Έχει όνομα βαρύ. Όμως η θυγατέρα του Σπύρου Ευαγγελάτου και της Λήδας Τασοπούλου δεν νιώθει κάποιο βάρος πέρα από το έμφυτο αίσθημα ευθύνης και αφοσίωσης στη δουλειά της. Διαγράφει την τελευταία δεκαετία τη δική της φωτεινή τροχιά στο θέατρο. Είναι μια πορεία συνεχώς ανοδική, γεμάτη μεγάλες επαγγελματικές προκλήσεις και την έχει φέρει να κρατά σήμερα τα ηνία του Φεστιβάλ Αθηνών. Δεν την πτόησαν οι απανωτές σφοδρές απώλειες των πιο αγαπημένων της προσώπων. Σκληραγωγημένη και μαθημένη από μικρή στα δύσκολα, αναμετριέται με τα πιο απαιτητικά κείμενα και παράλληλα δηλώνει πανέτοιμη να βάλει το δικό της προσωπικό στίγμα στον σημαντικότερο κρατικό πολιτιστικό θεσμό στην Ελλάδα. Στο μεταξύ, βρίσκει χρόνο να πεταχτεί και μέχρι την Κύπρο για να παρουσιάσει το πιο πρόσφατο σκηνοθετικό της πόνημα: την «Κωμωδία των παρεξηγήσεων».
-Ποια συναισθήματα προκαλεί η επάνοδος μιας παράστασης που είχατε αποχαιρετήσει προ μηνών; Είναι μεγάλη χαρά να επιστρέφεις σ’ ένα εγχείρημα που είχες αφήσει κάποιους μήνες να «ξεκουραστεί». Είναι μια παράσταση που πραγματικά δεν έχουμε σταματήσει να δουλεύουμε με τους ηθοποιούς κι όσο τη δουλεύουμε τόσο ανακαλύπτουμε πράγματα. Κι όσο παίζεται, εξελίσσεται.
– Πώς θα χαρακτηρίζατε τη συγκεκριμένη πρόταση; Συμπαγή. Η πρότασή μας δίνει μεγάλη έμφαση στην κίνηση και υπάρχει μια έντονη αίσθηση φόρμας. Είμαστε χαρούμενοι για το γεγονός ότι βρήκε ανταπόκριση το ρίσκο που είχαμε πάρει για την όψη αλλά και την ουσία της παράστασης. Φτιάξαμε έναν μαγικό κόσμο με πλάσματα που θυμίζουν έντονα τσίρκο και μοιάζουν με παιχνίδια. Εμπνευστήκαμε από τις σλάπστικ κωμωδίες, τον βωβό κινηματογράφο και εντάξαμε αναφορές σε πολλά και διαχρονικά είδη κωμωδίας: από την Κομέντια Ντελ Άρτε μέχρι τους Monty Python.
– Η εντρύφηση στο σαιξπηρικό κείμενο επηρέασε την αντίληψή σας για τον Σαίξπηρ; Δεν μπορώ να πω ότι ανακάλυψα κάτι νέο ή ότι στέκομαι διαφορετικά πια απέναντι στον Σαίξπηρ. Ήταν άλλωστε η πρώτη φορά που ανέβασα έργο του. Έπεται σύντομα ο «Άμλετ». Αυτό που διαπιστώνεις όταν καταπιάνεσαι με έργο του είναι ότι αποτελεί ακριβό δώρο για τον σκηνοθέτη αλλά και τους ηθοποιούς. Πρόκειται για κείμενα πλούσια σε νοήματα, τόσο θεατρικά, τόσο ζωντανά! Κι είχαμε την τύχη να δουλέψουμε στη νέα μετάφραση του Διονύση Καψάλη, που αναδεικνύει όλους τους χυμούς, τη λεπτότητα και τη κομψότητα του σαιξπηρικού πνεύματος.
– Τα μεγάλα έργα κρύβουν και μεγάλες παγίδες; Κάθε έργο κρύβει παγίδες, κάθε καλό έργο έχει αρετές. Δεν μπορώ να πω ότι ειδικώς αυτά τα έργα έχουν παγίδες. Αν τα αγαπήσεις και θελήσεις ν’ αναγνώσεις αυτό που λένε και να δεις κάτω από τις λέξεις, είσαι κερδισμένος. «Κρύβουν» κυρίως δώρα, όχι παγίδες.
-Συχνά όμως το κοινό προϊδεάζεται όταν πρόκειται για κλασικό έργο… Αυτό έχει να κάνει με την αντίληψη του κοινού, όχι με το έργο και τις δυνατότητές του. Αν ο θεατής έρθει σε μια παράσταση προϊδεασμένος αυτό είναι πρόβλημα του θεατή, όχι του έργου.
– Έχετε μετανιώσει ποτέ για παραστάσεις που έχετε σκηνοθετήσει; Όχι. Κάθε δουλειά, κάθε απόπειρα είναι μια μοναδική εμπειρία από την οποία πάντοτε βγαίνεις κερδισμένος. Ακόμη και τις φορές που νιώθεις ότι δεν έγιναν όλα όπως τα ήθελες. Μπορεί ενδεχομένως, κοιτάζοντας πίσω, να νιώσεις ότι τελικά πήρες κάποιες αποφάσεις που δεν ήταν τόσο λειτουργικές. Όμως, ακούγεται καθολικό κι απόλυτο να λες «μετανιώνω». Δεν έχω φτάσει εκεί ακόμα. Αλλά ποτέ δεν ξέρεις.
– Συμφωνείτε ότι μια παράσταση ωριμάζει μόνο μπροστά στο κοινό; Απολύτως. Οι πρεμιέρες είναι οι χειρότερες παραστάσεις.
– Προτιμάτε να βγαίνετε από τη ζώνη άνεσης όταν δουλεύετε; Με τον τρόπο που δουλεύω, δεν αισθάνομαι ποτέ ότι υπάρχει ζώνη άνεσης. Επιλέγω έργα δύσκολα που δεν ανεβαίνουν συχνά ή -το αντίθετο- έργα κλασικά που ο κόσμος έχει προσδοκίες για το ανέβασμά τους κι άρα ο τρόπος έρευνας και εργασίας είναι απαιτητικός. Πρώτα απ’ όλα, είμαι απαιτητική με τον εαυτό μου και τους συνεργάτες μου. Θα έλεγα ότι πάντοτε επέλεγα να κάνω το δύσκολο.
– Έχει τύχει να σκηνοθετήσετε έργο που ν’ αγγίξει μια βαθύτερη πληγή; Λίγο ή πολύ, σε όλα τα έργα εντοπίζω προσωπικά βιώματα. Δεν υπάρχει «επαγγελματικό» και «προσωπικό» για μένα. Δεν τα διαχωρίζω αυτά τα δύο. Είναι πάντα προσωπικός ο τρόπος που εργάζομαι. Η δουλειά μου είναι η ζωή μου.
– Η ενασχόληση με το θέατρο μπορεί να λειτουργήσει και ως παυσίλυπο; Η τέχνη πάντα προσφέρει στον άνθρωπο παρηγοριά, ορίζοντα και σε πολλές περιπτώσεις και σωτηρία. Αυτό δεν ισχύει μόνο για τον θεατή αλλά και για τον δημιουργό.
– Αυτό ήταν που καθόρισε την απόφαση να ακολουθήσετε αυτόν τον δρόμο; Όχι, γιατί γεννήθηκα μέσα στο θέατρο. Η απόφαση αυτή λήφθηκε ταυτόχρονα με τη διαμόρφωσή μου, από πολύ μικρή ηλικία.
– Ποτέ δεν παρεκκλίνατε; Δεν σκεφτήκατε έστω και για λίγο να κάνετε κάτι άλλο; Ναι, αλλά νομίζω ότι δεν ήτανε ρεαλιστικός στόχος. Ήταν μάλλον μια μικρή αντιδραστική παράκαμψη. Και βαθιά μέσα μου ήξερα ότι στην πραγματικότητα δεν είχε βάση.
– Έχετε υπολογίσει πόσο σας έχει κοστίσει σε προσωπικό επίπεδο η αφοσίωση στο θέατρο; Όταν είσαι αφοσιωμένος σε κάτι, μοιραία υπάρχουν πράγματα στα οποία δεν προλαβαίνεις να δώσεις τον ίδιο χρόνο και χώρο. Αν όμως έχεις γύρω σου ανθρώπους που εκπέμπουν στο ίδιο μήκος κύματος, όλα γίνονται πιο απλά.
– Οι απώλειες που βιώσατε μαζεμένες επηρέασαν και τον τρόπο δουλειάς σας; Αυτές, όπως καταλαβαίνετε, έχουν γενικώς επηρεάσει την ύπαρξή μου. Τον τρόπο δουλειάς όχι, δεν θα το έλεγα. Έχουν επηρεάσει το ποια είμαι, το πώς σκέφτομαι, μ’ έναν τρόπο που δεν μπορώ να αρθρώσω με λόγια.
– Σε ότι αφορά το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, προκάλεσε εντύπωση το ότι σε αντίθεση με προηγουμένως η αλλαγή σκυτάλης έγινε σε καλό κλίμα. Σημαίνει κάτι αυτό και για τον καταρτισμό του προγράμματος; Η αλλαγή σκυτάλης είναι απλώς μια στιγμή στον χρόνο. Είχε να κάνει με την ωραία σχέση που έχουμε με τον προκάτοχό μου, τον Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο. Αυτό δεν μπορεί να προεξοφλήσει το αποτέλεσμα με τις χιλιάδες συνεργασίες που αναπτύσσονται μέσα σ’ έναν τέτοιο οργανισμό. Μπορεί σίγουρα να «μιλήσει» για την επικρατούσα αντίληψη σε σχέση με την έννοια της συνεργασίας και το ότι πάνω απ’ όλα είναι ο θεσμός κι όχι τα πρόσωπα. Σημασία έχουν η συνέχιση, η μακροημέρευση, η τόνωσή του αν θέλετε. Και μια προσωπική ματιά, που όμως δεν θα είναι αφοριστική απέναντι σε όσα προηγήθηκαν.
– Η θετική δουλειά που έγινε τα προηγούμενα χρόνια σάς επιφορτίζει με επιπλέον ευθύνη; Με διακατέχει αίσθημα ευθύνης. Το έχω από μόνη μου. Δεν με βαραίνουν επιπλέον ευθύνες μόνο σε σύγκριση με το παρελθόν, αλλά με φόντο το παρόν και το μέλλον. Αφορά το ποια είμαι και τι θα ήθελα να καταφέρω με τους συνεργάτες μου, το χρέος μου απέναντι σ’ έναν ιστορικό οργανισμό για τη χώρα μου. Κι εννοείται ότι μέσα σ’ αυτό εμπεριέχεται το σπουδαίο έργο των προκατόχων μου. Το ζήτημα είναι να πατήσεις πάνω σ’ αυτό και να συνεχίσεις δίνοντας το προσωπικό σου στίγμα.
– Ποια είναι η δική σας φιλοσοφία; Αυτό που μ’ ενδιαφέρει είναι το Φεστιβάλ να αποτελεί εξαίρεση κι όχι μια προέκταση της χειμερινής περιόδου. Να μην είναι άλλος ένας σταθμός στην περιοδεία. Βεβαίως, θέλουμε να φέρουμε σημαντικές παραστάσεις από το εξωτερικό, αλλά πρώτιστα μάς ενδιαφέρει να προωθήσουμε νέες ελληνικές δημιουργίες που θα κάνουν πρεμιέρα στο Φεστιβάλ. Μάς ενδιαφέρει να ενώσουμε, να φέρουμε σε γόνιμο δημιουργικό διάλογο Έλληνες και ξένους καλλιτέχνες για να παράξουν έργο και μάς ενδιαφέρει ν’ ανοιχτούμε σε εκπαιδευτικές δράσεις που έχουν να κάνουν με τον στοχασμό και την καλλιέργεια του κοινού.
– Θα θέσετε στην άκρη τη σκηνοθετική σας δουλειά αυτό το διάστημα; Ελπίζω πως όχι. Εύχομαι να μπορέσω να τα συνεχίσω παράλληλα και τα δύο, κάνοντας επιλεγμένες κινήσεις. Ήδη για φέτος έχω στα σκαριά δύο παραγωγές. Η μία είναι ο «Άμλετ» στο Αμφι-Θέατρο τον Δεκέμβριο κι η άλλη ο Ριγολέτος του Βέρντι με την Εθνική Λυρική Σκηνή τον Ιούνιο.
– Η καλλιτεχνική διεύθυνση ενός τόσο μεγάλου και απαιτητικού οργανισμού θα μπορούσε να είναι μια εξίσου ευχάριστη δουλειά; Είναι οπωσδήποτε μια διαφορετική δουλειά, αλλά υπάρχουν κοινά στοιχεία δημιουργικότητας με τη σκηνοθεσία, η οποία εμπεριέχει ούτως ή άλλως οργανωτικά καθήκοντα. Δεν μου είναι ξένο αυτό. Δεν νιώθω έξω από τα νερά μου. Νιώθω ότι υπάρχει συγγένεια και θέλω να αντιμετωπίζω ακόμη και το άχαρο οικονομικο-τεχνικό-διοικητικό κομμάτι ως ένα μεγάλης κλίμακας καλλιτεχνικό εγχείρημα.
– Νιώθετε έτοιμη να συγκρουστείτε με συμφέροντα, πιέσεις και φαινόμενα διαπλοκής; Είμαι έτοιμη για όλα. Έχω εικόνα για το τι συμβαίνει.
* «Η κωμωδία των παρεξηγήσεων» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, Φεστιβάλ Κύπρια, 23/9 & 24/9 Δημοτικό Θέατρο Λευκωσίας, 25/9 Παττίχειο Θέατρο Λεμεσού, 8.30μ.μ. 77777040
-Ποια συναισθήματα προκαλεί η επάνοδος μιας παράστασης που είχατε αποχαιρετήσει προ μηνών; Είναι μεγάλη χαρά να επιστρέφεις σ’ ένα εγχείρημα που είχες αφήσει κάποιους μήνες να «ξεκουραστεί». Είναι μια παράσταση που πραγματικά δεν έχουμε σταματήσει να δουλεύουμε με τους ηθοποιούς κι όσο τη δουλεύουμε τόσο ανακαλύπτουμε πράγματα. Κι όσο παίζεται, εξελίσσεται.
– Πώς θα χαρακτηρίζατε τη συγκεκριμένη πρόταση; Συμπαγή. Η πρότασή μας δίνει μεγάλη έμφαση στην κίνηση και υπάρχει μια έντονη αίσθηση φόρμας. Είμαστε χαρούμενοι για το γεγονός ότι βρήκε ανταπόκριση το ρίσκο που είχαμε πάρει για την όψη αλλά και την ουσία της παράστασης. Φτιάξαμε έναν μαγικό κόσμο με πλάσματα που θυμίζουν έντονα τσίρκο και μοιάζουν με παιχνίδια. Εμπνευστήκαμε από τις σλάπστικ κωμωδίες, τον βωβό κινηματογράφο και εντάξαμε αναφορές σε πολλά και διαχρονικά είδη κωμωδίας: από την Κομέντια Ντελ Άρτε μέχρι τους Monty Python.
– Η εντρύφηση στο σαιξπηρικό κείμενο επηρέασε την αντίληψή σας για τον Σαίξπηρ; Δεν μπορώ να πω ότι ανακάλυψα κάτι νέο ή ότι στέκομαι διαφορετικά πια απέναντι στον Σαίξπηρ. Ήταν άλλωστε η πρώτη φορά που ανέβασα έργο του. Έπεται σύντομα ο «Άμλετ». Αυτό που διαπιστώνεις όταν καταπιάνεσαι με έργο του είναι ότι αποτελεί ακριβό δώρο για τον σκηνοθέτη αλλά και τους ηθοποιούς. Πρόκειται για κείμενα πλούσια σε νοήματα, τόσο θεατρικά, τόσο ζωντανά! Κι είχαμε την τύχη να δουλέψουμε στη νέα μετάφραση του Διονύση Καψάλη, που αναδεικνύει όλους τους χυμούς, τη λεπτότητα και τη κομψότητα του σαιξπηρικού πνεύματος.
– Τα μεγάλα έργα κρύβουν και μεγάλες παγίδες; Κάθε έργο κρύβει παγίδες, κάθε καλό έργο έχει αρετές. Δεν μπορώ να πω ότι ειδικώς αυτά τα έργα έχουν παγίδες. Αν τα αγαπήσεις και θελήσεις ν’ αναγνώσεις αυτό που λένε και να δεις κάτω από τις λέξεις, είσαι κερδισμένος. «Κρύβουν» κυρίως δώρα, όχι παγίδες.
-Συχνά όμως το κοινό προϊδεάζεται όταν πρόκειται για κλασικό έργο… Αυτό έχει να κάνει με την αντίληψη του κοινού, όχι με το έργο και τις δυνατότητές του. Αν ο θεατής έρθει σε μια παράσταση προϊδεασμένος αυτό είναι πρόβλημα του θεατή, όχι του έργου.
– Έχετε μετανιώσει ποτέ για παραστάσεις που έχετε σκηνοθετήσει; Όχι. Κάθε δουλειά, κάθε απόπειρα είναι μια μοναδική εμπειρία από την οποία πάντοτε βγαίνεις κερδισμένος. Ακόμη και τις φορές που νιώθεις ότι δεν έγιναν όλα όπως τα ήθελες. Μπορεί ενδεχομένως, κοιτάζοντας πίσω, να νιώσεις ότι τελικά πήρες κάποιες αποφάσεις που δεν ήταν τόσο λειτουργικές. Όμως, ακούγεται καθολικό κι απόλυτο να λες «μετανιώνω». Δεν έχω φτάσει εκεί ακόμα. Αλλά ποτέ δεν ξέρεις.
– Συμφωνείτε ότι μια παράσταση ωριμάζει μόνο μπροστά στο κοινό; Απολύτως. Οι πρεμιέρες είναι οι χειρότερες παραστάσεις.
– Προτιμάτε να βγαίνετε από τη ζώνη άνεσης όταν δουλεύετε; Με τον τρόπο που δουλεύω, δεν αισθάνομαι ποτέ ότι υπάρχει ζώνη άνεσης. Επιλέγω έργα δύσκολα που δεν ανεβαίνουν συχνά ή -το αντίθετο- έργα κλασικά που ο κόσμος έχει προσδοκίες για το ανέβασμά τους κι άρα ο τρόπος έρευνας και εργασίας είναι απαιτητικός. Πρώτα απ’ όλα, είμαι απαιτητική με τον εαυτό μου και τους συνεργάτες μου. Θα έλεγα ότι πάντοτε επέλεγα να κάνω το δύσκολο.
– Έχει τύχει να σκηνοθετήσετε έργο που ν’ αγγίξει μια βαθύτερη πληγή; Λίγο ή πολύ, σε όλα τα έργα εντοπίζω προσωπικά βιώματα. Δεν υπάρχει «επαγγελματικό» και «προσωπικό» για μένα. Δεν τα διαχωρίζω αυτά τα δύο. Είναι πάντα προσωπικός ο τρόπος που εργάζομαι. Η δουλειά μου είναι η ζωή μου.
– Η ενασχόληση με το θέατρο μπορεί να λειτουργήσει και ως παυσίλυπο; Η τέχνη πάντα προσφέρει στον άνθρωπο παρηγοριά, ορίζοντα και σε πολλές περιπτώσεις και σωτηρία. Αυτό δεν ισχύει μόνο για τον θεατή αλλά και για τον δημιουργό.
– Αυτό ήταν που καθόρισε την απόφαση να ακολουθήσετε αυτόν τον δρόμο; Όχι, γιατί γεννήθηκα μέσα στο θέατρο. Η απόφαση αυτή λήφθηκε ταυτόχρονα με τη διαμόρφωσή μου, από πολύ μικρή ηλικία.
– Ποτέ δεν παρεκκλίνατε; Δεν σκεφτήκατε έστω και για λίγο να κάνετε κάτι άλλο; Ναι, αλλά νομίζω ότι δεν ήτανε ρεαλιστικός στόχος. Ήταν μάλλον μια μικρή αντιδραστική παράκαμψη. Και βαθιά μέσα μου ήξερα ότι στην πραγματικότητα δεν είχε βάση.
– Έχετε υπολογίσει πόσο σας έχει κοστίσει σε προσωπικό επίπεδο η αφοσίωση στο θέατρο; Όταν είσαι αφοσιωμένος σε κάτι, μοιραία υπάρχουν πράγματα στα οποία δεν προλαβαίνεις να δώσεις τον ίδιο χρόνο και χώρο. Αν όμως έχεις γύρω σου ανθρώπους που εκπέμπουν στο ίδιο μήκος κύματος, όλα γίνονται πιο απλά.
– Οι απώλειες που βιώσατε μαζεμένες επηρέασαν και τον τρόπο δουλειάς σας; Αυτές, όπως καταλαβαίνετε, έχουν γενικώς επηρεάσει την ύπαρξή μου. Τον τρόπο δουλειάς όχι, δεν θα το έλεγα. Έχουν επηρεάσει το ποια είμαι, το πώς σκέφτομαι, μ’ έναν τρόπο που δεν μπορώ να αρθρώσω με λόγια.
– Σε ότι αφορά το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, προκάλεσε εντύπωση το ότι σε αντίθεση με προηγουμένως η αλλαγή σκυτάλης έγινε σε καλό κλίμα. Σημαίνει κάτι αυτό και για τον καταρτισμό του προγράμματος; Η αλλαγή σκυτάλης είναι απλώς μια στιγμή στον χρόνο. Είχε να κάνει με την ωραία σχέση που έχουμε με τον προκάτοχό μου, τον Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο. Αυτό δεν μπορεί να προεξοφλήσει το αποτέλεσμα με τις χιλιάδες συνεργασίες που αναπτύσσονται μέσα σ’ έναν τέτοιο οργανισμό. Μπορεί σίγουρα να «μιλήσει» για την επικρατούσα αντίληψη σε σχέση με την έννοια της συνεργασίας και το ότι πάνω απ’ όλα είναι ο θεσμός κι όχι τα πρόσωπα. Σημασία έχουν η συνέχιση, η μακροημέρευση, η τόνωσή του αν θέλετε. Και μια προσωπική ματιά, που όμως δεν θα είναι αφοριστική απέναντι σε όσα προηγήθηκαν.
– Η θετική δουλειά που έγινε τα προηγούμενα χρόνια σάς επιφορτίζει με επιπλέον ευθύνη; Με διακατέχει αίσθημα ευθύνης. Το έχω από μόνη μου. Δεν με βαραίνουν επιπλέον ευθύνες μόνο σε σύγκριση με το παρελθόν, αλλά με φόντο το παρόν και το μέλλον. Αφορά το ποια είμαι και τι θα ήθελα να καταφέρω με τους συνεργάτες μου, το χρέος μου απέναντι σ’ έναν ιστορικό οργανισμό για τη χώρα μου. Κι εννοείται ότι μέσα σ’ αυτό εμπεριέχεται το σπουδαίο έργο των προκατόχων μου. Το ζήτημα είναι να πατήσεις πάνω σ’ αυτό και να συνεχίσεις δίνοντας το προσωπικό σου στίγμα.
– Ποια είναι η δική σας φιλοσοφία; Αυτό που μ’ ενδιαφέρει είναι το Φεστιβάλ να αποτελεί εξαίρεση κι όχι μια προέκταση της χειμερινής περιόδου. Να μην είναι άλλος ένας σταθμός στην περιοδεία. Βεβαίως, θέλουμε να φέρουμε σημαντικές παραστάσεις από το εξωτερικό, αλλά πρώτιστα μάς ενδιαφέρει να προωθήσουμε νέες ελληνικές δημιουργίες που θα κάνουν πρεμιέρα στο Φεστιβάλ. Μάς ενδιαφέρει να ενώσουμε, να φέρουμε σε γόνιμο δημιουργικό διάλογο Έλληνες και ξένους καλλιτέχνες για να παράξουν έργο και μάς ενδιαφέρει ν’ ανοιχτούμε σε εκπαιδευτικές δράσεις που έχουν να κάνουν με τον στοχασμό και την καλλιέργεια του κοινού.
– Θα θέσετε στην άκρη τη σκηνοθετική σας δουλειά αυτό το διάστημα; Ελπίζω πως όχι. Εύχομαι να μπορέσω να τα συνεχίσω παράλληλα και τα δύο, κάνοντας επιλεγμένες κινήσεις. Ήδη για φέτος έχω στα σκαριά δύο παραγωγές. Η μία είναι ο «Άμλετ» στο Αμφι-Θέατρο τον Δεκέμβριο κι η άλλη ο Ριγολέτος του Βέρντι με την Εθνική Λυρική Σκηνή τον Ιούνιο.
– Η καλλιτεχνική διεύθυνση ενός τόσο μεγάλου και απαιτητικού οργανισμού θα μπορούσε να είναι μια εξίσου ευχάριστη δουλειά; Είναι οπωσδήποτε μια διαφορετική δουλειά, αλλά υπάρχουν κοινά στοιχεία δημιουργικότητας με τη σκηνοθεσία, η οποία εμπεριέχει ούτως ή άλλως οργανωτικά καθήκοντα. Δεν μου είναι ξένο αυτό. Δεν νιώθω έξω από τα νερά μου. Νιώθω ότι υπάρχει συγγένεια και θέλω να αντιμετωπίζω ακόμη και το άχαρο οικονομικο-τεχνικό-διοικητικό κομμάτι ως ένα μεγάλης κλίμακας καλλιτεχνικό εγχείρημα.
– Νιώθετε έτοιμη να συγκρουστείτε με συμφέροντα, πιέσεις και φαινόμενα διαπλοκής; Είμαι έτοιμη για όλα. Έχω εικόνα για το τι συμβαίνει.
* «Η κωμωδία των παρεξηγήσεων» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, Φεστιβάλ Κύπρια, 23/9 & 24/9 Δημοτικό Θέατρο Λευκωσίας, 25/9 Παττίχειο Θέατρο Λεμεσού, 8.30μ.μ. 77777040