Το κορίτσι της διπλανής πόρτας, που κάθε φορά λάμπει επί σκηνής, εξηγεί γιατί επιλέγει το τώρα αντί του καταφυγίου της μνήμης, μιλά για τα όρια και την εικόνα της και θυμάται πώς είναι να μεγαλώνεις καλλιτεχνικά στα χρόνια της κρίσης, λίγες ημέρες πριν από τη συμμετοχή της – μαζί με σημαντικούς καλλιτέχνες –  σε μια παράσταση με κοινωνικό αντίκρισμα στο χώρο συναυλιών της Μητρόπολης Ταμασού.
 Θα µπορούσε να υποθέσει κανείς ότι το επικοινωνιακό χάρισµα της Μαρίζας Ρίζου είναι η προίκα της από τις σπουδές της στην Επικοινωνία. Και θα ήταν ένας απολύτως λογικός συνειρµός, αφού η αεικίνητη τραγουδοποιός πριν βρει το ασφαλές απάγκιο της στη µουσική και τη δηµιουργία, υπήρξε υπόδειγµα φοιτήτριας στο τµήµα Μέσων Μαζικής Ενηµέρωσης του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστηµίου Αθηνών αλλά και για βραχύ διάστηµα ονειροπόλα, ιδεαλίστρια εργαζόµενη διαφηµιστικής εταιρείας. Στην πραγµατικότητα η αµεσότητα, η προσήνεια, αυτός ο αδιαµεσολάβητος τρόπος µε τον οποίο επικοινωνεί µε το ακροατήριό της είναι στοιχεία θαρρείς εγγεγραµµένα στις έλικες του DNA της. Άλλωστε κανένα πανεπιστήµιο στον κόσµο, όσο µεγάλο, σπουδαίο ή φηµισµένο κι εάν είναι, δεν µπορεί να σε κάνει ευγενή, ταπεινό, γλυκοµίλητο και καταδεκτικό. Η Μαρίζα Ρίζου διαθέτει αυτές κι άλλες πολλές αρετές, που την έκαναν να ξεχωρίσει σαν την ήρα από το στάρι και σε µια εποχή που το εφήµερο και το επιδερµικό κατακυριεύουν τον κόσµο, την τέχνη και κυρίως τα µέσα επικοινωνίας, να χαράσσει τη δική της ρότα και να αφήνει ήδη το πολύ προσωπικό και διακριτό στίγµα της.

Το µουσικό ταξίδι της αυτή τη φορά τη φέρνει στην Κύπρο. Και µάλιστα για ένα σπουδαίο σκοπό. Η τραγουδοποιός ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση και θα δώσει το «παρών» της µαζί µε τον Διονύση Σαββόπουλο, τη Γλυκερία, τον Φοίβο Δεληβοριά, τον Δώρο Δηµοσθένους και τον Παντελή Θαλασσινό στη µεγάλη συναυλία που θα δοθεί το Σάββατο, 11 Οκτωβρίου στην Πολιτιστική Σκηνή της Ιεράς Μητρόπολης Ταµασού και Ορεινής, στο Επισκοπειό Λευκωσίας, µε σκοπό την ευαισθητοποίηση του κοινού για τη δωρεά οργάνων. Άραγε εκτός από τη δεδοµένη καλλιτεχνική ευαισθησία, µια και η Ρίζου συµµετέχει συχνά σε live µε κοινωνικό αντίκρισµα, υπάρχει κάποιος έξτρα λόγος, κάποιο ενδεχοµένως προσωπικό βίωµα που την κινητοποίησε; «Νοµίζω ότι αυτό σχετίζεται µε το γεγονός ότι είχα γονείς γιατρούς. Ακόµα τους έχω, απλώς έχουν πάρει σύνταξη», λέει. «Έτσι, βρέθηκα -µε έναν έµµεσο τρόπο βέβαια- αρκετά κοντά σε συνθήκες και καταστάσεις που υπό άλλες συνθήκες δεν θα ζούσα. Πέρα από την ευαισθητοποίηση σε σχέση µε τέτοιας υφής ζητήµατα, το επάγγελµα των γονιών µου µε βοήθησε να καταλάβω -από πολύ νωρίς ευτυχώς – ότι είναι εντελώς άκυρο έως αστείο, να την ψωνίσει κάποιος επειδή είναι καλλιτέχνης, από τη στιγµή που υπάρχουν αυτά τα επαγγέλµατα που ασχολούνται µε τη ζωή και τον θάνατο καθηµερινά».

 

Πολλοί είναι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι ένας καλλιτέχνης οφείλει να ευαισθητοποιεί, να στρατεύεται όποτε ο σκοπός ή οι καιροί το απαιτούν, να γίνεται ακόµα και το παράδειγµα µε την ίδια τη ζωή του. Η ίδια το συµµερίζεται; «Δεν ξέρω. Μάλλον είναι έτσι. Ταυτόχρονα βέβαια αυτό που λες εµπεριέχει µιαν απόφαση, η οποία µε φέρνει σε άβολη θέση. Δηλαδή µπορεί να κρύβει µια σκέψη σαν το «τώρα θα κάνω το τάδε για να δείξω πόσο καλός άνθρωπος είµαι». Αν είσαι, είσαι. Αν θες να κάνεις κάτι, να το κάνεις. Από εκεί και πέρα, εάν επηρεάσεις και άλλους προς µια ωραία κατεύθυνση, καλώς. Δεν νοµίζω όµως ότι η αρχική σου πρόθεση πρέπει να βασίζεται στη µαταιοδοξία σου. Αυτό το βρίσκω κάπως θλιβερό», απαντά. Δεν θα µπορούσε να υπάρξει καλύτερη επιβεβαίωση όσων υποστηρίζει από την πρόσφατη συναυλία που έδωσε στην Τεχνόπολη του Δήµου Αθηναίων. Το εν λόγω live ήταν καθολικά προσβάσιµο, πράγµα που σηµαίνει ότι µπορούσαν να το παρακολουθήσουν άνθρωποι µε κινητικά προβλήµατα αλλά ακόµα και ακροατές µε θέµατα στην όραση ή την ακοή τους. Ακόµα κι αυτή της την απόφαση δεν την αντιµετωπίζει ως κάποια εξεζητηµένη φιλανθρωπία αλλά µε περίσσια κανονικότητα. «Μου το πρότεινε η Μαρία Ιωάννου και ο Δηµήτρης Συρεγγέλας που τρέχουν τα live µου και ένιωσα πως ήθελα πολύ να το κάνουµε. Ήταν συγκινητικά», λέει. 

Κακά τα ψέµατα. Ζούµε στην εποχή που οι καλλιτέχνες ασχολούνται πολύ µε τα κοινωνικά δίκτυα – κάποιοι ίσως περισσότερο απ’ ό,τι µε την τέχνη τους. Τη Ρίζου την ενδιαφέρει αυτή η επικοινωνία µε το κοινό αλλά και η υπέρτατη -για κάποιους- έξωθεν καλή µαρτυρία, η εικόνα της; «Φυσικά και µε ενδιαφέρει η επικοινωνία µε το κοινό και όποιος έχει έρθει σε live µου σίγουρα το γνωρίζει αυτό, αλλά µε ενδιαφέρουν πολύ και τα όρια, γιατί επιθυµώ να έχω µια υγιή ζωή. Μπορεί να είµαστε κάποιες στιγµές κοντά, την ώρα του live µάλιστα αρκετά κοντά ή την ώρα που κάποιος συνδέεται µε ένα τραγούδι µου ψυχικά (και αυτό είναι υπέροχο), αλλά δεν είµαστε φίλοι και πιθανότατα δεν θα γίνουµε ποτέ. Αυτό είναι χρήσιµο να το γνωρίζουµε και οι δύο πλευρές, ώστε να έχουµε µια υγιή, µε σεβασµό και ουσία σχέση». Ακούγεται τουλάχιστον τίµιο. Η Μαρίζα Ρίζου είναι η συνισταµένη αυτού που φαντάζεται κανείς σαν χαρά της ζωής. Κεφάτη, ανοιχτή, έξω καρδιά. Με τα «σκοτάδια» της τι γίνεται; Δίνει χρόνο στον εαυτό της να τα απολαµβάνει; «Αµέ και µάλιστα το βρίσκω και πολύ χρήσιµο, αρκεί να µην κρατά παραπάνω από όσο χρειάζεται. Σε αυτό µε έχει βοηθήσει η ψυχοθεραπεία αρκετά. Να αποδεχτώ δηλαδή όλη µου την ύπαρξη, µε όλα της τα χρώµατα και τις στιγµές. Αυτό καθρεφτίζεται και στη µουσική µου πορεία. Πριν από τρία χρόνια ας πούµε δεν θα τραγουδούσα µε τίποτα το «Κάποιος να µε σύρει», ούτε θα έγραφα το «Πόσο Βλάκας». Παρεµπιπτόντως και τα δύο αυτά τραγούδια θα περιλαµβάνονται στον τρίτο δίσκο µου».

Παρότι κανείς έχει την εντύπωση ότι γνώριζε την τραγουδοποιό ανέκαθεν, λόγω των πυκνών live της αλλά και της απήχησης που έχει η µουσική της, η αλήθεια είναι ότι εµφανίστηκε, γαλουχήθηκε και µεγάλωσε καλλιτεχνικά στα χρόνια της οικονοµικής κρίσης. Αυτό της δηµιούργησε δυσκολίες ή µήπως είχε τελικά και τις ευκολίες του; «Θα σου πω το µεγάλο πλεονέκτηµα αυτής της συνθήκης. Τα πράγµατα έγιναν στους σωστούς χρόνους. Καµία εταιρία δε µε “έφτιαξε”, κανένα µπαµ δεν έγινε, όλα συνέβησαν σιγά σιγά µέσα από τα live, ήσυχα αλλά στιβαρά. Γνωρίζω γιατί έχει γίνει ό,τι έχει γίνει και αντίστοιχα γιατί δεν έχει γίνει ακόµα ό,τι δεν έχει γίνει. Αυτό µου δίνει ηρεµία και ψυχική υγεία που δεν την αλλάζω µε τίποτα. Τελικά, χαίροµαι που ξεκίνησα αυτήν την εποχή», καταλήγει. Πάντως, γεγονός είναι ότι η µουσική της πορεία δεν ξεκίνησε από τα γεννοφάσκια της, παρότι συµµετείχε στις σχολικές χορωδίες, αλλά αφού µεσολάβησαν οι σπουδές της και κάποια χρόνια εργασίας ως διαφηµίστρια. Της βγήκε σε καλό αυτή η χρονοκαθυστέρηση; «Δεν ξέρω να σου πω σίγουρα. Καµιά φορά λέω ότι έτσι ήταν να γίνει, καµιά άλλη λέω ότι άργησα γιατί οι γονείς µου στην αρχή σαµπόταραν τροµερά τη µουσική µου κατεύθυνση λόγω δικών τους φόβων – τώρα βέβαια είναι πολύ υποστηρικτικοί, αλλά τους πήρε καιρό – ή γιατί ήµουν µαθήτρια του 19 και άρα παραείχα πολλές επιλογές στο τι θα κάνω. Πάντως για όποιον λόγο και να έγινε, βγήκε σε καλό. Υπήρξα αρκετά συνειδητοποιηµένη από την αρχή που µπήκα στον χώρο».

Όταν τη ρωτήσεις πώς ονειρευόταν τον εαυτό της όταν ήταν παιδί, η Μαρίζα Ρίζου θα σου απαντήσει µε τον επιθετικό προσδιορισµό χαρούµενη. Και θα προσθέσει ότι δεν τα έχει πάει και άσχηµα στην ενήλικη ζωή της. Αν τη ρωτήσεις για τους παιδικούς ήρωές της, θα σε διορθώσει µιλώντας για τους µουσικούς ήρωές της. «Ένας άνθρωπος που έχει πολύ ξεχωριστή θέση στην καρδιά µου είναι ο Φοίβος Δεληβοριάς. Με αφορά πολύ ο τρόπος που βλέπει τη ζωή». Όσο για το εάν αναπολεί κάτι από τα παιδικά χρόνια της, εάν γυρνά στο καταφύγιο της µνήµης και εάν νοσταλγεί; «Έχω περάσει πολύ ωραία παιδικά χρόνια. Ωστόσο απεχθάνοµαι την παρελθοντολαγνεία. Πιστεύω πως είµαστε εδώ για να κάνουµε όµορφο το τώρα µας και ό,τι δε µας αρέσει να το αλλάξουµε χωρίς φόβο, κάνοντάς µας επιτέλους ευτυχισµένους. Δεν ξέρουµε εάν υπάρχει άλλη ζωή, οπότε ας µην υποτιµάµε αυτήν εδώ». Φροντίζει µάλιστα αυτή την τελευταία φράση να την κάνει πράξη µε την καθηµερινότητά της, αφού, όπως λέει, καµία ηµέρα της δεν είναι copy/paste της προηγούµενης. «Φτιάχνω έναν ωραίο καφέ το πρωί και ένα ωραίο ζεστό ρόφηµα µε γιασεµί το βράδυ πριν κοιµηθώ. Κατά τα άλλα τίποτα δεν είναι σταθερό µέσα στις µέρες µου». Και στην απίθανη περίπτωση που αναγκαζόταν να σταµατήσει την ενασχόλησή της µε τη µουσική, τι θα έκανε; Έχει κάποιο άλλο ταλέντο; Είναι εξαιρετικά καλή σε κάτι άλλο πέρα από τις µουσικές ιστορίες που συνθέτει και ερµηνεύει; «Φτιάχνω τροµερά νύχια. Έχω και φουρνάκι και κάνω µόνη µου ηµιµόνιµο. Αλλά και πετσάκια και όλα, σοβαρή επαγγελµατίας, όχι αστεία», απαντά µε περίσσια ειλικρίνεια και χιούµορ.

Κατά τα άλλα η Μαρίζα Ρίζου, εκτός από ένας εύχαρις καλλιτέχνις, είναι κι ένας σχεδόν ψυχαναγκαστικά οργανωτικός άνθρωπος. Δηλαδή ο καλύτερος µάνατζερ του εαυτού της που ξέρει µε ακρίβεια ποια θα είναι τα επόµενα βήµατά της: «Σύντοµα βγάζω τον τρίτο µου δίσκο, τον οποίο έχω έτοιµο, αλλά υπάρχουν διαδικαστικά προβλήµατα εταιρειών και δεν τον έχω κυκλοφορήσει ακόµα, γράφω µουσική για την παράσταση «Μάµα Ρόζα» σε σκηνοθεσία Κώστα Τσιάνου µε πρωταγωνιστές τη Βίκυ Σταυροπούλου και τον Χρήστο Χατζηπαναγιώτη που ανεβαίνει σε λίγες ηµέρες στο θέατρο Αλίκη και ξεκινώ τον Φερβουάριο τα live µου στην Αθήνα στην κεντρική σκηνή του Σταυρού του Νότου».
 
* Η συναυλία «Σήκω Ψυχή µου Δώσε Ρεύµα» µε τους Διονύση Σαββόπουλο, Γλυκερία, Φοίβο Δεληβοριά, Δώρο Δηµοσθένους, Μαρίζα Ρίζου και  Παντελή Θαλασσινό, πραγµατοποιείται στις 11 Οκτωβρίου. Στη συναυλία συµµετέχουν ακόµη το Φωνητικό Σύνολο της Διάστασης, υπό την διεύθυνση της Ισαβέλλας Χριστοφίδου και η Φιλαρµονική Μέσα Γειτονιάς, υπό τη διεύθυνση του Πάρη Ξάνθου. Στο χώρο συναυλιών της Μητρόπολης Ταµασού, 20:00, 77777040.
 
«Έχω περάσει πολύ ωραία παιδικά χρόνια. Ωστόσο απεχθάνοµαι την παρελθοντολαγνία. Πιστεύω πως είµαστε εδώ για να κάνουµε όµορφο το τώρα µας και ό,τι δε µας αρέσει να το αλλάξουµε χωρίς φόβο, κάνοντάς µας επιτέλους ευτυχισµένους. Δεν ξέρουµε εάν υπάρχει άλλη ζωή, οπότε ας µην υποτιµάµε αυτήν εδώ».

Φιλgood, τεύχος 240.