– Είναι παράξενο να βρίσκεστε ξανά σε μια σκηνή ως χορεύτρια όπου τα βλέμματα είναι στραμμένα πάνω σας; Δεν θα το έλεγα παράξενο… Είναι, όμως, σίγουρα αγχωτικό. Πάνε πολλά χρόνια που έγινε ένα έργο βασισμένο σε μένα, όπου πρέπει να είμαι σε μια σκηνή. Κατά καιρούς συμμετέχω αλλά η συμμετοχή είναι μικρή, σύντομη και ως μέρος μιας άλλης δουλειάς. Δεν ένιωθα ότι εγώ είμαι το κέντρο βάρους όπως γίνεται τώρα με το «Gold» που κάνουμε με τη Λία Χαράκη, η οποία υπήρξε μαθήτρια μου. Αυτό από μόνο του το κάνει να έχει τρομερό ενδιαφέρον για μένα.
– Πώς νιώθετε σήμερα, που το σώμα σας δεν έχει πλέον τις ίδιες δυνατότητες που είχε κάποτε; Μεγαλώνοντας βλέπεις ότι δεν έχεις την ίδια μυϊκή μάζα. Αυτό εμένα με ενοχλεί περισσότερο απ’ το ότι δεν μπορώ να σηκώσω το πόδι μου όπως παλαιότερα. Αυτή την παράσταση όμως δεν την κάνουμε για να δείξω τις τεχνικές μου ικανότητες. Δεν με ενδιαφέρει αυτό… Υπάρχουν πολλοί άλλοι για να το κάνουν αυτό πια.
– Μήπως όσο περνούν τα χρόνια ανακαλύπτει κανείς ότι τελικά δεν είναι οι δυνατότητες του σώματος αυτές που οδηγούν στο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα; Μήπως είναι κάτι άλλο; Εξαρτάται ποιο είναι το ζητούμενο. Η τεχνική δεξιοτεχνία πρέπει να είναι άψογη σε κάποια έργα, σε άλλα μπορεί να χρειάζεται κάτι άλλο.
– H αίσθηση πάνω στη σκηνή κάθε φορά είναι η ίδια; Όχι. Εκείνο που παραμένει σταθερό είναι η ευθύνη και η έκθεση. Εκτίθεσαι κάθε φορά που πατάς το πόδι σου στη σκηνή για να μοιραστείς αυτό που ετοίμασες. Είναι μια ευθύνη που πρέπει να σέβεσαι.
– Σε τι διαφέρει η παράσταση από την πρόβα; Μπορούν να υπάρξουν σε μια πρόβα μεγάλες στιγμές; Μπορούν να υπάρχουν μεγάλες στιγμές. Κάθε φορά διαφέρει και αυτό ισχύει είτε κάνεις πρόβα είτε κάνεις παράσταση. Εξαρτάται απ’ την ενέργεια τη σωματική, απ’ το πώς κοιμήθηκες, απ’ το πώς ξύπνησες, πώς πέρασες τη μέρα σου. Ακόμα όμως και αυτό έχει ενδιαφέρον γιατί ανακαλύπτεις κάθε φορά καινούρια πράγματα. Ο χορός είναι και ένστικτο ξέρετε…
– Με ποια έννοια; Δεν προαποφασίζεις πάντα όλες τις κινήσεις και όλα τα βήματα. Για παράδειγμα, σε αυτό το έργο η καθοδήγηση ήταν απ’ τη Λία. Ήθελε κάτι συγκεκριμένο, με κινήσεις που είχε στο μυαλό της. Κάποια πράγματα που το σώμα δεν μπορούσε να τα κάνει, τα αλλάξαμε. Αλλά δουλέψαμε και με το ένστικτο πολύ, βγήκαν πράγματα στην πρόβα.
– Ο καλός δάσκαλος κάνει τον καλό μαθητή ή ο καλός μαθητής κάνει τον καλό δάσκαλο; Νομίζω το δεύτερο. Ο καλός ο μαθητής κάνει τον καλό δάσκαλο. Ό,τι και να δώσεις στον μαθητή, εάν δεν θέλει να ακούσει, να αντιληφθεί και να αισθανθεί αυτό που του λες δεν θα καταφέρεις τίποτα. Είναι όπως πολλοί που πάνε να σπουδάσουν, επιστρέφουν και δεν έμαθαν κάτι γιατί δεν ανοίγουν τα μάτια και τα αυτιά τους. Πρέπει να είμαστε δεκτικοί στο καινούριο, το διαφορετικό για να προχωρήσουμε. Επομένως, εάν οι μαθητές ακούν τότε γίνεσαι κι εσύ καλύτερος δάσκαλος και μαθαίνεις πολλά.
– Εσείς σαν τι μάθατε; Έμαθα να χειρίζομαι καλύτερα τα συναισθήματα μου είτε αυτός ήταν θυμός είτε συγκίνηση. Με τον χορό και με την επαφή με τους μαθητές μου έγινα καλύτερος άνθρωπος.
– Πιστεύετε στο ταλέντο; Πιστεύω πως κάποιοι άνθρωποι γεννιούνται με ένα χάρισμα. Αυτό όμως δεν είναι αρκετό. Πρέπει να το προσέχεις, να το εξελίσσεις, να το δουλεύεις. Χρειάζεται, επίσης, να είσαι ανοικτόμυαλος. Να μπορείς να βλέπεις τη ζωή με μάτια ανοικτά.
– Φαντάζομαι πως πέρασαν απ’ τα χέρια σας πολλά ταλέντα όλα τα προηγούμενα χρόνια. Υπήρχαν περιπτώσεις ανθρώπων που δεν εξελίχθηκαν και έμειναν στάσιμοι; Υπήρξαν. Το να έχεις ταλέντο αλλά να είσαι τεμπέλης, κάποια στιγμή, θα το ξεπεράσεις. Όταν είσαι σε μια ομάδα και δυσκολευτείς, αναπόφευκτα θα δουλέψεις. Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις ταλαντούχων ανθρώπων που σταμάτησαν γιατί συνειδητοποίησαν ότι αυτό το μονοπάτι είναι δύσκολο. Θέλει κόπο. Κάθε μέρα πρέπει να γυμνάζεις το σώμα σου, να κουράζεσαι, να περνάς ώρες κάνοντας το ίδιο πράγμα για να το τελειοποιήσεις. Τότε δεν νίκησε το ταλέντο…
– Σας λυπεί αυτό; Όχι. Πρόκειται για επιλογές. Είναι πολύ σημαντικό να είμαστε χαρούμενοι, να τα πηγαίνουμε καλά με την ψυχή μας. Εάν είχαν ταλέντο αλλά αυτό δεν τους έφερνε ευτυχία τότε θα τους πιέσω; Με ποιο δικαίωμα;
– Ποια είναι η πιο συχνή συμβουλή που λέτε στους μαθητές σας; Να είναι αληθινοί. Πιστεύω πολύ στην ειλικρίνεια του καλλιτέχνη πάνω στη σκηνή.
– Αλήθεια, πώς ανακαλύψατε τη δική σας κλίση στο χορό; Ξεκίνησα το χορό μικρή, όταν ήμουν τεσσάρων χρονών. Τότε, με πήρε η μητέρα μου στη μοναδική δασκάλα μπαλέτου που υπήρχε εκείνη την εποχή, τη Λιλή. Ουσιαστικά, ήταν μια δασκάλα αγγλικών στο Αθηναΐδειο, που είχε ως χόμπι της τον χορό. Ήταν ένας πολύ χαρισματικός άνθρωπος, με τρομερή φαντασία. Μετά, είχα τη Στάλα Κικίδου που μου έδωσε τις πρώτες γερές βάσεις.
– Όλα αυτά γινόντουσαν στη Λεμεσό, σωστά; Πάντα. Η Λεμεσός ήταν ανέκαθεν η πόλη του χορού, είχε πάντα εξωστρέφεια. Επομένως, ασχολούμαι με τον χορό εδώ και 60 χρόνια! Πρώτη φορά το λέω δυνατά αυτό! (γέλια)
– Τι σας συγκινεί στον χορό; Μου αρέσει η κίνηση. Λατρεύω, επίσης, τη μουσική. Ακούω συνεχώς στο σπίτι, στο αυτοκίνητο, στη δουλειά. Εάν γεννιόμουν ξανά, αυτό θα έκανα. Ίσως, στιγμιαία, να λέω πως πονώ, ότι βαρέθηκα, πως κουράστηκα. Περνάνε όμως όλα σε 5 λεπτά. Είναι μια δυνατή αγάπη για την τέχνη.
– Πώς δεν βαριέται κάποιος αυτό που κάνει; Έχει να κάνει με τη συγκίνηση που σου δίνει η δουλειά σου. Ουσιαστικά, να μην είναι δουλειά αλλά κάτι που αγαπάς. Δεν νιώθω ότι δουλεύω και ότι αναγκάζομαι να είμαι εδώ. Το κάνω γιατί μου αρέσει, γιατί αυτό θέλω να κάνω. Δεν ένιωσα ποτέ μονοτονία. Είναι κάτι δημιουργικό και παρ’ όλη την επανάληψη που μπορεί να έχουν τα μαθήματα, είναι διαφορετικές οι συνθήκες και οι άνθρωποι κάθε φορά.
– Πού σπουδάσατε; Στην Αγγλία.
– Επιστρέψατε αμέσως; Ναι.
– Δεν θέλατε να μείνετε να δοκιμαστείτε εκεί; Πώς δεν ήθελα; Βέβαια ήθελα… Είμαι όμως μοναχοπαίδι. Οι συνθήκες ήταν δύσκολες… Ήμουν για σπουδές το ’73 με το ’77. Τα οικονομικά της οικογένειας μου ήταν περιορισμένα και έπρεπε να επιστρέψω. Όμως δεν ήταν τόσο αυτό… Ένιωθα ότι οι γονείς μου με ήθελαν κοντά τους. Τα τέσσερα χρόνια μακριά τους ήταν αρκετά γι’ αυτούς. Πριν ξεκινήσω, ο πατέρας μου, μου έδωσε τρεις μήνες διορία για τον χορό. Είχα κερδίσει μια υποτροφία για να σπουδάσω ό,τι ήθελα εκτός από τέχνες. Την απέρριψα για να πάω να σπουδάσω χορό. Αλλά τους ήταν δύσκολο να με στηρίξουν οικονομικά. Μου έδωσε, λοιπόν, διορία κι αν σε αυτό το χρονικό όριο που έθεσε τα πήγαινα καλά, θα συνέχιζα, αλλιώς θα διέκοπτα και την επόμενη χρονιά θα σπούδαζα κάτι άλλο. Έβαλα τα δυνατά μου και τα κατάφερα.
– Είχατε προοδευτικούς γονείς; Ναι. Η μητέρα μου εξακολουθεί να με προσγειώνει, να ζυγίζει τα πράγματα και παρ’ όλες τις διαφωνίες μας πάντα τα βρίσκουμε. Θυμάμαι ότι στην οικογένεια μου ο ένας συμπλήρωνε τον άλλον πάντα.
– Και πώς ήταν η επιστροφή σας στην Κύπρο; Απογοητεύτηκα στην αρχή. Υπήρχαν 2-3 σχολές τότε. Ξεκινήσαμε, όμως, να κάνουμε πράγματα. Κάναμε το Εργαστήρι της Λεμεσού όπου δουλεύαμε οι ίδιες και κάποιες μαθήτριες, ύστερα χορογραφούσαμε κάποιες παραστάσεις και καλούσαμε διάφορες Κύπριες χορεύτριες να συνεργαστούμε. Εκείνη την εποχή ξεκινούσε μια νέα φουρνιά. Ήταν η Φρόσω, η Νάντια, η Πωλίνα. Όλες θέλαμε να κάνουμε πράγματα στον χορό, να μην μείνουμε στάσιμες. Μετά, ήρθε η εμπλοκή μου με τη Διάσταση που εξακολουθεί να είναι ένα φυτώριο καλλιτεχνών.
– Τι κάνει το μπαλέτο να διαφέρει τόσο από τους υπόλοιπους χορούς; Υπάρχει ιστορία πίσω απ’ τον κλασικό χορό. Και ο σύγχρονος έχει ιστορία αλλά η βάση όλων είναι ο κλασικός. Είναι πολύ σημαντικό ο κάθε χορευτής να περάσει απ’ την κλασική παιδεία. Όταν ήμουν νεαρή, έκανα κυπριακούς χορούς, ελληνικούς, μιούζικαλ. Ήθελα να μάθω όσα περισσότερα μπορούσα.
– Έχετε απωθημένα ύστερα από 4 δεκαετίες δουλειάς; Το ότι δεν καταφέραμε να κάνουμε μια επαγγελματική ομάδα με χορευτές. Υπάρχουν ανεξάρτητες ομάδες αλλά τίποτα επί μονίμου βάσεως. Πολλές μαθήτριες μου, που δουλεύουν στο εξωτερικό, θέλουν να έρθουν πίσω αλλά μένουν εκεί εξ ανάγκης. Εκεί, μπορούν να εξασκήσουν αυτό που σπούδασαν και σε αυτό που είναι καλές. Πρέπει όμως το κράτος να αποφασίσει να κάνει αυτή την κίνηση. Δεν μπορεί ένας ιδιώτης ή ένας όμιλος να κάνει κάτι τέτοιο και να το συντηρεί. Είναι δύσκολο πολύ στην Κύπρο. Αυτό είναι ένα όνειρο που ελπίζω να το δω πριν αφυπηρετήσω εντελώς.
– Σκέφτεστε την αφυπηρέτηση; Όχι άμεσα, αλλά το σκέφτομαι. Θέλω να πηγαίνω να βλέπω περισσότερες παραστάσεις, να ταξιδεύω.
– Ταξιδεύετε συχνά; Προσπαθώ. Όταν έχουν οι μαθήτριες μου πρεμιέρα στο εξωτερικό, πάντα πηγαίνω. Έχω πάει Βερολίνο και είδα την Καρολίνα, στο Λονδίνο για να δω τη Λία, τη Δάφνη όταν ήταν στην ομάδα του Μπεζάρ στην Ελβετία, στην Δρέσδη να δω την Αναστασία, στην Πολωνία για να δω μια μαθήτρια που είναι στην όπερα του Βρότσλαβ, πήγα στη Βιέννη, στη Στουτγάρδη.
– Είναι παράσημο για μια δασκάλα να βλέπει τις μαθήτριες της να πρωταγωνιστούν σε μεγάλες σκηνές του εξωτερικού; Φυσικά. Είναι απίστευτη η χαρά και η συγκίνηση.
Η Ναδίνα Λοϊζίδου πρωταγωνιστεί στο έργο «Gold» της Λίας Χαράκη, στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Λευκωσίας. Παραστάσεις: 12&13/11. Εισιτήρια και πληροφορίες: soldoutticketbox.com.
Φιλgood, τεύχος 246.