Όταν ήταν μικρή, έδινε την (απατηλή) εντύπωση στους άλλους πως μπορούσε να φροντίζει μόνη της τον εαυτό της. Αυτό που έκανε στην πραγματικότητα, όμως, ήταν να διαβάζει, να φτιάχνει φανταστικούς κόσμους στο κεφάλι της και να επικεντρώνεται στα σύνορα που ήθελε να ξεπεράσει.
– Τι βλέπεις αυτή τη στιγμή από το παράθυρο; Βλέπω τα σπίτια της γειτονιάς μου, τους ανθρώπους που αρχίζουν να ξυπνούν και να βγαίνουν σιγά σιγά από τα σπίτια τους, τα σύννεφα που είναι γκρίζα και μαύρα και τον ουρανό που είναι μουντός. Είναι μια απλή, καθαρή εικόνα που με γεμίζει ηρεμία.
 
– Τι θα ήθελες να βλέπεις; Ένα πιο φθινοπωρινό τοπίο ίσως, με ψηλά δέντρα να κουβαλούν τα χρώματα του φθινοπώρου, σε κίτρινο και πορτοκαλί και χρυσό. Αλλά ούτως ή άλλως είναι πια χειμώνας και έμαθα να μου αρέσει η θέα από κάθε παράθυρο που βλέπω. 
 
– Τι σου αρέσει από τη γειτονιά σου;  Τι σε ενοχλεί; Η ησυχία της και το ότι σου δίνει μια αίσθηση εξοχής ενώ στην πραγματικότητα είναι πολύ κοντά στο κέντρο της πόλης. Με ενοχλεί το απαίσιο κυκλοφοριακό κομφούζιο όταν αφήνω την προαναφερόμενη ησυχία της. (Αλήθεια ο κύριος δήμαρχος δεν κυκλοφορεί καθόλου στην πόλη; Δεν βλέπει τι γίνεται;).
 
– Πού έχεις μεγαλώσει; Στο Καϊμακλί- στην πραγματικότητα σε μια περιοχή εκτός του προαστίου που κουβαλά το αστείο όνομα «Βόρειος Πόλος». 
 
– Τι θυμάσαι πιο έντονα από τα παιδικά σου χρόνια; Να παίζω με τους φίλους μου, να λασπώνομαι στην αυλή, να μαγειρεύω με τη μαμά μου. Να είμαι ξέγνοιαστη και συνήθως ξυπόλυτη. Να διαβάζω παραμυθάκια και να φτιάχνω φανταστικούς κόσμους στο κεφάλι μου. 
 
– Πώς ήσουν ως παιδί; Ήμουν ένα χαρούμενο και αγαπημένο παιδί, πολύ κοινωνικό και περίεργο που ανέκαθεν λάτρευε να διαβάζει. Νομίζω πως έδινα πολύ την (απατηλή) εντύπωση πως μπορούσα να φροντίζω μόνη μου τον εαυτό μου. 
 
– Πώς φανταζόσουν τον μελλοντικό εαυτό σου; Δεν φανταζόμουν ιδιαίτερα τον εαυτό μου μεγάλο. Νομίζω ένιωθα από μικρή πως είχα πολλά όρια και σύνορα να ξεπεράσω, που πήγαζαν περισσότερο από οικονομικούς και κοινωνικούς περιορισμούς και ανησυχούσα πολύ αν θα τα καταφέρω. Αλλά σίγουρα με φανταζόμουν κάποτε να γράφω βιβλία. 
 
– Ποια συμβουλή θα έδινες σε εκείνο το κοριτσάκι, σήμερα; Να συνεχίσει να κάνει τα ίδια όνειρα. Να διαβάζει το ίδιο και περισσότερο. Να κάνει καλύτερες επιλογές σε κάποια πράγματα. Και να προσέχει λιγάκι περισσότερο αυτούς που θα την προσεγγίζουν. 
 
– Σε ποια πόλη στον κόσμο θα ήθελες να είχες γεννηθεί; Θα ήθελα ίσως να γεννιόμουν σε μια μεγαλούπολη, όπως η Νέα Υόρκη με εντελώς διαφορετικές παραστάσεις και επιρροές. Με περισσότερες ευκαιρίες. Άλλα πάλι είμαι στην καρδιά πολύ επαρχιώτισσα και ίσως θα διάλεγα ξανά να γεννηθώ στην αγαπημένη μου Λευκωσία. 
 
– Αν ήξερες όλες τις γλώσσες του κόσμου, σε ποια θα ήθελες να γράφεις; Στα αγγλικά σίγουρα, για να έχουν πρόσβαση στα βιβλία μου περισσότεροι αναγνώστες. 
 
– Σε ποιες κατηγορίες χωρίζεται το αναγνωστικό κοινό; Δεν μου αρέσει να χωρίζω το αναγνωστικό κοινό σε κατηγορίες. Ποια είμαι εγώ άλλωστε για να το κάνω; Σημασία έχει να διαβάζεις. Η ανάγνωση είναι μια αρετή που καλλιεργείται πιστεύω και ναι, υπάρχουν πιο εύπεπτα και πιο σκοτεινά βιβλία. Αλλά η βιομηχανία του βιβλίου (ειδικά του ελληνόφωνου) περνά τέτοια κρίση που δεν μπορείς να απορρίψεις κανέναν που διαβάζει και αγοράζει βιβλία. Εγώ είμαι ο αναγνώστης που θέλει να διαβάζει ωραία βιβλία. Αυτά που σε κάνουν να αγωνιάς να πας σπίτι για να συνεχίσεις το διάβασμα. 
 
– Ποιος θα ήταν για εσένα ο ιδανικός αναγνώστης; Αυτός που διαβάζει συγγραφείς και όχι τίτλους. Αυτός που η ψυχή του θα λυτρωθεί από το διάβασμα. Αυτός που βλέπει στο βιβλίο ένα φίλο, όπως το έβλεπα κι εγώ παιδί. 
 
– Οι συγγραφείς διαβάζουν; Οι συγγραφείς πρέπει να διαβάζουν. Πρέπει να διαβάσεις χίλια βιβλία πριν αρχίσεις να γράφεις. Και να διαβάζεις σε όλη σου τη ζωή. 
 
– Τι διαβάζεις αυτή την περίοδο; Το Αμερικάνικο Ειδύλλιο του Ροθ. Ακολουθεί η αγαπημένη Τζέννυ Έρπενμπεκ με το βιβλίο «Περαστικοί». Γενικά πέρασα μια περίοδο όπου σοβαροί οικογενειακοί λόγοι με κράτησαν μακριά από τα βιβλία και νιώθω την ανάγκη να βυθιστώ ξανά στην ανακουφιστική αίσθηση που σου αφήνουν οι σελίδες ενός βιβλίου. 
 
– Ποιο βιβλίο σε έκανε σοφότερη; Δεν ξέρω αν με έκανε σοφότερη, σίγουρα με έκανε πιο ευτυχισμένη και είναι το βιβλίο στο οποίο συνέχεια επανέρχομαι. Το «Διπλό Βιβλίο» του Δημήτρη Χατζή.  
 
– Σε ποια συναισθηματική κατάσταση βρίσκεσαι όταν γράφεις ένα βιβλίο; Εξαρτάται από τη φάση στην οποία βρίσκεται το βιβλίο. Πότε συναισθηματική, πότε φορτισμένη. Μερικές φορές αυτό που νιώθω είναι να είμαι πολύ κουρασμένη- το γράψιμο μπορεί σωματικά και ψυχικά να σε εξουθενώσει. Γενικά θα έλεγα πως είμαι πειθαρχημένη, βάζω τα συναισθήματα υπό έλεγχο και προσπαθώ να έχω πρόγραμμα στην γραφή. Ωστόσο πάντα όταν ολοκληρώνω ένα βιβλίο το αποχαιρετώ με αρκετά δάκρυα. 
 
– Τι θυμάσαι από τότε που έγραφες το πρώτο σου μυθιστόρημα; Πίστευες ότι θα έφτανες στο τρίτο; Θυμάμαι που μου έβγαινε όλο το κείμενο αβίαστα. Που είχα μια σιγουριά για το ότι έγραφα. Στα επόμενά μου βιβλία δυσκολεύτηκα περισσότερο. Πίστευα ότι θα έφτανα στο τρίτο, είχα φανταστεί από την αρχή τα βιβλία μου ως μια τριλογία για το πώς οι γυναίκες μιλούν για τον πόλεμο. 
 
– Υπάρχει κάποιο περιστατικό που μπορείς να μας διηγηθείς από την περίοδο της συγγραφής της «Πικρίας Χώρας»; Κάναμε τις τελικές διορθώσεις και θα στέλναμε το βιβλίο στο τυπογραφείο όταν ξύπνησα χαράματα να γράψω ένα μικρό τελευταίο κομμάτι που ένιωθα πως ολοκλήρωνε το βιβλίο. Ήταν μόνο τότε που ένιωσα πως το βιβλίο πραγματικά τέλειωσε και ένιωσα ανακουφισμένη. Και ήταν ένα πολύ μικρό κείμενο αλλά που το χρειαζόταν το βιβλίο πολύ για να το αποχαιρετήσω. 
 
– Πώς άρχισες τη συγγραφή του; Πήγα σε μια κηδεία όταν ανακαλύφθηκαν τα οστά ενός αγνοουμένου, συγγενή της μητέρας μου. Τη ματαιότητα, την πίκρα και τον πόνο που είδα εκείνη τη μέρα, μόνο μέσα από τη λογοτεχνία θα μπορούσα να τα εκφράσω.  
 
– Νιώθεις τις ηρωίδες σου σαν παιδιά σου, σαν φίλες σου ή σαν τον ίδιο σου τον εαυτό; Τα βιβλία είναι που βλέπω σαν παιδιά μου. Οι ηρωίδες μου είναι φίλες μου, ανησυχώ για αυτές και προσπαθώ να τις φροντίζω όταν γράφω. Είναι που σίγουρα κουβαλούν ένα κομμάτι από τον ίδιο μου τον εαυτό μέσα τους και τις νοιάζομαι. Άλλωστε μένουν καιρό μαζί μου πριν τις μοιραστώ με τον κόσμο και μοιραζόμαστε αθέατα μυστικά. 
 
– Τι μαθαίνεις κανείς για την Κωνσταντία μέσα από αυτά τα βιβλία; Φαντάζομαι ότι έχει πολύ συγκεκριμένες θέσεις για το πολιτικό θέμα της Κύπρου, ότι την απασχολεί πολύ το θέμα της γλώσσας και η θέση της γυναίκας στην κοινωνία. Ότι αγαπά τις μικρές λεπτομέρειες. Ότι μάλλον της αρέσει το φαγητό και ειδικά οι λεμονάδες. Και ότι θέλει να αγαπά και να την αγαπούν. 
 
Info: Με την «Πικρία Χώρα» η συγγραφέας, ολοκληρώνει την τριλογία που ξεκίνησε µε τα βιβλία «Η Αϊσέ Πάει Διακοπές» και «Φωνές από Χώµα», µε µοτίβο την αφήγηση των γυναικών για την ιστορία του πολέµου στην Κύπρο. Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη. 
 
Φιλgood, τεύχος 251.