Ο διεθνούς εμβέλειας Κύπριος διευθυντής φωτογραφίας μιλά για το το «Belfast», τον Κένεθ Μπράνα, το 1974, τα βραβεία και τα μυστικά της δουλειάς του.

Είναι ένας από τους πιο καταξιωμένους και περιζήτητους διευθυντές φωτογραφίας στον κόσμο και τα τελευταία 15 χρόνια συμπράττει ως επί το πλείστον με τον πολυβραβευμένο Βορειοϊρλανδό σκηνοθέτη και ηθοποιό Κένεθ Μπράνα. Η πρόσφατη συνεργασία τους, το «Belfast», έφτασε από ένα μικρό, προσωπικό πρότζεκτ να διεκδικεί επτά Όσκαρ, κατακτώντας τελικά αυτό του Πρωτότυπου Σεναρίου. Η ταινία επιβεβαίωσε την κοινή αισθητική των δύο δημιουργών και αποτέλεσε πεδίο ανίχνευσης παραπλήσιων τραυματικών εμπειριών από τα παιδικά τους χρόνια. Πάντως, για τον Χάρη Ζαμπαρλούκο ο κινηματογράφος είναι τέχνη και επιστήμη κι όχι ανταγωνιστικό «σπορ», συνεπώς ένα Όσκαρ δεν μπορεί να είναι αυτοσκοπός.

– Ποια εκτιμάς ότι είναι η σημασία του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογραφικές Μέρες για την Κύπρο; Όλα τα φεστιβάλ είναι σημαντικά, τόσο για την κινηματογραφική εκπαίδευση και την απόλαυση του κοινού, όσο κι ως επαφή και συναναστροφή των ανθρώπων του κινηματογράφου. Όταν αποφοίτησα, πήρα την πρώτη μου ταινία σε φεστιβάλ. Εκεί γνώρισα άλλους διευθυντές φωτογραφίες, σκηνοθέτες, άνοιξε μια μεγάλη πόρτα. Είναι ένα από τα πρώτα στάδια που πρέπει να περάσεις για να δείξεις μια ταινία, ειδικά αν έγινε εκτός των μεγάλων στούντιο με τους μηχανισμούς διανομής που διαθέτουν. Για τον θεατή, το σημαντικό είναι ότι βλέπει μια ταινία και την εισπράττει ως καλλιτεχνικό αποκύημα ενός δημιουργού. Μια συνομιλία, μια συζήτηση κάνει τα πράγματα λίγο πιο ανθρώπινα. Αλλά και λίγο πιο προσβάσιμα για κάποιον που ενδιαφέρεται για τον συγκεκριμένο χώρο.

– Έρχεσαι όσο συχνά θα ήθελες στην Κύπρο; Σου λείπουν οι δικοί σου; Την πεθυμώ την Κύπρο. Κάθε μέρα. Ειδικά τώρα, που απέκτησα παιδιά και πρέπει να έρχομαι μόνο σε περιόδους που είναι κλειστά τα σχολεία κι αυτό υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα έχω γυρίσματα. Και τα παιδιά μου πεθυμούν την Κύπρο κι οι γονείς μου πεθυμούν τα εγγόνια τους κι εγώ τους φίλους και τους συγγενείς μου.

– Ποιες συγκυρίες γεννούν ταινίες σαν το «Belfast»; Γυρίστηκε μέσα στην πανδημία, αμέσως μόλις μας επέτρεψαν να ξεκινήσουμε πάλι γυρίσματα. Ήταν Αύγουστος του 2020. Θέλαμε να κάνουμε μια μικρή ταινία με τους συναδέλφους μας, τα μέλη του συνεργείου που είμαστε σαν οικογένεια. Ο Κένεθ είχε γράψει το σενάριο κατά τη διάρκεια του lockdown στο σπίτι του, απ’ όπου έκανε ταυτόχρονα και τη μεταπαραγωγή για το «Death on the Nile». Το έγραψε πολύ γρήγορα. Όταν το έδειξε στον Κρίστοφερ Νόλαν και του είπε ότι το έγραψε μέσα σε λίγες μέρες, εκείνος του απάντησε: «αυτό το έγραφες εδώ και 50 χρόνια». Είναι πράγματι ένα πολυεπίπεδο, βαθύ και πανέξυπνο σενάριο. 

 

– Για ποια ταινία κάνεις γυρίσματα αυτή την εποχή; Είναι μια περιπέτεια δράσης για τους Warner Brothers (σ.σ. «Meg 2: The Trench») μ’ έναν Άγγλο σκηνοθέτη, τον Μπεν Γουίτλι. Είναι ακριβώς το αντίθετο από το «Belfast». Θα βγει το καλοκαίρι του 2023.

– Προτιμάς να γυρίζεις ταινίες σαν το «Belfast», πιο προσωπικές; Ανέκαθεν το προτιμούσα κι όταν προκύπτει μια τέτοια ευκαιρία ποτέ δεν λέω όχι. Τα τελευταία 15 χρόνια δουλεύω με τον Κένεθ (σ.σ. Μπράνα) παρά με οποιονδήποτε άλλον σκηνοθέτη κι η συνεργασία αυτή ξεκίνησε το 2007 με το «Sleuth», που είχε 20 μέρες γυρίσματα και μόνο δύο ηθοποιούς (σ.σ. Μάικλ Κέιν, Τζουντ Λο). Κι οι δυο αγαπούμε τέτοιες ταινίες. Ο Κένεθ είχε περάσει μια περίοδο που έκανε μόνο προσωπικές ταινίες και σαιξπηρικές διασκευές μέχρι που αποφάσισε να κάνει και πιο εμπορικές. Τον ακολούθησα ανεπιφύλακτα, γιατί ο κινηματογράφος είναι και ψυχαγωγία και έμπνευση και κάτι προσωπικό. Όλα αυτά μαζί. Για να έχεις μια ολοκληρωμένη κινηματογραφική πορεία πρέπει να δοκιμαστείς σε όλα τα είδη. 

– Ποιο είναι το μυστικό για να διαρκέσει μια συνεργασία στον χώρο αυτό για τόσα χρόνια; Υπάρχει ένας αμοιβαίος σεβασμός πάνω στον τρόπο δουλειάς του καθενός. Και μια κοινή αισθητική. Δηλαδή, έχουμε και οι δύο μια κοινή αίσθηση του τι αξίζει από μια ιστορία να γίνει ταινία. Δεν μιλάω για κοινή ηθική, αλλά κοινή κρίση πάνω σ’ αυτό που αξίζει να ειπωθεί. Και βάση όλων είναι η ιστορία της ανθρώπινης κατάστασης. Νομίζω ότι αντιμετωπίζουμε και ερμηνεύουμε με παρόμοιο τρόπο αυτού του είδους τα σενάρια. Υπάρχει κάτι κοινό, παρά το γεγονός ότι προερχόμαστε από διαφορετικά μέρη και κουλτούρες. 

– Είναι σαφείς οι παραλληλισμοί των γεγονότων που εξιστορεί το «Belfast» με την πραγματικότητα στην Κύπρο; Ναι, βεβαίως. Είναι ζητήματα που συζητούσαμε συνέχεια με τον Κεν. Δεν είχαμε μιλήσει εκ βαθέων για τις παιδικές μας εμπειρίες σε σχέση με τον πόλεμο, αλλά αναγνωρίζαμε ότι ο καθένας είχε ζήσει μια επώδυνη εμπειρία. Ποτέ προηγουμένως δεν ανοίχτηκε γι’ αυτή την περίοδο της ζωής του, ούτε κι εγώ του είχα μιλήσει ποτέ για τα δικά μου βιώματα. Όταν μου έστειλε το σενάριο ήταν σαν πρόσκληση από έναν φίλο που θέλει να σου ανοίξει την καρδιά του πάνω σ’ ένα ζήτημα της ζωής του. Είναι διαφορετικό από το επαγγελματικό κομμάτι, περισσότερο μια φιλική χειρονομία. Όταν κάποιος σου εκμυστηρεύεται μια εμπειρία ζωής που τον διαμόρφωσε και τον καθόρισε, αυτό ρίχνει και τις δικές σου αντιστάσεις. Σε προσκαλεί ν’ ανοιχτείς κι εσύ. Ήταν μια πρωτόγνωρη αίσθηση διασύνδεσης με τις δικές μου προσλαμβάνουσες. 

– Ποιοι ήταν αυτοί οι συνειρμοί; Ο πατέρας μου είναι πολιτικός μηχανικός και δούλευε σε εργοληπτική εταιρεία. Όπως πολλοί Κύπριοι, φύγαμε οικογενειακώς την περίοδο της εισβολής και εγκατασταθήκαμε στο Ντουμπάι. Με τον ίδιο τρόπο που η οικογένεια του Κένεθ Μπράνα έφυγε από το Μπέλφαστ και πήγε στο Ρέντινγκ της Αγγλίας μέσω μιας εργοληπτικής εταιρείας. Όλα αυτά σε κάνουν να αισθάνεσαι μεγαλύτερη ευθύνη απέναντι στην ιστορία που θα αφηγηθείς, απέναντι στα συναισθήματα κι απέναντι στην κοσμοθεωρία που βρίσκεται πίσω από αυτή την ταινία.

– Ποια είναι αυτή η κοσμοθεωρία; Η προστασία του παιδιού και της οικογένειας είναι πάνω απ’ όλα, ό,τι και να γίνει, όσες αντιξοότητες κι αν προκύψουν. Νομίζω ότι αυτή είναι η καρδιά του «Belfast» και γι’ αυτό αγαπήθηκε αυτή η ταινία από τόσο πολύ και διαφορετικό κόσμο.

– Θεωρείς ότι έχει πολλά να πει στον θεατή της Κύπρου; Όταν μια ανθρώπινη ιστορία προσεγγίζεται με διαυγή, ειλικρινή και συγκινητικό τρόπο, αγγίζει οποιονδήποτε. Όμως, ναι. Πολλοί Κύπριοι θα συνδεθούν. Η Κύπρος έχει μια διασπορά, όπως και η Ιρλανδία και ειδικά η Βόρεια. Κι η διασπορά αυτή προέκυψε για παρόμοιους λόγους. Σήμερα πολλοί Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι ζουν σήμερα πλάι πλάι στο Λονδίνο. Το ίδιο συμβαίνει και με τους καθολικούς και τους προτεστάντες Βορειοϊρλανδούς που είχαν βρει τους εαυτούς τους σε μια παρόμοια με της Κύπρου συνθήκη, αλλά σε διαφορετικό γεωγραφικό σημείο.

– Τι θυμάσαι από το 1974; Ήμουν τεσσάρων χρονών. Κατά σύμπτωση, είχαμε φύγει από την Κύπρο ένα μήνα πριν την εισβολή για το Ντουμπάι για επαγγελματικούς λόγους του πατέρα μου κι επρόκειτο να επιστρέψουμε σε έξι μήνες. Τελικά, εγώ έμεινα επτά χρόνια κι ο πατέρας μου 25. Αυτό που θυμάμαι είναι να είμαστε όλοι δίπλα στο τηλέφωνο για να μάθουμε την τύχη των οικείων μας. Το σπίτι μας βρίσκεται στον Άγιο Ανδρέα, κοντά στο παλιό νοσοκομείο της Λευκωσίας. Η γιαγιά μου που έμενε στο σπίτι έφυγε από τη Λευκωσία μαζί με τον θείο και τη θεία μου. Όμως, ο παππούς και η γιαγιά από την πλευρά του πατέρα μου, που έμεναν λίγο πιο κάτω, δεν ήθελαν να φύγουν. Θυμάμαι το τηλεφώνημα που ο παππούς μάς είπε ότι πήγε στο σπίτι μας κι άνοιξε το κλουβί με τους παπαγάλους να φύγουν. Μετά από δύο μέρες ξαναπήγε και διαπίστωσε ότι δύο απ’ αυτούς δεν είχαν φύγει. Και τους τάισε. Είναι μια μικρή λεπτομέρεια που μου έμεινε στον νου μέχρι σήμερα που είμαι 52 ετών. Δύο άνθρωποι και δύο πουλιά που αρνήθηκαν να φύγουν.

– Για έναν κινηματογραφιστή τι είναι σημαντικότερο: η γνώση του μέσου ή η αισθητική; Και τα δύο. Είναι τέχνη και επιστήμη. Πρέπει πρώτα απ’ όλα να μιλάς άπταιστα την κινηματογραφική γλώσσα. Με τον ίδιο τρόπο, αν γνωρίζεις καλά πώς να χρησιμοποιείς έναν υπολογιστή, δεν σημαίνει ότι μπορείς να γράψεις ένα μυθιστόρημα. Η κινηματογράφηση είναι μια γλώσσα. Πρέπει να τη γνωρίζεις καλά και η τεχνική σου να είναι αβίαστη, ώστε να μπορείς μετά να χρησιμοποιήσεις ελεύθερα τη φαντασία. Αυτό έρχεται με την πείρα κι από ένα σημείο και μετά γίνεται κάλεσμα. Εγώ δεν θα μπορούσα να σκηνοθετήσω όπως ο Κεν. Δεν είναι μια γλώσσα που κατέχω. Με τον ίδιο τρόπο, ο Κεν δεν μπορεί να κινηματογραφήσει όπως εγώ.

– Σ’ ενδιαφέρει η σκηνοθεσία; Γνωρίζω τη σκηνοθεσία. Αλλά όχι, δεν μ’ ενδιαφέρει να γίνω σκηνοθέτης. Μ’ ενδιαφέρει στον βαθμό που πρέπει να συνομιλώ με τον σκηνοθέτη και να καταλαβαίνω πλήρως τι ζητά σε κάθε περίπτωση. Είναι μια συνομιλία σε μια κοινή γλώσσα συνεννόησης.

– Τεχνικά, τι είδους φακούς προτιμάς; Αλλάζω για κάθε ταινία, ανάλογα με τα άτομα που έχω να φωτογραφήσω, αν λ.χ. είναι νεαρά ή μεγάλα. Πολλά παίζουν ρόλο. Είμαι τελειομανής με τους φακούς μου, έχω κάτι στο μυαλό και ξέρω πώς να το βρω. Ξεκινάς από μια υπόθεση. Δοκιμάζεις, πειραματίζεσαι κρατάς κάποιες ιδέες για άλλες περιπτώσεις, χτίζεις μια βιβλιοθήκη από σκέψεις που μπορείς να χρησιμοποιήσεις ανά πάσα στιγμή.

– Είναι προϋπόθεση για έναν διευθυντή φωτογραφίας να είναι τελειομανής; Ναι. Όσους έχω γνωρίσει εγώ, είναι όλοι τελειομανείς. 

 

 

– Προτιμάς το τεχνητό ή το φυσικό φως; Για το «Belfast» έπρεπε να είναι φυσικό. Η ταινία ήταν γυρισμένη υπό συγκεκριμένες συνθήκες με φυσικό φως. Το «Death On the Nile» ήταν ακριβώς το αντίθετο. Χρησιμοποίησα 3000 φώτα για το πλατό και δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Θεωρώ ότι κατέχω και τις δύο τεχνικές. 

– Δεν προτιμάς κάποια; Δεν είναι θέμα προτίμησης, αλλά ποιο είναι το ενδεδειγμένο για κάθε περίπτωση. Δεν θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω φυσικό φως στο «Death On the Nile», δεδομένου ότι όλα τα γυρίσματα έγιναν σε κλειστό πλατό, φωτισμένο έτσι ώστε να μοιάζει ανοιχτό. Ούτε μια σκηνή στην ταινία αυτή δεν είναι γυρισμένη έξω.

– Έχει προτεραιότητα για σένα το επιστημονικό κομμάτι και το «σωστό» ή αυτό που σ’ εκφράζει; Σημασία έχει αυτό που νιώθει και εισπράττει ο θεατής. Η δουλειά μου είναι να φτάσω εκεί με ειλικρίνεια και να εξασφαλίσω ότι ο θεατής θα έχει μια εμβυθιστική και διαυγή εμπειρία. 

 

– Ο διευθυντής φωτογραφίας απολαμβάνει την εκτίμηση και την αναγνωρισιμότητα που του αναλογεί, ή αδικείται; Καθόλου. Είναι φυσιολογικό ο κόσμος όταν βλέπει μια ταινία ν’ αναγνωρίζει πρώτα τους ηθοποιούς. Κι ο σκηνοθέτης παίρνει το credit επειδή είναι ο άνθρωπος που έχει την πιο μεγάλη ευθύνη για την ταινία και συνήθως εργάζεται πιο σκληρά από όλους. 

– Είναι το Όσκαρ απωθημένο και αυτοσκοπός; Ο κινηματογράφος δεν είναι ανταγωνιστικό σπορ. Είναι μια δημιουργική διαδικασία. Όλη σου η ενέργεια ξοδεύεται για να κάνεις την καλύτερη ταινία που μπορείς. Το Όσκαρ, όπως κάθε βραβείο, είναι μια αφορμή να βρίσκονται κάθε χρόνο συνάδελφοι να ανταλλάζουν φιλοφρονήσεις, να γεύονται μια αναγνώριση. Είναι περισσότερο μια αφορμή να αναθερμανθεί η συζήτηση πάνω στις ταινίες. Κι ίσως είναι ένας τρόπος να βοηθηθεί η διανομή κάποιων ταινιών χαμηλότερου προϋπολογισμού. Δεν γίνεσαι κινηματογραφιστής για να παίρνεις βραβεία, αλλά για να κάνεις ταινίες. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν χαίρομαι με τις διακρίσεις που έλαβε το «Belfast», μια ταινία που ξεκίνησε ως μικρό πρότζεκτ μεταξύ φίλων. Ήμασταν ήδη νικητές όταν την τελειώσαμε, την είδαμε και την πήραμε στα φεστιβάλ για να διαπιστώσουμε ότι όντως ο κόσμος ανταποκρινόταν με θετικό και καθηλωτικό τρόπο. Μόνο που βγήκε στα σινεμά ήταν ένα βραβείο για μας. 

– Σε δυσκόλεψε; Το δύσκολο ήταν να εργάζεσαι κάτω από συνθήκες πανδημίας. Ήταν η εποχή πριν από το εμβόλιο. Είχαμε ηλικιωμένους ηθοποιούς, ειδικά την Τζούντι Ντεντς, έναν εθνικό θησαυρό, που ήταν τότε 85 ετών και ευάλωτη. Για μένα το πιο δύσκολο ήταν να μπω σε μια νοοτροπία προσεκτικής εργασίας που έθετε ως πρώτο γνώμονα την ασφάλεια του συνεργείου. Τα καταφέραμε με μόνο ένα κρούσμα, δύο μέρες πριν το τέλος των γυρισμάτων. 

 – Ποια είναι η πιο απαιτητική ταινία που δούλεψες; Με όρους κλίμακας και σε σχέση με το τι θέλαμε να πετύχουμε, το «Death On The Nile». Πολύ απαιτητικό. Έπρεπε να φτιάξουμε ένα πλοίο 110 μέτρων από μέσα κι έξω. Τόσο μεγάλο που δεν βρίσκαμε πλατό να το χωρέσουμε. Έπρεπε να χτίσουμε πλατό γύρω απ’ αυτό και να φωτίζεται ώστε να φαίνεται σαν να πλέει πράγματι στον Νείλο δίπλα στην έρημο.

– Και η αγαπημένη σου ταινία; Μέχρι τώρα, το «Belfast». Έχω μια αδυναμία και στην πρώτη μου ταινία, το «Camera Obscura» του Άμλετ Σαρκισιάν. Αλλά και στο «Locke» του Στίβεν Νάιτ που κάναμε το 2013. Αυτό είχε έναν μόνο ηθοποιό (σ.σ. τον Τομ Χάρντι) και ουσιαστικά γυρίστηκε ολόκληρη μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο εν κινήσει. Για να είμαι ειλικρινής, αγαπώ όλες τις ταινίες που κάνω και μόλις τελειώνουν κοιτάζω την επόμενη. Νομίζω ότι έχω ακόμη κάποια χρόνια δημιουργικής εργασίας και δεν είναι ακόμη καιρός να σκέφτομαι απολογιστικά και να κάνω λίστες. 

– Ποιος ηθοποιός σου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση; Πρώτος και καλύτερος είναι ο Κένεθ. Στα 29 του είχε γράψει, σκηνοθετήσει και πρωταγωνιστήσει στον «Ερρίκο τον 5ο» του Σαίξπηρ κι ήταν αμέσως υποψήφιος για Όσκαρ Σκηνοθεσίας και Α’ Ανδρικού Ρόλου. Τώρα με το «Belfast» ξεπέρασε πια τον Γουόλτ Ντίσνεϊ κι είναι ο καλλιτέχνης με τις περισσότερες κατηγορίες υποψηφιοτήτων στα Όσκαρ. Διεκδίκησε Όσκαρ σε επτά διαφορετικές κατηγορίες (σ.σ. Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας, Α’ Ανδρικού Ρόλου, Β’ Ανδρικού Ρόλου, Διασκευασμένου Σεναρίου, Πρωτότυπου Σεναρίου, Μικρού Μήκους Μυθοπλασίας). Είναι ένας πολυτάλαντος δημιουργός με την πιο αυθεντική έννοια του όρου.

– Η κινηματογραφική βιομηχανία κινδυνεύει από τις πλατφόρμες ροής; Και ναι και όχι. Έγιναν ορισμένα καταπληκτικά πράγματα από το streaming. Λ.χ. δεν θα είχαμε το «Roma» του Κουαρόν ή το «The Irishman» του Σκορσέζε. Προσφέρονται ευκαιρίες σε καλούς σκηνοθέτες και για χρηματοδότηση ταινιών, άκρως προσωπικών, με καλό μπάτζετ. Τα οικονομικά στις πλατφόρμες είναι διαφορετικά από το σινεμά. Όμως, ο κινηματογράφος είναι δημόσια αφήγηση και πεδίο κοινωνικής συναναστροφής. Αλλιώς είναι να βλέπεις μια ταινία από τον καναπέ σε μια μικρή οθόνη κι αλλιώς σε μια σκοτεινή αίθουσα με άλλα άτομα, κατά τον τρόπο που πηγαίνεις σε μια συναυλία ή μια θεατρική παράσταση. Η δημόσια προβολή είναι μέρος της ανθρώπινης ύπαρξης. Αυτές οι εμπειρίες είναι η ραχοκοκαλιά της κοινωνίας. Ελλοχεύει ο ίδιος κίνδυνος που ελλοχεύει όταν αρκούμαστε να μιλάμε στο τηλέφωνο ή με βιντεοκλήσεις αντί να βρισκόμαστε τετατέτ. Είναι προβλήματα που προκύπτουν από την εξέλιξη της τεχνολογίας. Όσο στενότερη είναι η ανθρώπινη επαφή και αλληλεπίδραση, τόσο καλύτεροι άνθρωποι γινόμαστε.

– Οι τεχνολογικές εξελίξεις έχουν αλλάξει τον τρόπο που δουλεύεις; Κάθε μέρα προκύπτουν αλλαγές. Δεν αλλάζει πάντως η ουσία του τρόπου που δημιουργείς τη σωστή εικόνα για μια ταινία. Είναι έρευνα και προϊόν φαντασίας, δοκιμής και σκέψης πάνω σ’ αυτό που θέλεις να φτιάξεις. Πρέπει πρώτα να υπάρχει η ιδέα. Αυτό δεν αλλάζει. Απλώς τώρα έχουμε περισσότερες επιλογές. Δεν είναι απαραίτητα πιο εύκολη η δουλειά μας. Όσο οι τεχνικές πολλαπλασιάζονται, θέτεις νέα όρια στη φαντασία σου.

  • Στην κύρια φωτογραφία: Ο Χάρης Ζαμπαρλούκος στο γύρισμα του «Death on the Nile».

ΙNFO: Το «Belfast» του Κένεθ Μπράνα προβάλλεται στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογραφικές Μέρες – Κύπρος 2022 στις 9/4 στο Θέατρο Ριάλτο στη Λεμεσό και στις 10/4 στο Ζήνα Παλλάς στη Λευκωσία, στις 10μ.μ. Μετά την προβολή της Λεμεσού, ο Χάρης Ζαμπαρλούκος θα συνομιλήσει με το κοινό μέσω βιντεοκλήσης.