Για πρώτη φορά, έπειτα από τέσσερεις δεκαετίες, μία (σπουδαία) Κύπρια συγγραφέας βραβεύεται -δικαιωματικά- με το κορυφαίο Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος της Ελλάδας. Αν αυτό δεν αποτελεί το πιο δυνατό «οξυγόνο» σε μια Λογοτεχνία που επιζεί (και διαπρέπει πια) και έξω από το «κέντρο», τότε τι άλλο καταδεικνύει;

– Νομίζω πως είναι μία κομβική στιγμή για την κυπριακή λογοτεχνία η βράβευσή σας – και δεν το αναφέρω μόνο τύποις, για το γεγονός πως 40 ακριβώς χρόνια μετά την Ήβη Μελεάγρου, το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος της Ελλάδας απονέμεται φέτος ξανά σε Κύπρια. Αλλά επειδή η κυπριακή διάλεκτος -μέρος του βιβλίου σας, που τόσο τολμηρά αξιοποιήσατε- αποκτά μια νέα -δυναμική- ώθηση για να μπει και στα σπίτια του ελληνικού κορμού. Στην κλισέ, σε αυτές τις περιπτώσεις, ερώτηση «πώς αισθάνεστε;», τι θα απαντούσατε; Χαρά, ευθύνη, αγωνία για τη συνέχεια, ικανοποίηση – τι απ’ όλα ή και όλα αυτά μαζί; Η Ήβη Μελεάγρου έλαβε το Ελληνικό Κρατικό Βραβείο για το μυθιστόρημά της «Προτελευταία Εποχή» (1981), το οποίο είναι εξαντλημένο εδώ και χρόνια και είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να το διαβάσει κανείς σήμερα. Με αφορμή, λοιπόν, αυτή την ευκαιρία που μου δίνετε, δεν θα μπορούσα παρά να υπογραμμίσω πόσο σημαντικές και αναγκαίες είναι οι επανεκδόσεις τέτοιων σημαντικών έργων, εμπλουτισμένες με κριτικά κείμενα και σύγχρονες προσεγγίσεις, που να τα επανασυστήνουν στο κοινό και να τα εντάσσουν στο σήμερα. Η προϋπόθεση να γνωρίζουμε το έργο των Κυπρίων λογοτεχνών, όχι μόνο αυτών που γράφουν σήμερα και παράγουν ένα πραγματικά αξιόλογο έργο, αλλά και αυτών που προηγήθηκαν χρονικά, είναι απαραίτητη, αν θέλουμε να διεξάγουμε -ως κοινωνία- έναν πιο ανοιχτό και πλουραλιστικό διάλογο για το τι σημαίνει -αν σημαίνει κάτι- ο ακόμα αμφιλεγόμενος όρος «κυπριακή λογοτεχνία». Όσο για το γεγονός της βράβευσης, τι να πω. Θα το παρομοίαζα με μια ξαφνική νεροποντή. Δεν προλαβαίνεις να σκεφτείς. Το μόνο σίγουρο είναι ότι θα κοπάσει σύντομα. 

– Πώς μάθατε τη βράβευσή σας; Και τι κάνατε εκείνη τη στιγμή; Περιγράψτε μου λίγο αυτή την ανθρώπινη στιγμή…Α, και βέβαια με ποιους μιλήσατε αμέσως – για πολλή ώρα το μεσημέρι της Τρίτης, αμέσως μετά την επίσημη ανακοίνωση του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού της Ελλάδας, το κινητό σας ήταν συνεχώς κατειλημμένο, οφείλω να «προδώσω» στους αναγνώστες μας…  Μου το ανακοίνωσε τηλεφωνικώς ο καλός φίλος, Αντώνης Γεωργίου. Η πρώτη αντίδραση ήταν τα γνωστά επιφωνήματα δυσπιστίας. Ακολούθησαν, όπως είναι αναμενόμενο, απανωτά τηλεφωνήματα φίλων, μηνύματα, μια συνομιλία με την εκδότρια του «Ροδακιού», Τζούλια Τσακίρη, που γιόρταζε για δυο βιβλία (σ.σ. το «Τζίντιλι», του Δημήτρη Χριστόπουλου, τιμήθηκε με το Ειδικό Κρατικό Βραβείο). Αυτές οι πρώτες αυθόρμητες εκδηλώσεις αγάπης και στήριξης από φίλους, μπολιασμένες με δόσεις χιούμορ και με διάθεση αυτοϋπονόμευσης -εκ μέρους  μου-, είναι μάλλον ο μόνος τρόπος να αποφορτίσεις τη στιγμή, να τη γειώσεις, χωρίς να την ισοπεδώσεις. 

– «Γιατί ποιος δεν γνωρίζει πως τα πάντα είναι μάταια στον κόσμο τούτο…» (σελ. 339), γράφετε. Αλλά, νομίζω, αν αυτή την πρότασή σας την γενικεύσουμε πέρα από την ιστορία που αφηγείστε, το μόνο που δεν είναι μάταιο στον κόσμο αυτό είναι το αποτύπωμα της Τέχνης – αυτό που θα «επιβιώνει» στα μετέπειτα χρόνια και στην απουσία μας. Έτσι αισθάνεστε κι εσείς γράφοντας; Ξέρετε, αν κάναμε αυτή τη συζήτηση κάποια άλλη χρονική στιγμή, μάλλον θα ήμουν πιο έτοιμη να μιλήσω για όλα όσα μπορούν να λειτουργήσουν -και λειτουργούν- ως αντιστάθμισμα -ή τουλάχιστον ως ωραίοι περισπασμοί- της ματαιότητας. Σήμερα, όμως, που ξαναθυμόμαστε τη φρίκη του πολέμου, αυτήν που άλλες φορές μας βολεύει να αγνοούμε, δύσκολα βρίσκω λόγια να αντισταθμίσω τα λόγια του Σουηδού, στα οποία αναφέρεστε πιο πάνω. 

– Γιατί είστε ολιγογράφος; Τιμή, βέβαια, που με το δεύτερο κιόλας βιβλίο σας, βραβεύεστε με την ανώτατη λογοτεχνική διάκριση, τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα, αλλά αναρωτιέμαι αν αυτά τα δέκα χρόνια που μεσολάβησαν από το πρώτο σας βιβλίο, «Απειλούμενα Είδη», εσείς επεξεργαζόσασταν «Το Βουνί»…Ή αν σβήνατε, ξαναγράφατε, ξεκινούσατε πάλι, απογοητευόσασταν, ξαναρχίζατε, ή απλά σιωπούσατε… Γράφω πολύ δύσκολα. Έχω την αίσθηση πως η γλώσσα και η σιωπή είναι δυο δυνάμεις που αντιμάχονται μέσα μου. Ύστερα, αναζητώ μια εξισορροπητική διαύγεια στη γλώσσα, για να μιλήσω ακόμα και για τα πιο θολά πράγματα, με αποτέλεσμα η διαδικασία της γραφής να καταντά τόσο κοπιώδης, που με εξουθενώνει σωματικά και ψυχικά. Και τέλος, τουλάχιστον για το συγκεκριμένο βιβλίο, έπρεπε να χειριστώ και θέματα που η αλήθεια είναι ότι δεν ένιωθα καθόλου έτοιμη να χειριστώ, με αποτέλεσμα να πρέπει να αφιερώσω πολύ μεγάλο μέρος του χρόνου μου στην έρευνα, στη μελέτη, στη συλλογή υλικού. Όσο εξωπραγματικό και αν ακούγεται, ακόμα και σε μένα την ίδια, η διαδρομή αυτού του βιβλίου, από τις πρώτες σημειώσεις μέχρι την επιμέλεια και την έκδοση, διήρκησε δέκα χρόνια. 

– Στο μόλις πέντε γραμμών βιογραφικό σας και στις λίγες συνεντεύξεις που έχετε δώσει, συγκρατώ, ανάμεσα σ’ άλλα, πως ζήσατε στην Νέα Υόρκη για έντεκα χρόνια. Αυτή η παραμονή σας εκτός Κύπρου, σας έστρεψε τελικά, νομίζετε, λογοτεχνικά, πίσω στην Κύπρο και στις καταβολές σας; Η Αμερική, και πιο συγκεκριμένα η Νέα Υόρκη, ήταν ένας κατ’ επιλογήν «ξεριζωμός», μια προσπάθεια να αναμετρηθώ με τα όρια αυτού που ονομάζουμε «εαυτός», με τον αμερικανικό μύθο της «αυτοδημιουργίας», αλλά και μια εσωτερική ανάγκη να κοιτάξω από μακριά έννοιες όπως «οικογένεια», «πατρίδα», «ιστορία», που κατά κάποιο τρόπο με βασάνιζαν. Με τον ίδιο τρόπο, η επιστροφή μου στην Κύπρο ήταν μια συνειδητή απόφαση επανασύνδεσης με την ελληνική γλώσσα, η οποία μετά από έντεκα -κοντά δώδεκα- χρόνια στο εξωτερικό, ένιωθα πως είχε αρχίσει να με εγκαταλείπει. Υπό μία έννοια, ίσως να είχα καταλήξει πως η μόνη πατρίδα για μένα ήταν πλέον η γλώσσα. Σ’ αυτήν επέστρεψα. ​

– Για τη ζωή σας σήμερα, και γι’ αυτή την περιβόητη «κουζίνα του συγγραφέα», δεν γνωρίζουμε τίποτα, π.χ. τι δουλειά κάνετε για την καθημερινή επιβίωση, αν έχετε παιδιά, σε ποια πόλη ή χωριό διαμένετε, πού και με ποιο τρόπο γράφετε συνήθως -με στυλό ή στον υπολογιστή, στο γραφείο σας ή όπου να ‘ναι-, με τι ψυχαγωγείστε, και άλλα τόσα. Από τη μια είναι γοητευτικό όλο αυτό, οφείλω να σας ομολογήσω, από την άλλη σκάω από περιέργεια να μάθω δυο- τρία παραπάνω προσωπικά πράγματα για εσάς… Σας διαβεβαιώ πως στην «κουζίνα» μου δεν θα βρείτε τίποτα που, κατά πάσα πιθανότητα, να μην υπάρχει και στη δική σας. Εξάλλου, επειδή είναι κοινός τόπος ότι τα βιβλία βιογραφούν τους συγγραφείς, έστω και αν δεν είναι αυτοβιογραφικά, θα έλεγα ότι ήδη γνωρίζετε πολύ περισσότερα και πιο ουσιαστικά πράγματα για μένα, από ό,τι φαντάζεστε. 

– Να τολμήσω να ρωτήσω αν η συγγραφή του επόμενού σας βιβλίου έχει ήδη ξεκινήσει; Αν, τουλάχιστον, το θέμα βρίσκεται ήδη στο κεφάλι σας; Ναι, έχει ξεκινήσει. Ας ελπίσουμε πως θα επιβιώσει από τα σαγόνια της σιωπής. 

Το σκεπτικό βράβευσης της Λουΐζας Παπαλοΐζου με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος της Ελλάδας για το έργο της «Το βουνί» (Εκδόσεις «Το Ροδακιό»), εξ ημισείας με τον Νίκο Δαββέτα για το έργο του «Άντρες χωρίς άντρες» (Εκδόσεις «Πατάκη»):

«Το εκτενές, σπονδυλωτό και πολυφωνικό μυθιστόρημα της Παπαλοΐζου, βασισμένο σε σοβαρή έρευνα, ακτινογραφεί σε βάθος την κυπριακή ταυτότητα και τη δυναμική της ιστορίας στην ταραχώδη πορεία της Κύπρου. Πρόκειται για έργο με αξιοσημείωτη συνθετική ικανότητα, δομική αρτιότητα, λεπτοδουλεμένη ύφανση της πλοκής, ποικίλους αφηγηματικούς τρόπους (μονόλογος, επιστολή, ημερολόγιο), γλώσσα-θησαυρό και περιγραφική δεινότητα. Το πατριδογνωστικό μυθιστόρημα της Παπαλοΐζου προσωπογραφεί με γενναιότητα και χωρίς εξωραϊσμούς την Κύπρο, σχολιάζοντας τη σχέση του τόπου με την παράδοση και με το ξένο στοιχείο. Με αφορμή το μυθιστόρημα η Επιτροπή σημειώνει και την ιδιαίτερα αξιόλογη παρουσία Κυπρίων συγγραφέων τα τελευταία χρόνια στην ελληνική λογοτεχνική σκηνή».

* Αξίζει να σημειωθεί, πως ο τελευταίος Κύπριος που σημείωσε ανάλογο επίτευγμα είναι ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης, που τιμήθηκε το 1996 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του, «Μεθιστορία». Το 1982 η Ήβη Μελεάγρου είχε τιμηθεί με Β’ Βραβείο Μυθιστορήματος (δεν δίνεται πλέον) για το βιβλίο της, «Προτελευταία εποχή». Το 1969 κάτι ανάλογο πέτυχε ο Κύπρος Χρυσάνθης που έλαβε το Β’ Βραβείο Ποιήσεως για το βιβλίο του, «Λυρικός λόγος». Επίσης, το 2015, απονεμήθηκε στον Χρίστο Κυθρεώτη, εξ ημισείας, το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα για το έργο του, «Μια Χαρά». Το «Βουνί» της Λουΐζας Παπαλοΐζου είχε βραβευτεί πριν από μερικούς μήνες και με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος της Κύπρου.

Ελεύθερα, 27.3.2022.