Ένας συνεπής και πολύπειρος θεατράνθρωπος με ακάματη παρουσία αναμετριέται με την προσωπικότητα και την πολυτάραχη ζωή ενός αυθεντικού λαϊκού δημιουργού. 
 
Κοντεύει να συμπληρώσει σχεδόν 60 χρόνια ενεργής παρουσίας στο θέατρο κι έχει βιώσει από τις επάλξεις της υποκριτικής και της σκηνοθεσίας όλη την πορεία του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου. Για τον Θανάση Παπαγεωργίου το μυστικό του να βρίσκεσαι σε καλλιτεχνική φόρμα είναι να μην εφησυχάζεις, αλλά να εξασκείσαι και να ανανεώνεις συνεχώς τις γνώσεις σου. Το νέο του μεγάλο στοίχημα είναι ο ρόλος ενός παλιού του γνώριμου. Η παράσταση «Εγώ, ο Μάρκος Βαμβακάρης» από το Θεάτρο Στοά συνεχίζεται για τρίτη χρονιά με επιτυχία και βασίζεται στην αυτοβιογραφία του πατριάρχη του ρεμπέτικου.
 
– Τι σας οδήγησε σ’ αυτό τον ρόλο; Αυτές οι αποφάσεις συνήθως λαμβάνονται συμπτωματικά. Διάβασα το έργο της Νάνσης Τουμπακάρη, μου άρεσε, αποφάσισα να το κάνω. Από εκεί και πέρα δεν είναι τυχαίο ότι διάλεξα αυτό κι όχι κάτι άλλο. Υπάρχει μια αγάπη στο ρεμπέτικο, είναι το τραγούδι που μας μεγάλωσε, το λαϊκό τραγούδι της χώρας μας. Κι ο Βαμβακάρης είναι ιδιότυπη περίπτωση, δεν είναι ένας τυχαίος μουσικός που απλώς έγραψε 200 τραγούδια κι έγινε αυτός που έγινε.
 
– Ποια είναι η δική σας σχέση με τη μουσική και ειδικά το ρεμπέτικο; Το ρεμπέτικο το έχω γνωρίσει από τα παιδικά μου χρόνια. Ακουγόταν στο σπίτι μου, στη γειτονιά που μεγάλωσα. Μ’ αυτά τα ακούσματα μεγάλωσα. Με τη μουσική η σχέση είναι ερωτική. Είναι μια αγάπη, ένα μεγάλο πέλαγος, μια τέχνη που πάει αγκαλιά με τη δική μας.
 
– Υπάρχει μια τάση σήμερα για σύγχρονη ανάγνωση παλιότερων ακουσμάτων, όπως το ρεμπέτικο. Πώς τη βλέπετε; Το ρεμπέτικο δεν διασκευάζεται έτσι εύκολα, δεν μπορεί να γίνει τζαζ. Δεν μπορώ να φανταστώ τη «Φραγκοσυριανή» να την τραγουδά μια σοπράνο ούτε να την εκτελεί ένα ροκ συγκρότημα. Δεν αυτή η αποστολή του, ούτε η προέλευσή του. Είναι η φωνή του λαού, του απλού ανθρώπου που νιώθει την ανάγκη να εκφράσει τα αισθήματά του. Δεν απευθύνεται κάπου, εξωτερικεύει τον καημό.
 
Τι τραγούδια θα έγραφε ο Βαμβακάρης αν ζούσε στην εποχή μας; Θα ζούσε με τον ίδιο τρόπο στην εποχή μας; Θα είχε τα ερεθίσματα που είχε στη δική του; Την ανέχεια, την ανεργία; Θα ζούσε μαζί με τους πρόσφυγες και μέσα στους τεκέδες; Θα τον διάλεγε το τραγούδι; Ή θα ήταν ένας απλός μεροκαματιάρης που θα δούλευε σ’ ένα εργοστάσιο και το βράδυ θα έκανε ένα χασισάκι για να χαλαρώσει και να κάνει το κέφι του; Οι εποχές είναι που καθορίζουν τον άνθρωπο κι όχι ο άνθρωπος τις εποχές. Ο Βαμβακάρης έζησε σε μια περίοδο που οι άνθρωποι είχαν βάσανα και νταλκάδες. Ήταν τότε που έφτασε το μεγάλο προσφυγικό ρεύμα από τη Μικρά Ασία, καθορίζοντας πολλά πράγματα στη νέα Ελλάδα.
 
– Αντιμετωπίζετε με επιείκεια τα πάθη και τα ελαττώματά του; Ένας από τους στόχους μου ήταν να απενοχοποιήσω τους χασικλήδες, τους ρεμπέτες, τους «αλήτες» εκείνης της εποχής. Αυτές είναι λέξεις- ταμπελίτσες. Σημασία έχει να καταλάβεις γιατί διάλεξαν τη ζωή αυτή. Δεν θα μπορούσε να αντέξει αλλιώς ο Μάρκος δουλεύοντας χαμάλης στο λιμάνι και κουβαλώντας στην πλάτη 100-150 οκάδες βάρος για να βγάλει κάνα φράγκο να επιβιώσει. Χρειαζόταν ένα «φάρμακο» για να συνέλθει.

– Στην εποχή μας δεν έχουν βάσανα οι άνθρωποι; Γιατί δεν πίνουν χασίς σήμερα; Υπάρχουν και πιο βαριά ναρκωτικά. Δεν ανήκω σ’ αυτούς που πιστεύουν ότι κόσμος καταφεύγει στα ναρκωτικά για διασκέδαση. Κάποιο βάσανο τους ωθεί εκεί. Εγώ γιατί δεν παίρνω; Γιατί βρήκα άλλες διεξόδους. Είναι εύκολο να καταδικάζουμε τους ανθρώπους που χρησιμοποιούν ναρκωτικές ουσίες. Καλό όμως είναι να αναλογιστούμε ότι με κάποιον τρόπο όλοι έχουμε το «ναρκωτικό» μας. Άλλος το βιβλίο του, άλλος ακούγοντας μουσική με τις ώρες. Στην εποχή μας έχουν κολλήσει όλοι με τα κινητά. Να το «χασισάκι»! Και μάλιστα χειρότερο και πιο εθιστικό.
 
Τι θυμάστε από τις προσωπικές σας συναντήσεις με τον Μάρκο Βαμβακάρη; Πώς σας έχουν εντυπωθεί; Στην πρώτη ήμουν 10-12 χρονών παιδάκι. Έτυχε να με πάνε σε μαγαζί που τραγουδούσε. Η ουσιαστική γνωριμία ήταν το 1969 όταν ανέβαζα στην Κοκκινιά την «Αυλή των Θαυμάτων» του Καμπανέλλη και του ζήτησα να μου γράψει τη μουσική. Τον γνώρισα πια στη γειτονιά του, στην καρέκλα που καθότανε κι εκεί τα είπαμε. Ήταν πολύ άρρωστος και πρότεινε να γράψει τη μουσική ο γιος του, όπως κι έγινε. Αλλά ήρθε και είδε στην παράσταση.
 
– Είχατε φανταστεί τότε ότι κάποια μέρα θα τον υποδυόσασταν; Όχι βέβαια. Πού να φανταστείς τι επιφυλάσσει το μέλλον;
 
– Νιώθετε ότι τον «γνωρίσατε» καλύτερα ως προσωπικότητα μέσω αυτής της δουλειάς; Δεν ξέρω σε ποιο βαθμό οι βιογραφίες καθρεφτίζουν τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος που μιλά για τη ζωή του και διηγείται το παρελθόν έχει την τάση να το ωραιοποιεί, να το εξιδανικεύει. Δεν υπάρχει λόγος να συγχέουμε τη βιογραφία με την πραγματικότητα. Δεν μπορώ να γνωρίζω πόσα από αυτά που εξιστορεί τα έζησε έτσι ακριβώς. Αυτό που ξέρω είναι ότι είχε την ανάγκη να πει τα βάσανά του, να εξιλεωθεί για τις αμαρτίες του. Πίστευε ότι ο κόσμος τον παρεξήγησε και τον αδίκησε. Εγώ κρατάω ότι ήταν ένας άνθρωπος ταλαιπωρημένος, βαριά εργαζόμενος, που αναζητούσε διεξόδους. Τις βρήκε στο χασίσι, τις γυναίκες και το όργανο.
 
– Πώς προετοιμαστήκατε για τον ρόλο; Με σκληρή δουλειά. Χρησιμοποιεί μια πολύ δύσκολη γλώσσα που δεν τη μαθαίνεις εύκολα γιατί δεν μιλιέται. Δεν είναι η καθομιλουμένη. Υπάρχουν φράσεις, λέξεις, νοήματα που είναι απόμακρα. Άλλο να το διαβάζεις στα βιβλία κι άλλο να το ερμηνεύεις στη σκηνή.
 
– Ποιος είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος όταν υποδύεται κανείς πρόσωπα υπαρκτά; Ο κίνδυνος είναι όταν είναι γνωστά. Αν υποδυθείς τον Ταμερλάνο, που κανείς δεν ζει απ’ όσους τον γνώρισαν είσαι πιο ελεύθερος. Ο Μάρκος είναι χθεσινός άνθρωπος. Στην παράσταση ήρθε κόσμος που τον έχει γνωρίσει, ή τον έχει ζήσει. Τα παιδιά του, η οικογένειά του. Δεν μπορείς να ξεγελάσεις κανέναν. Η ευθύνη γιγαντώνεται.
 
– Ποιοι χαρακτήρες σας ενδιαφέρουν; Μ’ ενδιαφέρουν οι άνθρωποι που ήταν πιστοί και προσηλωμένοι στον στόχο τους. Που πορεύτηκαν κατευθυνόμενοι τον στόχο. Είναι το πιο σημαντικό στοιχείο σε έναν άνθρωπο.

Ποια εποχή αναπολείτε περισσότερο επαγγελματικά και κοινωνικά; Το 1970, που ξεκινήσαμε εμείς στη Στοά, ήταν μια εποχή κυοφορίας. Οι συγγραφείς έγραφαν, εμείς αναζητούσαμε καινούριους κώδικες. Επικρατούσε ένας θετικός αναβρασμός. Ήταν η εποχή που μπήκαν οι βάσεις για την άνθιση του θεάτρου που αγαπά σήμερα το κοινό. Όσο οξύμωρο κι αν ακούγεται, αυτό συνέβη μέσα στη δικτατορία.
 
– Ήταν συμπτωματικό αυτό; Καθόλου. Το θέατρο σε τέτοιες συνθήκες πάντοτε ανθίζει. Στέκεται απέναντι σ’ έναν μεγάλο εχθρό που είναι ξεκάθαρος και χειροπιαστός. Κι ο εχθρός δεν ήταν ο Παπαδόπουλος ή ο Ιωαννίδης. Ήταν η καταπίεση, η στέρηση της ελευθερίας. Τα ζούσαμε στο πετσί μας αυτά.
 
– Δεν υπάρχει εχθρός σήμερα; Υπάρχει μια σύγχυση. Ο κόσμος δεν είναι σίγουρος τι του φταίει. Ο εχθρός είναι πολύ πιο επικίνδυνος απ’ ότι στη δικτατορία. Είναι ύπουλος και δεν έχει όνομα και πρόσωπο. Υπάρχουν καλλιτέχνες με ανοιχτά μάτια που μπορούν να τον δουν. Αλλά είναι λίγοι.
 
– Ποιο είναι το πρόβλημα του θεάτρου σήμερα; Ότι πλέει μέσα στην ίδια απάτη που πλέει ολόκληρη η κοινωνία. Σε όλους τους τομείς. Προτεραιότητά μας πια είναι το γρήγορο και εύκολο. Κι ας πατήσουμε και σε μερικά πτώματα, δεν πειράζει.
 
* «Εγώ ο Βαμβακάρης», 2/10, Λεμεσός, Θέατρο Ριάλτο, 8.30μ.μ. 77777745

Φιλgood, τεύχος 240