Ο γνωστός μουσικός και στιχουργός, ιδρυτής του ιστορικού ροκ συγκροτήματος Ενδελέχεια και μετέπειτα δημιουργός των τραγουδιών «Κυρά Κατίνα» και «Κούλη, θ’ αλλάξω επίθετο» κυκλοφόρησε το πέμπτο του λογοτεχνικό βιβλίο με τίτλο «Ο καιρός άλλαζε». Πρόκειται για μια συλλογή διηγημάτων όπου η μυθοπλασία, ο σουρεαλισμός και η φαντασία συναντούν αληθινές ιστορίες και συμβάντα με χιούμορ, τρυφερότητα αλλά και τη σκληρή όψη της πραγματικής ζωής.
– Ποια ανάγκη σας που δεν καλύπτει η τραγουδοποιία επιδιώκετε να καλύψετε μέσω της λογοτεχνίας; Όλα ξεκίνησαν σαν επείγουσα ανάγκη για εξομολόγηση. Έπρεπε να γράψω μέχρι να μην έχω τίποτα άλλο να πω, μέχρι ν’ αδειάσω εντελώς. Τα λίγων λέξεων κείμενα που συγκροτούν ένα στιχούργημα και η διαδικασία της σύνθεσης δεν μου ήταν αρκετά την περίοδο που ξεκίνησα να γράφω το πρώτο μου βιβλίο. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα καμιά απολύτως πρόθεση να προβώ σε έκδοση. Αυτό προέκυψε μετά την προτροπή κάποιων φίλων και την ενθάρρυνση του συγγραφέα Άρη Μαραγκόπουλου, που τότε ήταν υπεύθυνος ελληνικής λογοτεχνίας στις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα κι έτσι προέκυψε η «Καυτή Σούπα». Ύστερα μπήκα στο χορό. Τα υπόλοιπα βιβλία ήρθαν ως φυσικό επακόλουθο της διαδικασίας ενός ανθρώπου που του αρέσει να εκδίδεται. Ή εκτίθεται;- δεν ξέρω, όπως το πάρει κανείς.
– Νιώθετε ενίοτε να συγκρούονται οι πολλαπλές σας καλλιτεχνικές ιδιότητες; Η αλήθεια είναι πως κατορθώνω να τα φέρνω σε πέρας, ακόμα. Κάνω πολλά πράγματα παράλληλα κι αν συνυπολογίσουμε την καθημερινή ενασχόληση με τη διδασκαλία και την οργάνωση μουσικών ομάδων σε ΚΕΘΕΑ και Γεωπονικό Πανεπιστήμιο, το πρόγραμμα είναι μάλλον βαρύ. Όμως δεν με κουράζει γιατί έχουν όλα να κάνουν με την τέχνη κι η τέχνη δεν είναι απλώς εργασία, είναι δημιουργία, ταξίδι, καταφύγιο.
– Είναι απάγκιο ή μετερίζι; Και τα δυο. Και επιπλέον ανάσα, σφυγμός, συμπόρευση, συναίσθημα, κατάθεση ιδεών και υπεράσπιση αξιών.
– Η «Κυρά Κατίνα» είναι φαινόμενο ή σύμπτωμα; Η Κυρά Κατίνα είναι εδώ, είναι εκεί, είναι παντού. Είναι η εγωιστική, δειλή και υποκριτική άλλη όψη μας. Δεν είναι το τέρας της διπλανής πόρτας, είμαστε όλοι μας. Είναι η θεία μας, ο ξάδερφος που συναντάμε στο πασχαλινό τραπέζι, η γιαγιά που σταυροκοπιέται για να σώσει την ψυχή της, ο μάτσο εγωπαθής, ο εθνικάρας με τον παππού μετανάστη στη Γερμανία. Όσο ο σύγχρονος καπιταλισμός κι ο νεοφιλελευθερισμός μάς δείχνουν τα δόντια τους, τόσο θα γεννιούνται «Κυρά Κατίνες» παγκοσμίως. Η φτώχεια κι η αμορφωσιά δεν έχουν καθαρή οπτική κι αυτό συμφέρει το μεγάλο κεφάλαιο και συντηρεί τα μαντρόσκυλά του που είναι τα λογής- λογής εθνικιστικά- ναζιστικά μορφώματα. Η «Κυρά Κατίνα», απλά, να γνωρίζει ότι η επόμενη φουρνιά μεταναστών μπορεί να περιλαμβάνει και το παιδί της.
– Πιστεύετε ότι η τέχνη ολοένα και χάνει την επιδραστικότητά της; Στην τέχνη, διαχρονικά, ξεδιπλώνεται το εξής σενάριο: Η επίσημη εξουσία, παρόλο που δεν είναι ποτέ φιλική απέναντι στα ρηξικέλευθα έργα τέχνης που κινητοποιούν την κριτική ευαισθησία του κοινού και προτιμάει τα πολιτιστικά σκουπίδια του καιρού της, όταν αντιλαμβάνεται τη διαχρονικότητα και την λαϊκή απήχηση ενός καλλιτεχνικού έργου, αναγκάζεται να το αγκαλιάσει και να το αφομοιώσει. Στις μέρες μας τα πολιτιστικά σκουπίδια έχουν επικρατήσει και, με αρωγό την τηλεόραση και τα εμπορικά ραδιόφωνα, αποτελούν κυρίαρχη φωνή στον χώρο του ακροάματος και του θεάματος. Η σύγχρονη μουσική παραγωγή έχει σχεδόν σταματήσει στη χώρα μας, τουλάχιστον σε οργανωμένο επίπεδο. Ουσιαστικά, δισκογραφία δεν υφίσταται. Στον χώρο του κινηματογράφου τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα αφού τα ποσά για μια ευπρεπή παραγωγή είναι κατά πολύ μεγαλύτερα και χρηματοδότηση σημαίνει κρατική επιχορήγηση. Εξαιρούνται κάποιοι κρατικοδίαιτοι καλλιτέχνες οι οποίοι επιχορηγούνται αδρά, με εναλλακτικούς τρόπους και μάλιστα ισόβια.
– Δηλαδή, πώς θα περιγράφατε την κατάσταση που επικρατεί σε σχέση με το ελληνικό τραγούδι; Οι καλλιτέχνες πορεύονται, πλέον, μόνοι τους, χωρίς χορηγούς, χωρίς παραγωγούς με αποτέλεσμα η τέχνη και το τραγούδι ειδικότερα να είναι, στις μέρες μας, πιο ταξικό ή πιο ερασιτεχνικό από ποτέ. Τα μόνα τραγούδια που ακούγονται σήμερα, στα εμπορικά ραδιόφωνα και στις ψυχαγωγικές (;) μουσικές εκπομπές, της ελληνικής τηλεόρασης είναι είτε διασκευές παλιότερων επιτυχημένων τραγουδιών, είτε ηχογραφήσεις εικοσαετίας και βάλε. Αν, κατ’ εξαίρεση, ακούσεις ένα καινούργιο τραγούδι σε εμπορικό ραδιόφωνο σημαίνει ότι ο καλλιτέχνης «τα έσκασε γερά» κι αυτό, πάλι, με την προϋπόθεση το κομμάτι να είναι αρεστό στον καλλιτεχνικό διευθυντή του σταθμού. Δεν αρκεί, δηλαδή, να «τα σκάσει» κάποιος, πρέπει κιόλας να πειθαρχεί σε συγκεκριμένη φόρμα και θεματολογία.
– Άρα λέτε ότι το τραγούδι έχει χάσει τη δύναμή του; Σκοπός ειδικά της τραγουδιστικής τέχνης είναι να ενώσει. Να ξεπεράσει τα στενά πλαίσια στους κύκλους των δημιουργών, να δημιουργήσει παρέες, να γίνει αποδεκτή από ακροατές με διαφορετικά αισθητικά κριτήρια και, σπανιότερα, διαφορετική ιδεολογική αφετηρία. Η αφομοίωση όμως είναι εδώ. Τα εμπορικά παρακλάδια ενός είδους που αφομοιώνεται από την αγορά για να την εξυπηρετήσει ενώ γεννήθηκε για να της εναντιωθεί, κάποια στιγμή μεγαλώνουν τόσο που πνίγουν τη ρίζα τους και κυριαρχούν. Αυτή είναι η περιβόητη παγκοσμιοποίηση κι όταν λέμε παγκοσμιοποίηση μιλάμε για την οικονομική αλληλεξάρτηση των χωρών και για τη δημιουργία μιας παγκόσμιας κουλτούρας. Για τη διαδικασία ομογενοποίησης των διαφορετικοτήτων.
– Δεν μπορεί η τέχνη να επηρεάσει παγιωμένες αντιλήψεις και καταστάσεις; Ο «νέος μεσαίωνας», όπως ονομάζουν πολλοί τις δεκαετίες που θα ακολουθήσουν, χτίζεται σχολαστικά από τους ισχυρούς του κόσμου αυτού. Ο «νέος μεσαίωνας» θέλει και πριμοδοτεί τη γρήγορη κατανάλωση. Μια σύγχρονη κοινωνία που «οφείλει» να είναι καταναλωτική. Για τον καπιταλισμό ο καταναλωτής δεν είναι άτομο αλλά ομάδα. Ο βομβαρδισμός του ατόμου από τη διαφήμιση έχει σαν αποτέλεσμα τον έλεγχο της καταναλωτικής του συμπεριφοράς και την καταστροφή της «ψυχολογίας του ατόμου». Γρήγορη κατανάλωση και παγκόσμια φόρμα στα πάντα: στα ρούχα, στο φαγητό, στη διασκέδαση, στα τεχνολογικά προϊόντα, στις πληροφορίες, στο καλλιτεχνικό έργο. Οι παραγωγοί και οι καλλιτέχνες της παγκοσμιοποιημένης τέχνης επιβραβεύονται με πακτωλό χρημάτων και αναγνωρίζονται σε όλον τον πλανήτη για τα λαμπερά και θνησιγενή σκουπίδια που παράγουν. Η τέχνη μπορεί να εναντιωθεί σε όλα αυτά και να αλλάξει παγιωμένες αντιλήψεις μα οι δημιουργοί της χρειάζονται, εκτός από την τέχνη τους, βαθιά γνώση, πολιτική σκέψη και κριτική οξυδέρκεια.
– Με ποια συναισθήματα και σκέψεις αναμένετε την κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου σας «Η μονοκατοικία» (Τόπος, 2009) από τον Ιωακείμ Μυλωνά; Η οπτική του Ιωακείμ Μυλωνά είναι συναρπαστική και εντελώς έξω από τα αναμενόμενα. Έδωσε στο μυθιστόρημα μια άλλη -τολμώ να πω εξπρεσιονιστική- ματιά, διαφορετική, εναλλακτική, με κινηματογραφικό ενδιαφέρον. Με τον Κίμωνα μπήκαμε μαζί από νωρίς στην υπερπροσπάθεια που ονομάζεται σύγχρονη κινηματογραφική παραγωγή σε χώρες όπως η Ελλάδα και η Κύπρος, καθώς συνεργαστήκαμε στο σενάριο. Ξεκινήσαμε να δουλεύουμε πριν την πανδημία και μετά από απανωτές αναβολές φτάνουμε σήμερα ένα βήμα πριν την προβολή της ταινίας. Με τον Ιωακείμ δεν είμαστε πλέον απλά συνεργάτες, αλλά φίλοι και συνοδοιπόροι σε μια κοπιαστική μα κι εξόχως συναρπαστική περιπέτεια, που ονομάζεται κινηματογράφος. Νιώθω υπερήφανος για το αποτέλεσμα και ανυπομονώ να δω την ταινία στη μεγάλη οθόνη.