«Με ελκύουν οι άνθρωποι με τραγικό πεπρωμένο και αναζητώ τη «σύνδεσή» τους με την κοινωνική και πολιτική συγκυρία.»
 
– Ποια ήταν η αφορμή για την επανακυκλοφορία του «Μυρίζει Αίμα»; Από την αρχική κυκλοφορία του (Ίνδικτος, 2008), το μυθιστόρημα απέκτησε -επιτρέψτε μου να πω- σημαντική φήμη ως το πρώτο αυθεντικό non-fiction crime novel στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας. Όμως, από καιρό η πρώτη έκδοσή του παρέμενε εξαντλημένη. Έτσι, ευχαριστώ από καρδιάς τις Εκδόσεις Καστανιώτη για την απόφασή τους να το επανακυκλοφορήσουν σε συμπληρωμένη έκδοση, προσφέροντάς του την ευκαιρία να «συστηθεί» εκ νέου στους αναγνώστες.  
 
– Θυμάστε πώς μάθατε για τις δολοφονίες των πρώτων serial killers της Ελλάδας; Όπως σημειώνω και στο επίμετρο του βιβλίου, η πρώτη επαφή μου με τη συγκεκριμένη υπόθεση, που έως τότε αγνοούσα πλήρως, έγινε στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν διάβασα τυχαία ένα δημοσίευμα περιοδικού. Σε αυτό βρήκα ορισμένες αρχικές πληροφορίες, όχι πολλές, αρκετές ωστόσο ώστε να διεγείρουν το ενδιαφέρον μου γι’ αυτήν. Όταν, κατόπιν, από τη δημοσιογραφική έρευνα συγκέντρωσα πλούσιο υλικό σχετικά, σκέφτηκα πως αυτό θα μπορούσε να αξιοποιηθεί και ως ενδιαφέρουσα λογοτεχνική «πρώτη ύλη». 
 
– Ήταν εύκολη η συμπόρευση μαζί τους; Με τους δύο αυτούς Γερμανούς, τον Ντουφτ και τον Μπασενάουερ, «συμπορεύομαι» σχεδόν τριάντα χρόνια – έχω παρουσιάσει την υπόθεση στην τηλεόραση και σε σειρά δημοσιογραφικών κειμένων και έχω γράψει ένα σενάριο για τηλεταινία και ένα μυθιστόρημα. Τουλάχιστον καλλιτεχνικά, με ελκύουν οι άνθρωποι με τραγικό πεπρωμένο. Αλλά, δεν με ενδιαφέρει να τους δικαιολογήσω ή να τους καταδικάσω -μόνο να «καταποντιστώ» στα έγκατα του ψυχισμού τους και να αναζητήσω τη «σύνδεσή» τους με την κοινωνική και πολιτική συγκυρία. Άλλωστε, όπως είχε γράψει η Γαλλίδα φιλόσοφος Σιμόν Βέιλ, η ίδια η Ιστορία «δεν αποτελεί παρά μια συρραφή καταθέσεων δολοφόνων για τα θύματά τους και τους ίδιους».  
 
– Διαβάζοντας ξανά το κείμενο, 50 χρόνια μετά τις δολοφονίες και 10 χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία του βιβλίου, ποια στοιχεία εντοπίσατε που το κάνουν επίκαιρο; Ελπίζω ότι το μυθιστόρημά μου εντάσσεται σε αυτό που αποκαλούμε καλή λογοτεχνία. Αν πράγματι συμβαίνει αυτό, τότε προσδοκώ ότι ως ένα καλό κείμενο θα παραμένει πάντα επίκαιρο και ενδιαφέρον. 
 
– Η σύνδεση λογοτεχνίας με την ιστορία και τη δημοσιογραφική έρευνα έχει μεγάλο ενδιαφέρον στο αστυνομικό μυθιστόρημα… Επομένως δημοσιογραφία και λογοτεχνία είναι κόσμοι ασύμβατοι ή συμπληρωματικοί; Όπως γνωρίζετε, το θανάσιμο αμάρτημα για ένα δημοσιογράφο είναι να «λογοτεχνίζει» και για ένα συγγραφέα να «δημοσιογραφίζει». Εντούτοις, προσωπικά μου ταιριάζει το είδος που συναιρεί τις δύο αυτές κατηγορίες λόγου και έχει αποκληθεί non-fiction novel (δηλαδή, μη μυθοπλαστική μυθοπλασία) ή αντίστροφα -με δημοσιογραφικούς όρους- «Νέα Δημοσιογραφία»· θυμηθείτε εδώ τη φράση του Φώκνερ:
«Η μυθοπλασία είναι συχνά το καλύτερο γεγονός».  
 
– Ποιο βιβλίο διαβάσατε πρόσφατα και θα συστήνατε; Ξαναδιάβασα την «Κερένια Κούκλα» του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου, αυτό το σπουδαίο έργο των αρχών του 20ού αιώνα, στην έκδοση των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης, που περιλαμβάνει επίσης μία εξαιρετικά ενδελεχή μελέτη της Αγγέλας Καστρινάκη για αυτό.  
 
Φιλgood, τεύχος 238.