Η ζωή του πέρασε ξυστά από το θάνατο ως ασυρματιστής στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το 1945. Για δεύτερη φορά κινδύνευσε στη μάχη του Αεροδρομίου Λευκωσίας το 1974, ως διευθυντής του διεθνούς Αερολιμένα. Σήμερα, στα 94 του, ξετυλίγει μνήμες από τις συγκλονιστικές στιγμές που έζησε σχολιάζοντας πως δεν λογάριασε ποτέ τη ζωή του, ούτε φοβήθηκε λεπτό. «Ήταν επιλογή μου», λέει.
Το 1961 διορίστηκα στην Πολιτική Αεροπορία και ανέλαβα καθήκοντα διευθυντή του Αεροδρομίου Λευκωσίας. Το Αεροδρόμιο το είχαν από καιρό οι Άγγλοι, και όταν η Κύπρος ανεξαρτητοποιήθηκε, πέρασε στα χέρια τα δικά μας. Τότε η επιτροπή Δημοσίας Υπηρεσίας αποτελείτο από 7 Έλληνες και 3 Τούρκους και η απόφαση για να με διορίσουν ήταν ομόφωνη. Ήμουν ο πρώτος Κύπριος που ανέλαβε αυτή τη θέση. Βέβαια, στα προσόντα μου έλαβαν υπόψη τους ότι ήμουν αεροπόρος στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η πιο συγκλονιστική περίοδος ήταν στη διάρκεια της τουρκικής εισβολής. Θυμάμαι, ήταν πέντε η ώρα το πρωί. Τότε έμενα στη Χρυσαλινιώτισσα, απέναντι από την εκκλησία. Έπαιξαν οι σειρήνες και ακούσαμε τον βόμβο των αεροπλάνων. Ανέβηκα στην ταράτσα και είδα τα τουρκικά αεροπλάνα στην πλαγιά του Πενταδάχτυλου που άφηναν τους αλεξιπτωστές. Μετέφερα την οικογένειά μου στο σπίτι της αδελφής της γυναίκας μου, στην Έγκωμη, κάπως πιο ασφαλισμένα και έτρεξα αμέσως στο Aεροδρόμιο. Άρχισαν να έρχονται όλοι οι υπάλληλοι του Αεροδρομίου και κατέφθασε στον χώρο ένα τάγμα της Εθνικής Φρουράς με ταγματάρχη τον Παπαδόπουλο και ένα τανκ ρωσικό, Τ38. Οι δικοί μας στρατιώτες ακροβολίστηκαν στα φυλάκια στην περίμετρο του Αεροδρομίου.
Τα τουρκικά αεροπλάνα έρχονταν δυο-δυο, έκαναν βύθιση πάνω από το Αεροδρόμιο… έριχναν βόμβες συνέχεια. Δεν πέρασε ούτε μια στιγμή από το μυαλό μου η σκέψη ότι θα σκοτωθούμε. Ούτε λογάριαζα τη ζωή μου. Εγώ εγκαταστάθηκα στην αίθουσα επισήμων, γιατί το γραφείο μου ήταν στην κορυφή του κτηρίου και έβλεπε στον χώρο στάθμευσης. Το τάγμα είχε στρατωνιστεί μέσα στο κτήριο και από την αίθουσα επιβατών μπορούσα να παρακολουθώ την πίστα με τους διαδρόμους προσγείωσης και να έχω πλήρη εικόνα του τι γινόταν. Οι Τούρκοι ήρθαν από τον Γερόλακκο, από τη βορειανατολική πλευρά και μας χτυπούσαν. Εκτός από το τάγμα, οι δικοί μας έστειλαν στο Αεροδρόμιο και ένα λόχο της εθνοφρουράς άοπλο – δεν είχαν όπλα να τους δώσουν. Είχα μια βαλίτσα μαζί μου στο αυτοκίνητο με τα ρούχα μου και κοιμόμουν μέσα στο Αεροδρόμιο. Όποτε μπορούσα, πήγαινα λίγο στην οικογένειά μου, αλλά ήμουν νυχθημερόν εκεί για τέσσερις μέρες.
Την Τρίτη 23 Ιουλίου ήρθαν 12 αεροπλάνα τύπου Νοράτλας φέρνοντάς μας ενισχύσεις, μια Μοίρα Καταδρομών από την Κρήτη. Επικρατούσε χάος και ασυνεννοησία. Την ώρα που προσγειώνονταν τα αεροπλάνα τα χτυπούσαν οι δικοί μας. Μέχρι να αρθεί η παρεξήγηση και να σταματήσουν τα πυρά εναντίον των αεροπλάνων, οι δικοί μας κατέρριψαν το ένα και προκάλεσαν ζημιές στο δεύτερο. Σκοτώθηκαν οι 30 που ήταν μέσα στο πρώτο και γλίτωσε μόνο ένας, ο οποίος πήδηξε έξω την ώρα που πλησίαζε το αεροπλάνο στο έδαφος.
Αμέσως μετά την αποβίβαση των Καταδρομέων τα δέκα αεροπλάνα γύρισαν πίσω. Το ενδέκατο έπαθε βλάβη και το μεταφέραμε στο υπόστεγο των Κυπριακών Αερογραμμών να μη φαίνεται. Οι Άγγλοι μας ζήτησαν να το βγάλουμε από εκεί. Ο Παπαδόπουλος, ο ταγματάρχης, αποφάσισε να το καταστρέψουμε εντελώς, να το κάνουμε παλιοσίδερα. Τη νύχτα το ρυμουλκήσαμε μέσα σε ένα χωράφι και μαζί με τον λοχία τον Θανάση κάθισα στον πυργίσκο του τανκ και πηγαίναμε πάνω-κάτω μέχρι που το κάναμε παλιοσίδερα. Μετά το ρίξαμε σε ένα χαντάκι στην άκρη του Αεροδρομίου.
Στις 24 του Ιούλη η Μοίρα των Καταδρομέων ενεπλάκη σε μάχη με τους Τούρκους και άρχισε να τους απωθεί. Στη μάχη αυτή χάσαμε τον Θανάση, τον χειριστή του τανκ. Κάποια στιγμή του τέλειωσαν τα πυρομαχικά. Όταν του έριξαν οι δικοί μας πυρομαχικά, βγήκε από τον πυργίσκο για να τα πάρει και εκείνη τη στιγμή τον θέρισε το πολυβόλο. Ήταν ένα γεγονός που μας σόκαρε όλους. Ήταν γραμμένο βλέπετε να πέσει ένας Θανάσης στη μάχη του Αεροδρομίου κι αυτός δεν ήμουνα εγώ.
Την ίδια μέρα συνήλθε εκτάκτως το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και διέταξε την κατάπαυση του πυρός. Ο διοικητής της Μοίρας που ήρθε με τα αεροπλάνα από την Κρήτη –ένα θηρίο– προσπαθούσε να απωθήσει τους Τούρκους πίσω από το Αεροδρόμιο. Όμως δεν είχε επικοινωνία με κανένα. Κάποια στιγμή με έστειλε ο Παπαδόπουλος ο ταγματάρχης να τον ενημερώσω για την κατάπαυση του πυρός. Έτρεχα σαν τρελός… άκουγα δίπλα μου τις σφαίρες… Οι στρατιώτες, έρποντας στο έδαφος, μου εξήγησαν πού να τον βρω. Του μίλησα, γύρισε και με κοίταξε και μου είπε, «Τράβα πήγαινε. Τη δουλειά σου εσύ και εγώ τη δουλειά μου». Συμμορφώθηκε μόνον αφού σταθεροποίησε τις θέσεις του. Ένας Άγγλος ταγματάρχης, ο Πάρκερ, με ειδοποίησε ότι θα έρθει ένας Τούρκος συνταγματάρχης με τον διερμηνέα του, και εγώ να κάνω τον διερμηνέα στον Ελλαδίτη Ταγματάρχη, για να διαπραγματευτούμε για την εκεχειρία.
Στη συνάντηση συμφώνησαν να σταματήσουν οι Τούρκοι να χτυπούν και μαζί με τους δικούς μας να αποσυρθούν πιο πίσω από τις θέσεις που ήταν. Έτσι, ανέλαβαν οι Άγγλοι με τον Πάρκερ. Ο Παπαδόπουλος τα μάζεψε και έφυγε. Έμεινα μόνος μου με τον Πάρκερ στο κτήριο. Μου εξήγησε ότι μπορούσα να φύγω μέσα από την RAF που ήταν πιο ασφαλισμένα. Το αυτοκίνητό μου ήταν κοντά στα κτήρια του τελωνείου για να φεύγω εύκολα. Παρέδωσα το κτήριο στον Πάρκερ. Μέσα ήταν τα αδασμολόγητα με πολύ ακριβά πράγματα. Ο Πάρκερ μου έδωσε έναν Άγγλο δεκανέα να με συνοδεύσει στο αυτοκίνητο. Στο μεταξύ, οι σφαίρες πάλι σφυρούσαν γύρω μας. Οι Τούρκοι ούτε για δέκα λεπτά δεν σταμάτησαν να χτυπούν. Όταν αποσύρθηκαν οι δικοί μας, επιχείρησαν να καταλάβουν το Αεροδρόμιο, όμως πήραν θέσεις οι Εγγλέζοι για να τους αποτρέψουν. Πήρα το αυτοκίνητό μου και έφυγα, με προορισμό τον Άη Γιάννη της Μαλούντας όπου ήταν η οικογένειά μου.
Με τον Μακάριο ήταν ιδιαίτερες οι σχέσεις μου. Αυτός με διόρισε διευθυντή του Αεροδρομίου. Τον γνώρισα στην Ελλάδα, όταν ήμουν ήδη αεροπόρος. Ήμουν στην Αθήνα με τον Στέλιο Κωνσταντινίδη από την Πάφο, ο οποίος με γνώρισε με τον Παύλο, έναν ιερωμένο ο οποίος σπούδαζε στην Αθήνα και δούλευε ως διάκος στον Πειραιά. Μια μέρα που πήγαμε να δούμε τον Παύλο ήρθε και ο Μακάριος εκεί, ο οποίος θα πήγαινε στη Βοστόνη για σπουδές. Είχε έρθει για να τον αποχαιρετήσει. Ο Παύλος αργότερα έγινε Αρχιεπίσκοπος της Νοτίου Αφρικής και ο Μακάριος Αρχιεπίσκοπος της Κύπρου. Η μεγάλη μου αδελφή η Γιαννούλα είχε πεθάνει στα 37 της με καρκίνο. Γνωριζόταν με τον Μακάριο, και μετά που την θάψαμε τον έπαιρνα τηλέφωνο και ερχόταν για να κάνουμε το μνημόσυνό της. Ήταν πάντα πρόθυμος. Είχε ανθρωπιά.
Μετά την εισβολή πήγαινα τακτικά στο Αεροδρόμιο. Με τα Ηνωμένα Έθνη, ιδίως με τους Καναδούς είχα πολύ καλές σχέσεις. Όταν ετοιμάστηκε το Αεροδρόμιο της Λάρνακας, χρειαζόμουν ειδικό εξοπλισμό. Έτσι, κανόνισα και πηγαίναμε με συνεργεία για να μεταφέρουμε από το Αεροδρόμιο της Λευκωσίας στη Λάρνακα σκάλες επιβίβασης, τρόλεϊ, αυτοκίνητα κι άλλα… Στη Λάρνακα εργάστηκα μέχρι την αφυπηρέτησή μου. Ενώ ήμουν ακόμη εκεί, οργανώσαμε τα πρώτα έργα στο Αεροδρόμιο της Πάφου. Έτσι, όταν αφυπηρέτησα το 1983 στα 60 μου, η κυβέρνηση με έστειλε με σύμβαση και ανέλαβα το Αεροδρόμιο της Πάφου.
Ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής μου ήταν η συμμετοχή μου στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Θαύμαζα τον πατέρα μου, ο οποίος ήταν εθελοντής πολεμιστής στους Βαλκανικούς Πολέμους. Το 1912 η αγγλική κυβέρνηση στην Κύπρο μοίρασε στους αγρότες σπόρο, επειδή τα προηγούμενα χρόνια είχε ανομβρία. Ο πατέρας μου πήρε τον σπόρο, τον πούλησε, αγόρασε εισιτήριο και μπάρκαρε για την Ελλάδα. Κατατάγηκε στο πρώτο Ανεξάρτητο Σύνταγμα Κρητών. Πήρε μέρος στην πολιορκία των Ιωαννίνων και πολέμησε στην Αετοράχη στο Μπιζάνι. Μας αφηγείτο με μεγάλο καμάρι τα κατορθώματά του.
Το 1941-42 διορίστηκα βοηθός δάσκαλος στη Λάπηθο. Τότε η Ελλάδα ήταν υπό γερμανική κατοχή. Έβλεπα τα καΐκια γεμάτα πρόσφυγες να φτάνουν στο λιμανάκι της Αηρκώτισσας και παρακαλούσα τον Θεό να με αξιώσει μια μέρα να πολεμήσω για την ελευθερία της Ελλάδας όπως ο πατέρας μου. Το 1942-43 φοίτησα στο Διδασκαλικό Κολέγιο Μόρφου. Ήμουν άριστος σπουδαστής του Κολεγίου, ωστόσο ένα πρωινό, αντί να πάω στις διαλέξεις, παράτησα τα μαθήματα και πήρα το τρένο από τη Μόρφου για τη Λευκωσία και από εκεί στα Πολεμίδια, όπου γινόταν η στρατολόγηση των εθελοντών από του Άγγλους για να λάβουν μέρος στον πόλεμο εναντίον των Γερμανών. Εκεί όμως δεν μου άρεσε και γύρισα πίσω τη νύχτα. Ο διευθυντής μας στη Μόρφου, ο Νεοζηλανδός δρ Σλάιτ, με κάλεσε στο γραφείο του και μου λέει, «Θέλεις να γίνεις αεροπόρος;» «Και ρωτάς;» του λέω. Έτσι, ανέλαβε να με στείλει στην Αγγλία για να εκπαιδευτώ μαζί με άλλους δυο Κύπριους. Πήγαμε από το Φουατιέ στο Πορτ Σάιντ, περάσαμε από το Γιβραλτάρ, τον Βισκαϊκό κόλπο, την Ιρλανδία και φτάσαμε στο Λίβερπουλ. Στον Βισκαϊκό μας χτύπησαν τα γερμανικά υποβρύχια. Εμείς τους χτυπήσαμε με βόμβες βυθού και το ένα καταστράφηκε.
Το 1944 τέλειωσα τη Σχολή Ασυρματιστών της αγγλικής αεροπορίας στο Λονδίνο και κατατάγηκα εθελοντής. Ήμουν ασυρματιστής στα πιο βαριά βομβαρδιστικά, με 7 άτομα πλήρωμα σε κάθε αεροπλάνο. Σύντομα προήχθηκα σε αξιωματικό και αφυπηρέτησα υποσμηναγός. Πετούσαμε με Λάνκαστερ. Πρόλαβα και πήρα μέρος στις τελευταίες δέκα επιδρομές του πολέμου εναντίον της Γερμανίας. Η πρώτη μας επιδρομή ήταν στο Αμβούργο. Όταν φτάσαμε πάνω από τον καθορισμένο στόχο κι αμολήσαμε τις βόμβες, ένιωσα μια πρωτόγνωρη ταραχή.
Σε μια νυχτερινή επιδρομή πάνω από το Κίελο, μας ακολουθούσε ένα γερμανικό αεροπλάνο έτοιμο να μας χτυπήσει. Κάποια στιγμή άρχισαν και τα πολυβόλα τα δικά μας να ρίχνουν. Εκείνη την ώρα ένιωσα μια ανατριχίλα και περίμενα ότι οι σφαίρες του εχθρού θα μου τρυπούσαν τη ράχη. Σκέφτηκα, «ήρθε η ώρα μου». Ήταν η πρώτη φορά που ήρθα τόσο κοντά στο θάνατο. Όμως το αντιμετώπισα με ψυχραιμία.
Η αεροπορική επιχείρηση που δεν θα ξεχάσω ήταν στις 21 Απριλίου 1945, στις Αυστριακές Άλπεις, στο Μπερχτεσκάντεν όπου πιστεύετο ότι κρυβόταν ο Χίτλερ. Πετούσαμε στα 12.000 πόδια ύψος, βλέπαμε τις χιονισμένες κορυφές και μας χτυπούσαν τα μυδράλια των Γερμανών. Δυστυχώς τον Χίτλερ δεν τον πετύχαμε, φαίνεται μας μυρίστηκε και το έσκασε για την Καγκελλαρία στο Βερολίνο. Μια άλλη επιχείρηση που θυμάμαι, στην οποία συμμετείχαν 1.000 βομβαρδιστικά, ήταν στη Γερμανική Ναυτική Βάση της Ελιγολάνδης, ένα νησάκι που το κάναμε όλο τρύπες.
Οι τελευταίες δυο πτήσεις που κάναμε είχαν ειρηνευτικό χαρακτήρα. Η Γερμανία έσπασε τα φράγματα στην Ολλανδία και πλημμύρισε ο τόπος, έτσι ο κόσμος δεν μπορούσε να καλλιεργήσει τη γη και πεινούσε. Οι Γερμανοί που κατείχαν την Ολλανδία συμφώνησαν με την αγγλική ηγεσία να τους ρίξουμε τρόφιμα αντί βόμβες. Κάναμε δυο πτήσεις, πετούσαμε σχεδόν ξυστά πάνω από την επιφάνεια της γης. Στην αρχή οι Γερμανοί γύριζαν τα κανόνια πάνω μας, μέχρι που είδαν ότι ρίχναμε τρόφιμα. Στο Ντελφτ και στη Χάγη ο κόσμος μας χαιρετούσε ανεμίζοντας μαντίλια και σημαίες. Ήταν μεγάλη η συγκίνησή μου.
Στις 8 του Μάη βγαίνω με άδεια και πάω στο Λονδίνο μαζί με τον Τζον Λέσλι, τον συγκυβερνήτη. Εκεί μας βρίσκουν τα καταπληκτικά νέα για το τέλος του πολέμου και την παράδοση της Γερμανίας. Δεν θα ξεχάσω τους πανηγυρισμούς του κόσμου στην πλατεία του Πικαντίλι. Χιλιάδες κόσμου αγκαλιασμένοι, τραγουδούσαν γιατί τέλειωσε ο πόλεμος. Όταν γύρισα στο ξενοδοχείο τις αυγινές ώρες με ειδοποίησαν να πάω αμέσως πίσω στη βάση μου, όπου ο διοικητής μου ανακοίνωσε ότι με στέλλει στην Ελλάδα να συνοδεύσω μια έκθεση με τα επιτεύγματα της αγγλικής αεροπορίας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, που θα περιοδεύσει στις μεγαλύτερες πόλεις. Το υλικό ήταν αλεξίπτωτα, φωτογραφίες, ένα ομοίωμα αεροπλάνου. Ήταν μεγάλη η χαρά μου. Κάναμε περίπου δυο μήνες στην κάθε πόλη.
Στην Κύπρο γύρισα τον Φεβρουάριο του 1948. Εργάστηκα στην Τεχνική Σχολή για πέντε χρόνια και έπειτα πήγα στην Αγγλία για σπουδές με υποτροφία, μαζί με τη σύζυγό μου Ελενίτσα και την κόρη μας την Ντίνα. Στο πανεπιστήμιο με δέχτηκαν για έναν ενιαίο τιμητικό τίτλο σπουδών στην Αγγλική Φιλολογία και τα Αρχαία Ελληνικά, με δευτερεύον θέμα τα Μαθηματικά. Γυρίσαμε στην Κύπρο τον Ιούλιο του 1957 και αυτή τη φορά είχαμε μαζί μας και το δεύτερό μας κοριτσάκι, τη Νάντια. Επαναδιορίστηκα στην Τεχνική Σχολή και μετά στο Διδασκαλικό Κολέγιο που αργότερα μετονομάσθηκε σε Παιδαγωγική Ακαδημία. Έπειτα ακολούθησε ο διορισμός μου στη θέση του διευθυντή του Αεροδρομίου της Λευκωσίας.
Με ρωτάτε αν οι εμπειρίες μου στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και στην τουρκική εισβολή του ’74 έχουν αλλάξει τη φιλοσοφία μου για τη ζωή. Όμως εγώ έλαβα μέρος και στους δυο πολέμους με δική μου επιλογή. Ήμουν παθιασμένος με την Ελλάδα και αργότερα με την πατρίδα μου και τίποτε δεν με ένοιαζε. Δεν λογάριαζα το θάνατο. Έτσι, μετά συνέχισα φυσιολογικά τη ζωή μου. Ίσως έχει να κάνει με τις καταβολές μου και τον πατέρα μου, που κι αυτός στα 18 του πήγε στην Ήπειρο να πολεμήσει εθελοντής χωρίς να σκέφτεται τη ζωή του.
Κεντρική φωτο: Στο τετράδιο που κρατά ο Θανάσης Παπαϊωάννου είναι σημειωμένες όλες οι επιδρομές που έκανε εναντίον του Γερμανικού στρατού στον Β Παγκόσμιο Πόλεμο.
* Ο Θανάσης Παπαϊωάννου είναι ένας από τους πρωταγωνιστές της φωτογραφικής έκθεσης του Δημήτρη Βαττή «Οι Ξεχασμένοι Ενός Πολέμου», που παρουσιάζεται στο Πολιτιστικό Ίδρυμα Τράπεζας Κύπρου κάτω από τη γενική έκθεση «1940 | Πρόσωπα και Εικόνες. Kύπρος – Ελλάδα», ώς τις 31/12/2019.
maria.panayiotou@phileleftheros.com
Φιλgood, τεύχος 244.