Η χορογράφος και performer πιστεύει πως η κίνηση τής δίνει τη δυνατότητα να ανακαλύψει τις πολλές εκδοχές του εαυτού της.
 
– Πώς θα περιέγραφες την πόλη σου σε κάποιον ξένο; Θα έλεγα ότι η Λεμεσός είναι μια πόλη που αγαπώ, αλλά με θυμώνει και με απογοητεύει όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια. Βέβαια, όλα γίνονται πιο όμορφα και πιο αισιόδοξα κοντά στη θάλασσά της.

– Τι βλέπεις κάτω απ’ το παράθυρό σου αυτή τη στιγμή που απαντάς τις ερωτήσεις; Βλέπω προς τα πάνω. Ουρανό. Έρχονται σύννεφα.

– Ποια είσαι κάτω από τη σκηνή; Νομίζω, όσο περνούν τα χρόνια, δεν είμαι άλλη πάνω και άλλη κάτω ή μάλλον δεν θέλω πλέον να είμαι. Πάντα ένιωθα πιο δυνατή πάνω στη σκηνή ή μέσα στη συνθήκη μιας performance. Τώρα θέλω και προσπαθώ να τα ισορροπήσω λίγο καλύτερα. Μάλλον αυτό που συμβαίνει είναι ότι άλλαξε εντελώς μέσα μου το τι σημαίνει δυνατή είτε πάνω είτε κάτω από τη σκηνή.

– Τι ανακάλυψες για τον εαυτό σου μέσω του χορού; Γενικότερα μέσω της κίνησης, ανακαλύπτω καθημερινά τον εαυτό μου. Κάποιες φορές ανακαλύπτω τη δύναμή μου και κάποιες φορές το πόσο εύθραυστη είμαι. Η κίνηση μού δίνει τη δυνατότητα να ανακαλύψω τις πολλές εκδοχές του εαυτού μου αλλά το σημαντικότερο, πέρα από την ανακάλυψη, είναι η αποδοχή τους. Κι αυτό ακριβώς κάνει ο χορός και η κίνηση. Με βοηθούν να αποδέχομαι αυτό που είμαι, με όλες τις διαφορετικές εκδοχές και εκφάνσεις μου.

– Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που κάνεις πηγαίνοντας στα παρασκήνια; Κοιτάζω αν έχω φέρει όλα τα πράγματα που χρειάζομαι! Και ψάχνω να ανάψω αυτά τα υπέροχα φωτάκια που έχουν οι καθρέφτες στα καμαρίνια των θεάτρων. Το αντιλαμβάνομαι σαν μια τελετή υποθέτω. 

– Ποια ήταν η στιγμή εκείνη που καθόρισε τον τρόπο που δουλεύεις; Θα έλεγα πως η πρώτη φορά που είχα την ευκαιρία να δοκιμαστώ σε performance μακράς διάρκειας ήταν καθοριστική. Εστιάζω την καλλιτεχνική μου έρευνα κυρίως στα σωματικά και συναισθηματικά όρια του ερμηνευτή/ δημιουργού και πώς αυτά μεταβάλλονται από τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες. Αναζητούσα το πώς μπορώ να μετατοπίσω αυτά τα όρια. Και τότε ήταν που ήρθε η γνωριμία και η συνεργασία με την Marina Abramovic και η συμμετοχή μου στο As One σε συνεργασία με τον Οργανισμό Πολιτισμού ΝΕΟΝ το 2016. Ήθελα να προκαλέσω τα προσωπικά μου όρια και το έκανα με την performance «An Εight Ηour Journey», 8 ώρες την ημέρα για 6 μέρες, σύνολο 50 ώρες. Από τότε ο χρόνος – διάρκεια και τα «όρια» αποτελούν τα βασικότερα στοιχεία της έρευνάς μου.

– Πώς νιώθεις σε μια δίωρη παράσταση και πώς σε ένα performance μακράς διάρκειας; Σίγουρα σε μια performance μακράς διάρκειας υπάρχει έντονη σωματική, συναισθηματική και κυρίως νοητική εξάντληση. Η διάρκεια με βοηθά να φτάσω όσο πιο κοντά γίνεται στον «πραγματικό εαυτό» μου και στο  πώς η παρουσία στο «τώρα» κυριαρχεί στον χώρο και στο χρόνο. Σε μια οκτάωρη performance δεν μπορείς να υποδύεσαι ρόλο, δεν μπορείς να είσαι ένας άλλος χαρακτήρας. Μέσα από την έρευνα και τη μεθοδολογία μου προσπαθώ να συμπυκνώσω την κυριαρχία της παρουσίας που σου δίνει μια performance μακράς διάρκειας και πώς αυτή μπορεί  να έχει την ίδια δύναμη σε μια performance της μιας ώρας. 

– Ποιες είναι οι σκέψεις σου μερικά λεπτά πριν την ολοκλήρωση μιας πολύωρης παράστασης; Ανυπομονείς για το τέλος ή δεν θες να σταματήσεις να κινείσαι; Ποτέ δεν ένιωσα ανυπομονησία για το τέλος. Θα έλεγα το αντίθετο μάλιστα. Δεν θέλω να τελειώσει παρά τη σωματική και συναισθηματική εξάντληση. Είναι ένα περίεργο συναίσθημα μελαγχολίας όπου ταυτόχρονα νιώθω γεμάτη και άδεια. Ειδικά όταν μια πολύωρη performance επαναλαμβάνεται για κάποιες μέρες συνεχόμενα, αυτό είναι κάτι που απαιτεί  προγραμματισμό και πειθαρχία, κάτι που γίνεται τρόπος ζωής και που είναι δύσκολο, αφού μπεις σε αυτό, να πρέπει να το αλλάξεις.

– Έζησες ποτέ την εμπειρία ενός εντελώς άδειου θεάτρου; Όχι, αλλά έζησα την εμπειρία ενός άδειου μουσείου όταν παρουσίασα το έργο μου In Situ στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Επαρχίας Λεμεσού. To  In Situ είναι μια performance μακράς διάρκειας (6 ώρες) και ένας από τους στόχους ήταν το έργο να γίνει αφορμή για μια επίσκεψη στο Μουσείο. Το Αρχαιολογικό Μουσείο στη Λεμεσό ενώ είναι ένα υπέροχο μουσείο, δυστυχώς έχει ελάχιστη  επισκεψιμότητα. Έτυχε να είμαι αρκετές ώρες μόνη μου μέσα στο Μουσείο, χωρίς επισκέπτες για αρκετή ώρα αλλά χωρίς να εγκαταλείπω τη διαδικασία του έργου. Ήταν ένα έντονο συναίσθημα εγκατάλειψης και απουσίας, μια επίπονη συνθήκη και μια συνειδητοποίηση ότι η Τέχνη είναι ζωντανή μόνο με την ενεργή παρουσία του θεατή – παρατηρητή.

– Ποιο είναι το μεγαλύτερο παράδοξο της ζωής; Πως η ευχή έγινε ακόμα ένα εργαλείο χειριστικότητας για να αποφύγουμε την πράξη ή την «υποχρέωση» για πράξη. Πόσο παράδοξο είναι να ευχόμαστε κάτι και στην ουσία να μην κάνουμε τίποτα για αυτό και να μας είναι αρκετό το ότι το ευχόμαστε να έρθει, να συμβεί;  

 
– Σκέφτηκες ποτέ πώς θα ήταν ο κόσμος αν ήταν η ευχή μια λύση διαφυγής; Θα ήταν λιγότερο δήθεν; Θα ήταν ο άνθρωπος πραγματικά ελεύθερος να κάνει τις επιλογές του και να έχει την ευθύνη γι’ αυτές; Θα ήταν πιο δεκτικός στις «ευχές» των άλλων; Ίσως να μη χρειαζόταν να ευχόμαστε, γιατί η ευχή θα είχε την έννοια της πράξης/δράσης και έτσι θα διεκδικούσαμε αυτό που θέλουμε – όχι μόνο να το ευχόμαστε, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα. 

INFO: Η Έλενα Αντωνίου εισβάλλει στο Θέατρο Ριάλτο στις 24-25 Οκτωβρίου, με την παράσταση «Wish», με άλλες πέντε γυναίκες καλλιτέχνιδες. Ώρες 20:30 και 22:30, Λεμεσός, Ριάλτο, 77777745.

 
Φιλgood, τεύχος 243.