Ο Κύπριος συνθέτης πιστεύει ότι η ομορφιά κινδυνεύει από τον εγωισμό του απολίτιστου.
Η νέα του δουλειά του Γιώργου Παπαγεωργίου με τίτλο «Μελαγχολικά Τοπία» παρουσιάζεται στη Λευκωσία, με τον ίδιο στα κρουστά και τον σολίστα Χρίστο Φούντο στο πιάνο. Είναι ένα νεο-ρομαντικό μουσικό ταξίδι που αποκτά μεταφυσικές διαστάσεις, σπάζοντας τα όρια του χωροχρόνου. Αφετηρία του είναι τα άδυτα του υποσυνείδητου και η αρχέγονη μυστηριακή ατμόσφαιρα που αποτυπώνουν τα εικαστικά έργα του Σταύρου Κίκα. Ο συνθέτει επισημαίνει ότι τα «μελαγχολικά τοπία» εμφανίστηκαν ξαφνικά μπροστά του σαν τη βροντή σε ξάστερο ουρανό.
– Πού βρίσκονται τα «μελαγχολικά τοπία»; Παλιά ήταν καλά κρυμμένα, όπως τα αρνητικά των φωτογραφιών ένα πράγμα, που τα ξεχνάς μέσα σε σκονισμένα άλμπουμ. Βρίσκονταν μέσα στα βιώματά μου, στις παιδικές μου αναμνήσεις, σε ανεκπλήρωτα όνειρα και πόθους. Και ξαφνικά εμφανίστηκαν μπροστά μου σαν τη βροντή σε ξάστερο ουρανό. Στην αρχή στην οθόνη της τηλεόρασης, στα δελτία των θανάτων, στα γεμάτα απόγνωση μάτια προσφύγων, μανάδων, παιδιών. Τώρα βρίσκονται παντού γύρω μας και μέσα μας, στοιχειώνοντας τη χαμένη αθωότητα ενός κόσμου αγνώριστου και μιας παρακμάζουσας ανθρωπότητας.
– Η ομορφιά πού βρίσκεται; Είναι υποκειμενική πάντα. Και πάντα βρίσκεται στο χαμόγελο του γιού μου ή κάθε φορά που λέει τη λέξη μπαμπά. Αυτό!
– Κι από τι κινδυνεύει; Από το χυδαίο, το αισχρό, την αμορφωσιά, από τον εγωισμό του απολίτιστου… Από όλα τα συστατικά που πλάθονται σε πόλεμο, σε δυστυχία, σε πόνο, σε απόγνωση… σε μελαγχολικά τοπία.
– Θα έλεγες ότι είσαι μελαγχολικός τύπος; Όχι πάντα, μάλλον το αντίθετο. Νομίζω ότι η μελαγχολία είναι αναπόσπαστο κομμάτι κάθε καλλιτέχνη και κάθε ανθρώπου. Ίσως να αποτελεί και μέρος της διαδικασίας της δημιουργίας, ακόμα κι αυτής της έμπνευσης.
– Η μουσική είναι μόνο ζήτημα έμπνευσης; Καθόλου. Η μουσική, ειδικά αυτή που ονομάζουμε λόγια, ακαδημαϊκή, κλασική κ.λπ., είναι πρώτιστα ζήτημα γνώσης. Όταν χορτάσεις τη διαδικασία, όταν κάνεις δική σου τη γνώση, τότε μόνο μπορείς να αφεθείς χωρίς ενδοιασμούς και ανασφάλειες στα χέρια της μούσας. Αυτό είναι θεωρώ που ονομάζουν το «να βρεις τη δική σου φωνή», το προσωπικό σου ύφος.
– Η διαδικασία ή το αποτέλεσμα μιας συνθετικής εργασίας σε συναρπάζει περισσότερο; Και τα δύο. Είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, Από τη μια η διαδικασία με τις πολλές μοναχικές ώρες δουλειάς, το ψάξιμο του ήχου και των τεχνικών, η φόρμα, η φιλοσοφία πίσω από κάθε έργο. Κι από την άλλη ν’ ακούς ολοκληρωμένο ένα δικό σου πόνημα, να το βλέπεις να παρουσιάζεται και να γίνεται κτήμα του κοινού, είναι πραγματικά ένα πολύ όμορφο συναίσθημα.
– Πιστεύεις στη μεταμορφωτική ικανότητα της τέχνης; Ναι, οπωσδήποτε. Παρόλο που αυτή είναι επιλεκτική, χρειάζεται δηλαδή και εύφορο έδαφος ως προς το εμφανές του αποτελέσματος, οι τέχνες ανέκαθεν υπήρξαν ο καταλύτης και πολλές φορές ο βασικός μοχλός της εξέλιξης της ανθρωπότητας.
– Γιατί έχει αμβλυνθεί το επαναστατικό πνεύμα στη σύγχρονη μουσική –και όχι μόνο- αναζήτηση; Για τον ίδιο λόγο που ζούμε την κοινωνική νωθρότητα ή την απαξίωση προς την πολιτική. Ο σημερινός άνθρωπος δεν έχει πλέον ως προτεραιότητα την πνευματική αναζήτηση και καλλιέργεια. Η μουσική ήταν πάντοτε μέσο έκφρασης του επαναστατικού πνεύματος και πολύ περισσότερο πολιτικής παρέμβασης – από την αφιέρωση της 3ης «Ηρωϊκής» Συμφωνίας του Μπετόβεν στον Ναπολέοντα μέχρι τη «θρηνωδία για τα θύματα της Χιροσίμα» του Πεντερέτσκι και «τη μπαλάντα του Μαουτχάουζεν» του Θεοδωράκη. Οι συνθέτες δεν έπαψαν ούτε και σήμερα να χρησιμοποιούν, αν θέλετε, την τέχνη για να τοποθετηθούν σε διάφορα ζητήματα, πολιτικά, κοινωνικά κλπ., ή για να εκφράσουν μια ανώτερη εσωτερική αναζήτηση. Αυτό που δυστυχώς μειώθηκε αισθητά είναι η προβολή αυτών των έργων ως αντίκτυπο της βιομηχανοποίησης της τέχνης και της μαζικής κατανάλωσης. Ατυχώς, έχουμε μπερδέψει ως ανθρώπινο είδος την τέχνη με τη διασκέδαση.
– Εκτιμάται όσο θα έπρεπε η σύγχρονη λόγια μουσική στην Κύπρο; Η απάντηση δεν θα αρέσει, αλλά όχι. Ενώ πάρα πολλές χιλιάδες Κυπρίων ασχολούνται είτε ερασιτεχνικά είτε επαγγελματικά με τη μουσική, τα ωδεία μας και τα μουσικά τμήματα των πανεπιστημίων μας είναι γεμάτα από παιδιά που ασχολούνται με τη μουσική, εντούτοις παραμένουμε ένας μουσικά απαίδευτος λαός. Να φέρω ως παράδειγμα τις συναυλίες λόγιας μουσικής του Κέντρου Κυπρίων Συνθετών στο οποίο είμαι μέλος, που ενώ φιλοξενεί αξιολογότατα σχήματα και καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο και παρουσιάζει ό,τι πιο σύγχρονο στον χώρο, αυτές πραγματοποιούνται μεταξύ γνωστών και φίλων. Και την ίδια ώρα που οι περισσότεροι Κύπριοι συνθέτες έχουν αναγνώριση και βραβεύονται στο εξωτερικό, στην Κύπρο είναι παντελώς άγνωστοι στο κοινό και παραγκωνισμένοι από την πολιτεία.
– Αναμένεις άμεσα αποτελέσματα από την εφαρμογή της εξαγγελθείσας συνεκτικής πολιτιστικής πολιτικής; Οι εξαγγελίες είναι πολύ θετικές για ολόκληρο το φάσμα του πολιτισμού και της εγχώριας καλλιτεχνικής δημιουργίας, ειδικά η δημιουργία του νέου Υφυπουργείου Πολιτισμού. Την ίδια ώρα όμως θεωρώ πολύ δύσκολο, αν όχι ίσως και ακατόρθωτο, να πραγματοποιηθούν μεγαλεπήβολα σχέδια χωρίς τις σωστές βάσεις και δομές. Ειδικότερα δε χωρίς την άμεση εμπλοκή τεχνοκρατών επιστημόνων του πολιτισμού. Όπως προανέφερα, έχουμε μπερδέψει ατυχώς το τι εστί τέχνη, πολιτισμός και πολλές φορές διερωτώμαι αν έχουμε τη σοφία ως Πολιτεία να κρίνουμε ορθά σε ποια επιδέξια χέρια θα πρέπει να παραδώσουμε το τιμόνι ενός τόσο εύθραυστου και δύσκολου εγχειρήματος.
– Πιστεύεις ότι ο κόσμος της μουσικής, της δημιουργίας γενικότερα, είναι διαφορετικός από αυτόν της πραγματικότητας; Όχι τόσο όσο νομίζουμε. Ο κόσμος της δημιουργίας είναι η προέκταση του εαυτού μας και αφού μπορούμε να φτιάχνουμε ιδανικούς κόσμους στον καμβά ή στο θέατρο ή στις μουσικές σκηνές, δεν είναι και τόσο δύσκολο να καταλάβουμε επιτέλους ότι μπορούμε να πράξουμε το ίδιο και για τον πραγματικό κόσμο. Δεν θα είναι τραγικό αν για τόσους αιώνες μπολιάζουμε με Τέχνη τον λάθος κόσμο;
– Έχεις βρει εξήγηση για την κλίση και την έλξη σου προς τη μουσική; Δεν το σκέφτηκα ποτέ για να είμαι ειλικρινής. Θυμάμαι όμως ότι η πρώτη μου γνωριμία με το πιάνο, κάπου στα τέσσερά μου χρόνια, ήταν έρωτας κεραυνοβόλος. Νομίζω ότι σίγουρα πρέπει να υπάρχει και κάποιος γενετικός παράγοντας, αφού 4-5 ξαδέρφια μου είναι επίσης μουσικοί και συνθέτες- έχουμε και μια συγγένεια με τον αείμνηστο Τζων Μοδινό.
– Ποιο γεγονός στη ζωή σου θεωρείς ότι καθόρισε την πορεία σου; Πάρα πολλά. Αναμφίβολα όμως η μετοίκησή μου στη Βιέννη και η ευκαιρία να συνεργαστώ με κορυφαία ονόματα στο χώρο της όπερας και της ακαδημαϊκής μουσικής, είχε ανοίξει διάπλατα το οπτικό μου πεδίο και με ανάγκασε, αν θέλεις, να ξεμπλοκάρω καλλιτεχνικές αρτηρίες που είχε κλείσει η κυπριακή στασιμότητα. Και παρόλο που είχα ζήσει προηγουμένως σε Αγγλία και Ελλάδα, το «ξανά-βάπτισμα» που ένιωσα στην Αυστρία ήταν εξωπραγματικό. Λες κι είχε φύγει ένα τεράστιο βάρος από πάνω μου, όπως βγάζεις ένα βαρύ χειμωνιάτικο μανδύα. Κι είχα έτσι την πιο δημιουργική μου περίοδο έως σήμερα: μ’ ένα Requiem, ορατόριο, πολλά συμφωνικά έργα και κύκλους τραγουδιών. Κατάφερα να μελοποιήσω το «Μονόγραμμα» του Ελύτη που ήταν πόθος χρόνων, τα «Άνθη του κακού» του Μπωντλαίρ, Ουράνη, Βρεττάκο κ.π.ά. Και φυσικά μέσα σ’ όλα αυτά ήρθε κι η γέννηση του Κωνσταντίνου- Ανδρέα… στη Βιέννη.
- INFO: Το νέο έργο του Γιώργου Παπαγεωργίου «Μελαγχολικά Τοπία» (Melancholy Fields) παρουσιάζεται στις 14 Απριλίου στο Θέατρο Παλλάς στη Λευκωσία, 8.30μ.μ. soldoutticketbox.com