Η μοναχοκόρη του κορυφαίου Κύπριου ηθοποιού, επίσης ηθοποιός, θυμάται όλα τα πολύτιμα που έζησε με τον μπαμπά της, για τη φετινή συμπλήρωση των 15 χρόνων από το θάνατό του.
«…Μου έρχεται τώρα στο μυαλό ένα Καλοκαίρι στην Τζιά, τότε που ο μπαμπάς μού έμαθε ψαροντούφεκο – επειδή άρεσε πολύ σ’ εκείνον το ψάρεμα. Κι είχα πιάσει ένα χταπόδι! Ήταν κάτι το “φοβερό” για εκείνον. Θυμάμαι τη χαρά του… Τον θυμάμαι, επίσης, πολύ έντονα στις πρόβες του, που ήμουν συνέχεια στα καμαρίνια, τις κουβέντες μας, τα τηλέφωνήματά μας αργότερα, το να έρχεται στο σχολείο για να ρωτήσει για μένα και όλα τα παιδιά να ορμάνε επάνω του… Σκεφτόμουν: “Μα, γιατί το κάνουν αυτό τώρα, τα άλλα παιδάκια; Δεν το καταλαβαίνω!”. Μου φαινόταν περίεργο. Κι αναρωτιόμουν επίσης: “Εγώ αυτό γιατί δεν το κάνω με τους άλλους μπαμπάδες;”. Γιατί, στο σπίτι, ο μπαμπάς δεν ήταν “ο Σωτήρης Μουστάκας”. Ήταν απλώς “ο μπαμπάς μου”. Ακόμη και τη δεκαετία του ’80, τότε που γινόταν εκείνος ο χαμός με τις βιντεοκασέτες, που πηγαίναμε μαζί σε νησιά και στην επαρχία κι όλοι έτρεχαν καταπάνω του για να του ζητήσουν αυτόγραφα ή τον ακολουθούσαν στα γυρίσματα, συνέχιζε όλο αυτό να μου φαίνεται περίεργο».
«Δεν ήταν πολύ “μπαμπάς”, με την κλασσική έννοια. Ήτανε περισσότερο σαν ένας προστατευτικός φίλος-μπαμπάς. Κάποια στιγμή, το είχε πει και εκείνος σε μία συνέντευξή του: “Είμαι ο μπαμπάς-ομπρέλα”. Ήθελε το καλύτερο για όλους – όχι μόνο για την άμεση οικογένειά του, αλλά ευρύτερα. Ήταν ένας μπαμπάς για όλο τον κόσμο – σε σημείο που εκπλάγηκα όταν, μετά τη φυγή του, αντιλήφθηκα πόση κακία υπάρχει σ’ αυτό τον κόσμο, γιατί δεν με άφηνε να την αντιμετωπίσω. Ήταν σα να ήμουν μέσα σε “γυάλα”. Και νόμιζα πως όλος ο κόσμος ήταν το ίδιο καλός – σαν τους γονείς μου!».
«Ο μπαμπάς μου ήταν γεννημένος για το θέατρο. Θυμάμαι που όταν κατάλαβε πια πως θα ασχολιόμουν κι εγώ με το θέατρο, μου έλεγε πως πρέπει να είμαι αληθινή με τον εαυτό μου, στη σκηνή, αλλά και πίσω από τη σκηνή, στη ζωή μου. Ο μπαμπάς μου υπηρέτησε μόνο την αλήθεια στη ζωή του! Κι αυτό προσπαθώ να κάνω κι εγώ…».
«Η παρουσία του μπαμπά μου ήταν καταλυτικής σημασίας για τη μαμά (σ.σ. την ηθοποιό Μαρία Μπονέλου). Δεν είναι τυχαίο που ο μπαμπάς μου πέθανε στις 4 Ιουνίου του 2007 και η μαμά μου, λίγο μετά, στις 30 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς. Η σχέση τους ήταν πολύ αγαπησιάρικη. Σκέψου πως μεταξύ τους αντάλλασσαν, για πολλά χρόνια, όχι σημειώματα, αλλά ποιήματα που τα άφηναν ο ένας στον άλλον στην κουζίνα ή στο καθιστικό. Έχω ένα τετράδιο γεμάτο από τέτοια ποιήματα. Μπορεί να πήγαινε, για παράδειγμα, η μαμά μου στη λαϊκή, και να άφηνε ένα αστείο ποίημα στον μπαμπά μου που να αφορούσε τη λαϊκή. Ποτέ δεν τους θυμάμαι να είχαν τσακωθεί μεταξύ τους, ποτέ δεν υπήρχαν καβγάδες μέσα στο σπίτι. Την περίοδο της αρρώστιας της μαμάς τον θαύμασα: Ήταν απίστευτα γλυκός μαζί της, συνεχώς δίπλα της, παντού, στα νοσοκομεία, στα φάρμακά της, στους γιατρούς της – δεν την άφηνε στιγμή. Ήταν τα πάντα για εκείνην! Αν δεν ήταν ο μπαμπάς, η μαμά θα είχε φύγει πολύ πιο νωρίς από τη ζωή – είμαι πεπεισμένη γι’ αυτό».
«Δεν ήταν καθόλου εξωστρεφής ο μπαμπάς μου – και σε αυτό του έχω μοιάσει. Ήταν πολύ κλειστός χαρακτήρας, σε αντίθεση με την μητέρα μου. Το πώς ήταν ο μπαμπάς μου στη σκηνή ή στον κινηματογράφο, δεν είχε καμία σχέση με το πώς ήταν ως άνθρωπος. Ο μπαμπάς, ναι μεν είχε πολύ έξυπνο χιούμορ, αλλά, γενικότερα, ήταν ένας πολύ σοβαρός και εσωστρεφής άνθρωπος. Κρατούσε πολλά για τον εαυτό του. Ακόμη και τις στεναχώριες του. Ειδικά τα πρώτα χρόνια του αλτσχάιμερ της μαμάς, ο μπαμπάς δεν έλεγε τίποτα, σε κανέναν».
«Μόνο τους τελευταίους πέντε μήνες της ζωής του κατάλαβα πως ήταν άσχημα ο μπαμπάς μου με την υγεία του, γιατί μέχρι τότε δεν ήξερα το μέγεθος του προβλήματος. Δεν με άφηνε να το ξέρω! Αλλά αφότου έκανε τις χημειοθεραπείες κι είχε χάσει και τα μαλλιά του… Το Πάσχα του 2007 συνέβη αυτό. Δύο μήνες πριν φύγει. Εκείνος, βέβαια, συνέχιζε να με “παραμυθιάζει”, να μου λέει πως όλα θα πάνε καλά… Αλλά δεν πήγαν!».
«Με πολλούς τρόπους σκέφτομαι σήμερα τον μπαμπά μου. Μπορεί και να γελάσω καθώς φέρνω το πρόσωπό του στο μυαλό μου. Ακόμη κι όταν βλέπω τις ταινίες του, εγώ γελάω. Τον σκέφτομαι με πολλή γλύκα. Είναι, όμως, ορισμένες φορές, που με πιάνει το παράπονο… Ο μπαμπάς μου μού έδωσε πολλή αγάπη. Είμαι πλημμυρισμένη από την αγάπη του μπαμπά και της μαμάς μου! Η οικογένειά μου είναι ο θησαυρός μου. Καμιά φορά, ξέρεις, αισθάνομαι πως έμεινα στα 33. Τότε που έφυγαν και οι δύο από τη ζωή – νιώθω σαν το μικρό κοριτσάκι που έχασε τους γονείς του…».
Κεντρική φωτο. Στο Ναύπλιο, αρχές δεκαετίας του ‘80. Η Μαρία Μπονέλου (άκρη αριστερά), και ο Σωτήρης Μουστάκας αγκαλιά με την Αλεξία.
xatzigeorgiou@yahoo.com
Ελεύθερα, 29.5.2022.