκτορά του, / φτιάνει βελάκια χάρτινα, τα ρίχνει / στο Λεωνίδα που σπαρτά πλημμύριζε στο στρώμα του το βρεφικό γελάκια». (σελ. 61) Η ποίηση βέβαια δεν είναι χρονικογραφία, ούτε και λειτουργεί ως αρχαιολογική σκαπάνη. Αντλεί σύμβολα και μορφές από το ιστορικό ή μυθολογικό παρελθόν, αλλά τα μηνύματά της συγχρωτίζονται με την εποχή της, την εποχή που η ίδια γράφεται.
Θα ήθελα να σταθώ ιδιαίτερα στο ποίημα «Μετά την άλωση, Β΄» (σελ. 69) που θεωρώ από τις καλύτερες στιγμές ολόκληρου του βιβλίου. Πρόκειται για ένα ποίημα άρτιο αισθητικά, ατμοσφαιρικό, ολοκληρωμένο αφηγηματικά, επιβλητικό και υποβλητικό. Θα το χαρακτήριζα ως ένα ύμνο στο γυναικείο κάλλος, αλλά και στη ρώμη της ιστορίας συνολικά. Είναι αρκετά εκτενές, λυπάμαι που δεν μπορώ να το παραθέσω έστω και αποσπασματικά για να μην το αδικήσω.
Ως κατακλείδα άφησα το ποίημα «Σχισμή» που αφιερώνεται στη μνήμη του Νεάρχου Γεωργιάδη, πεζογράφου και μελετητή του λαϊκού τραγουδιού: «Μονάχα όταν έφτασε ο ψαλμός / σε κείνο το χορευτικό, που μοιάζει / περίπου σαν ρεμπέτικο, το ‘μακαρία, / καλότυχε, η οδός που σήμερα πορεύεσαι’ / (δοσμένο εδώ σε πρόχειρη μετάφραση), τον είδα / που σήκωσε το χέρι του, αναγάλλιασε / η λαϊκή ψυχούλα του, τινάχτη στον αέρα». (σελ. 45-46) Ήμουν παρών στην κηδεία του Νέαρχου Γεωργιάδη, το ίδιο και ο Κ.Χ. Στεκόμασταν μάλιστα σε απόσταση περίπου δύο μέτρων ο ένας από τον άλλο. Και το εκπληκτικό είναι ότι αυθημερόν συγγράψαμε και οι δύο ποίημα στη μνήμη του μεταστάντος. Τα ποιήματά μας δεν ήταν απλώς ομόθεμα, βασίστηκαν στην ίδια ψαλμωδία της νεκρώσιμης ακολουθίας και έκαμαν τον ίδιο παραλληλισμό με το ρεμπέτικο τραγούδι. Πρωτοδημοσιεύτηκαν μάλιστα μαζί λίγους μήνες αργότερα στο λογοτεχνικό περιοδικό «Νέα Εποχή». Τέτοιο διακειμενικό διάλογο, μεταξύ δύο ποιητών, εν τη γενέσει του και ταυτοχρόνως, δεν έχω ματαδεί…